Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Στεφανηφόροι

[…Χίλιοι Ελπήνορες έπεσαν
γύρω απ’ το πτώμα του Πάτροκλου.
Χίλιοι Ελπήνορες χάθηκαν
για το άχραντο σώμα
του Μεγάλου Νεκρού…]
Στέλιος Λύτρας, «Ελπήνωρ»

Με αλλαγή χρωμάτων στην σκηνή
Και ήθος αττικό

(Εσωτερικό ημιυπόγειου διαμερίσματος στο κέντρο της πόλης. Απ΄έξω ένα παλιό φανάρι, μια στοίβα από σπασμένα παιχνίδια, ένα παλιό στρώμα της θαλάσσης και περαστικοί κατά κύματα, φορτωμένοι τις σκέψεις τους, κυνηγώντας εκείνο το ραντεβού του απογεύματος που τόσο καιρό περίμεναν. Στην άλλη πλευρά του παραθύρου εκείνου του ημιυπόγειου δυο νέοι, κοντά είκοσι χρονών, κάπως νυσταλέοι από την ζέστη με πρόσωπα νωθρά. Για εσάς που διατηρείται ακόμη ασχεδίαστη εντός σας την πεζή εικόνα, συλλογιστείτε για μια στιγμή το ισοδύναμο των πορτραίτων του Φαγιούμ με το σπινθήρισμα τους. Ο ένας από τους δυο νέους έχει γυμνό τον θώρακα και φορεί ένα στεφάνι στα μαλλιά του. Θυμίζει Αρμένη ή έναν άγουρο Διόνυσο, ανίδεο για την φοβερή του καρδιά. Ο άλλος γρατζουνά μια κιθάρα, κάθε τόσο τραγουδά δυο τρεις στίχους, έπειτα ο ήλιος κρύβεται και εκείνος σαν να γέρνει και σαν να πεθαίνει. Τέτοια άλλωστε δεν υπήρξε πάντα η σύντομη βιογραφία του ηλιοτροπίου; Όσο για τα ονόματα, ας φανταστούμε πως τ΄όνομα του ενός είναι Δημήτριος και πως ο άλλος ονομάζεται Αντίνοος, τέτοια η ομορφιά και η πικρή του μοίρα μες στ΄αχαλίνωτο ηχείο. Έχουν ονόματα χριστιανικά, μα αυτό δεν έκανε κανέναν λιγότερο ερωτικό. Στο κέντρο μιας πόλης εξόχως αθηναϊκής οι δυο τους γερνούν ανυποψίαστα. Πάνω στην πλάτη της γενιάς τους σκίζουν το κύμα του καιρού, πότε βυθίζονται, πότε στο πέλαγο πλανώνται, ανάμεσα σε θηρία με νυσταγμένα φώτα και την αμετροέπεια των είκοσι μονάχα εποχών τους. )

Δημήτριος: Πες μου μια λέξη.

Αντίνοος: Καλοκαίρι. (παίζει με την κιθάρα του μερικά ακόρντα.)

Δημήτριος: Τότε θα γράψω το ποίημά μου με αυτήν.

Αντίνοος: Πώς θα ξεκινά;

Δημήτριος: «Κάθε καλοκαίρι πεθαίνουν ολόλευκα τα σπίτια…»

Αντίνοος: Έχεις ταλέντο.

Δημήτριος: Και εσύ το ωραιότερο στεφάνι του Μαγιού. Πώς σώθηκαν τ’ άνθη από τέτοια πυρκαγιά;

Αντίνοος: Κάποιος το ΄χε αφήσει στην άκρη του ρείθρου. Δεν το γυρέψανε, τα λουλούδια του που ούρλιαζαν ακούστηκαν ως μες στην καρδιά μου. Έσκυψα και το΄κανα δικό μου.

Δημήτριος: Όλοι οι ποιητές φορούν στεφάνια και τρέχουν στους λόφους. Θα μου το χαρίσεις;

Αντίνοος: (τον κοιτά και αποτραβιέται, σαν να φοβάται πολύ για απόκτημα του.) Τι θα μου ανταποδόσεις;

Δημήτριος: Δυο μπακιρένια χάδια και ένα τραγούδι. Είμαστε σύμφωνοι; Συλλογίσου, δεν ήταν ποτέ λίγο.

Αντίνοος: Θέλω να ακούσω το τραγούδι σου. Τότε θα σου πω.

Δημήτριος: «κάθε καλοκαίρι γερνούν κορίτσια και αυλές, θυσίες μες στ΄άγριο καΐκι του θερισμού, κάθε καλοκαίρι τρυγάνε οι μέδουσες από το νερό φανταχτερά κοχύλια, δεν το΄δες, δεν το΄δες…»

Αντίνοος: Όμορφα λόγια έχει. Χάρισμά σου, δεν το θέλω τέτοιο που είναι και με πονά. Δεν το θέλω, μονάχα το στεφάνι σου για λίγο θέλησα να φορέσω. Να πω, είμαι ο βασιλιάς, να με συντροφεύουν οι εποχές, να με βρέχει ο ουρανός μ΄άσπρα του χιονιού τα κρίνα, να γέρνω απάνω στην τεντωμένη χορδή του κόσμου ώσπου να σπάσει, να γίνει η θάλασσα που κατέχει μυστικά τ΄όνομα της πατρίδας μου.

Δημήτριος: (λυπημένος βγάζει το στεφάνι του και το χαρίζει. Έξω περνά το κοπάδι, άγρια βήματα και οπλές από περαστικές ζωές. Το πέρασμά τους θα το πλαισιώνει ένας βόμβος μακρινός και απροσδιόριστος.) Πάρ΄το, δικό σου. Εγώ δεν το θέλω. Δικό σου ήταν το στεφάνι. Τα λουλούδια να ξέρεις, στέλνουν τις ψυχές στον παράδεισο. (βγάζει το στεφάνι και ευλαβικά του το χαρίζει. Το φορά στο κεφάλι του με κινήσεις τελετουργικές.)

Αντίνοος: Μυρίζει λησμονιά, τα κλαδιά που πονούν τα μάτια. Πάρε το να με χαρείς. (το μέτωπό του όλο αίματα σταλάζει έξω στον δρόμο, στον ουρανό, παντού σταλάζει.)

Δημήτριος: Απόψε σε προδίδουν. Σε πάνε λέει ενώπιον του βασιλιά χρόνου. Εκείνος το παραδέχεται πως είναι από φεγγαρόφωτο το πρόσωπό σου. Πέφτει και σε προσκυνά. Προστάζει τους υαλουργούς να σε καταγράψουν, απόψε στο πέλαγο ρίχνεσαι, ονοματίζοντας πρόσωπα και δεκαετίες. (ευλαβικά σκύβει και τον φιλά στο πρόσωπο.) Είναι τα νιάτα σου σταυρός, σταυρός, τ΄ακούς;

Αντίνοος: Δώσε μου λίγο από το πρόσωπό σου να σωθώ!

Δημήτριος: Δεν έχω τίποτε δικό μου, μονάχα φαντασίες και αδειανά τοπία, κάλπικη η ζωή μου και τίποτε δεν αξίζει.

Αντίνοος: Πάψε! Πονάω!

Δημήτριος: Θα περιφέρομαι σαν επιτάφιος από γειτονιά σε γειτονιά, εδώ θα λέω, εδώ περαστικέ, σκύψε να ξεδιψάσεις, ρακένδυτες οι ζωές μας, φτωχές. Εσένα θα δείχνω, εμάς. (περνούν τα λαϊκά στην διαπασών, μαζί τους και οι πατεράδες μας με καλοκαιρινά πουκαμισάκια, μισό τσιγάρο και χέρια σοφά.)

Αντίνοος: (αγκαλιάζονται σφιχτά) Πάψε!

(Έπειτα το πλήθος του δρόμου αραιώνει, πιάνει μια βροχή. Όλα γεννιούνται από την αρχή. Με το ψηφί, με το ριγλί, με το μαργαριτάρι που λένε, ξεκάθαρα αναδύονται από τα νερά. Πέντε χιλιάδες άγγελοι τους παραστέκονται καθώς περνούν στην αιωνιότητα μιας μέρας. Εκείνοι περνούν μέσα από τις φάλαγγες, περίλυποι και ωραίοι κρατιούνται από της Κυβέλης το φουστάνι, καταμεσίς της οδού Μαγνησίας. Αθάνατοι παίδες πηγών, με του καιρού τις πόρτες πίσω τους κλεισμένες. Η σκηνή που διαθέτει τον χαρακτήρα του δρόμου ερημώνει. Μήτε τεχνικοί, μηδέ φροντιστές και άλλοι κομπάρσοι. Οι δυο νέοι πέφτουν σαν ίσκιοι πλεκτοί στην πλατεία και όπως αγκαλιάζονται για στερνή φορά φτεροκοπούν οι σιωπές από όλες τις μπάντες της σκηνής, φλέγονται τα μαδριγάλια και η Αθήνα μια πόλη λιγότερο αισθησιακή, λιγότερο ακαταμάχητη δίχως την ανάμνησή τους.)

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→