
Εντυπώσεις από την ανώνυμη σκόνη
Και τα κορίτσια κυκλώνες του
Πέδρο Αλμοδόβαρ
※
Η Ρακέλ φοράει το κατακόκκινο φουστάνι της. Ένας ακέραιος Τισιανός, είπαν τριγυρνά απόψε στην πόλη μα εκείνη δεν γύρισε, δεν γύρισε. Η Ρακέλ δεν φοβάται κανέναν, δεν αγαπά κανέναν. Χτυπά τις γόβες της πάνω στις πέτρες του Μουρίγιο, χορεύει και γερνά μες στις θλιμμένες της πολιτείες που θα΄χουν για πάντα μια απόχρωση ανδαλουσιανή. Εκείνος που την περιεργάζεται στην γωνιά του δρόμου, θυμίζει τον Γκρέκο, όπως σώζεται στα πορτραίτα. Νερένιο κορμί, γαλάζιες ομίχλες, λεπτά υφάσματα και μοναστικοί μυστικισμοί. Η Ρακέλ τρέχει, φεύγει μακριά, το μαρτυρούν ένας ξύλινος κρότος που τρέχει σαν σκυλί πίσω της.
Ρακέλ, για πού το ΄βαλες; , φωνάζουν τα παλικάρια στους μαδριλένικους καφενέδες. Μα εκείνη δεν απαντά, δεν απαντά, εικόνισμα που χάνεται και καπνισμένο σκρίνιο. Η Ρακέλ είναι ένα χρονικό, ένας αγωγός ολόκληρης της ισπανικής ψυχής, της δικής σου ψυχής. Ο έρωτάς της σημαίνει την δόξα του κορμιού της όταν ρίχνει όλα της τα πέπλα στο νεύμα ενός τρελού έρωτα. Τώρα διασχίζει την Calle Mayor με τα περίφημα μαγαζιά της, όλο καπλάνια ντυμένα και εξαίρετα υφάσματα. Για τίποτε δεν νοιάζεται η Ρακέλ, θυμίζει παλιά αρχοντικά με αντιθετικούς έρωτες και κιγκλιδώματα και μαρμάρινες, ερωτικές σαϊτες. Για τίποτε δεν νοιάζεται, τώρα που όλα στην πόλη φορούν τα δυο του μάτια. Τα πρόσωπα των βασιλέων την κοιτάζουν υποτιμητικά, η Ρακέλ τραβά αδέκαστη και αποφασιστική ίσια στον έρωτα και τον θάνατο. Οι πτύχες του φουστανιού της μια υποψία σεισμού, το άσπρο δέρμα της αιώνια φωλιά χελιδονιών. Το φουστάνι της δεν φλυαρεί, τίποτε δεν κρύβει, το παιχνίδι του θανάτου είναι κιόλας κερδισμένο για εκείνη. Γυρεύει στην τσάντα της, πιάνει την λεπίδα, σε τίποτε δεν ελπίζει η Ρακέλ. Τριγυρνά στην πλατεία του ήλιου, σωστό αγρίμι με άγρια, βελούδινα χέρια, η Ρακέλ που απόψε γίνηκε μια χρωμολιθογραφία από καιρό αλλοτινό. Τέτοια ομορφιά και τέτοια φλόγα δεν ξανάδε η Μαδρίτη. Οι γόβες της πετροβολούν τα πουλιά, οι βασιλιάδες μάγοι σκύβουν στο πέρασμά της, ένα κοπάδι σιωπές φτεροκοπούν από τα δυο της μάτια, ένα κοπάδι τρυφερές πεταλούδες, σωστά μυθιστορήματα.
Ρακέλ πού χάνεσαι, για ποιον φοράς τ΄ασημένιο σου μαχαίρι, τρέξε, χάσου Ρακέλ πριν γίνεις πικρό μαργαριτάρι του σκοτεινού δρόμου. Μα δεν αποκρίνεται, σε όλους χαρίζει τα υπάρχοντά της, ολόχρυσες στοές και σκουλαρίκια ετρουσκικά. Το φουστάνι της ανεμίζει, το φουστάνι της είναι μια σημαία ελευθερίας, σε κάθε εποχή από τώρα και για πάντα, θα αξίζει περισσότερο από κάθε ζωγραφιά. Εννιά τοξωτές είσοδοι την παίρνουν μακριά, εννιά φιλιά στα άλικα χείλη του καιρού. Μέσα της ορθώνεται ένας βράχος ψηλός με τριάντα έξι εκκλησιές, με σπηλιές και μια στέρνα. Εκεί θα πέσει να πεθάνει η Ρακέλ, όπως πέφτει η δροσιά στα χέρια παράφορων εραστών, όπως χύνονται οι καρδιές πολύ βαθιά κάτω από το μαχαίρι της. Ο άνεμος της κεντρίζει τα μάτια, κανείς δεν την βλέπει που κλαίει, που γίνεται άνθρωπος μες στο λυπητερό, το ολόδικό της μαδριγάλι. Είναι σονέτο η Ρακέλ, άλλη αυγή δεν θα γνωρίσει, άλλο ξημέρωμα και όλο ψιθυρίζει στην λεπίδα το θλιμμένο χρέος της. Αν ήταν άλλη, θα φορούσε στην μέση της την κατακόκκινη ταινία ενός αρχαίου γάμου. Αν ήταν άλλη, θα φορούσε μια τραχηλιά από κάτωχρο μετάξι και μια λαζουρένια ποδιά. Αν ήταν άλλη θα ΄χει κάνει κομμάτια τις φοδραρισμένες μανσέτες της, την γιορτινή της φορεσιά θα ΄χε πουλήσει στα κυριακάτικα παζάρια που εμπορεύονται ανθρώπους και αγαθά στον ίσκιο του μαγαζιού.
Ρακέλ, τι γυρεύεις σε αυτές τις σκοτεινές γειτονιές, τι γυρεύεις εσύ ανάμεσα σε ζητιάνους και πυγμάχους και ανθρώπους του δρόμου; Εσύ ήσουν το ολοκληρωτικό θέατρο της πόλης, το διαλυμένο παλκοσένικο και μια αυθεντική σκηνογραφία. Γύρνα πίσω Ρακέλ, η φίνα σου τραγωδία κάποτε θα τελειώσει, στοχαστικά θα γίνεις το κορίτσι που ονειρεύτηκαν οι χρωστήρες. Όμως εκείνη με την σπασμένη της φωνή, ανοίγει το βήμα της, βάφει δειλινά και τοίχους με μια ιδέα πορφύρας και εξωτικής ομορφιάς. Τώρα βαδίζει στα κακόφημα στενά, ρωτώντας επίμονα για εκείνον, μονάχα για εκείνον. Οι γυναίκες φωνάζουν φύγε Φαίδρα, οι γυναίκες που γνωρίζουν την όψη των πραγμάτων όταν σπάζουνε σφίγγουν τα χέρια της, της ζητούν να μετανιώσει με αρχαία δάκρυα. Όμως εκείνη, παραμένει ανένδοτη, μια παράφορη μετόπη, μες στην ηγεμονία της ομορφιάς της. Ένα ολομόναχο γλυπτό εκεί έξω, εμπρός στον νεαρό που φορεί το πρόσωπο του αύριο και με την πίκρα του φθινοπώρου την κοιτάζει, εκεί έξω. Η Ρακέλ αγγίζει την παγωμένη λεπίδα, η καρδιά της διστάζει, η νύχτα ομορφαίνει και η νύχτα όλα τα ακρωτηριάζει. Η αποψινή της τέχνη δεν λύνεται, οι βιτρίνες των δρόμων που έχουν ζήσει χρονικά ολόκληρα από ειδύλλια και μοναξιές και δάκρυα το ξέρουν καλά.
Ρακέλ, τι ζητάς εκεί, ποια τρίλια σε έφερε ως εκεί; Φύγε, τρέξε, χάσου Ρακέλ. Όμως εκείνη πνιγμένη στα δάκρυα, φωνάζει τα καλύτερα βιολιά και χορεύει, χορεύει, χορεύει. Όλα τα άστρα καίνε ψηλά στον ουρανό και με την λεπίδα της στο χέρι, η Ρακέλ γέρνει στην αγκαλιά του. Ήρθα ως εδώ για να σε σκοτώσω, ψιθυρίζει η Ρακέλ στον ταυρίσιο κόρφο του, ήρθα για να σε σκοτώσω που δεν με αγαπάς. Ο δρόμος σέρνει την μυρωδιά του, η νύχτα είναι το κλειδί που κάποτε θα αφήσει ελεύθερα τα ποιήματα. Τίποτε άλλο δεν σαλεύει μες στην άγρια ζέστη.
Η Ρακέλ έχει δυο μάτια ηφαίστεια. Κάποιος στο πλήθος για πάντα την σώζει. Να΄ξερες Ρακέλ, πως απόψε, εδώ στα παλιά σφαγεία σφραγίστηκε για πάντα η αθανασία σου. Αυτός ο κάποιος, θα γράψει για εκείνη δυο στίχους, θα αφήσει δυο δάκρυα προτού χαθεί. Θα μαζέψει την άνεργη λεπίδα, της νύχτας το παραβάν. Θα πει το όνομά της μες στο πλήθος που χτυπά σαν μια κολοσσιαία καρδιά, στο φόντο του απελπισμένου της φιλιού. Και ίσως μετά από χρόνια, στο όνομά της, να γράψει σε ένα φιλμ την ομορφιά ενός κολλαρισμένου μανεκέν καθώς τραβά τον μοιραίο και κρίσιμο δρόμο του, ίσια στην καρδιά του Γκρέκο.
※
©Απόστολος Θηβαίος
φωτο: Pepi, Luci, Bom y otras chicas del montón / Pedro Almodóvar, 1980
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.