❋
Το λιμανάκι , μια σταλιά κόλπος στο έλεος της Νοτιάς, μεταμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια σε θέρετρο σχετικής άνεσης, αν όχι πολυτελείας. Όλοι οι γιατροί οι μηχανικοί και λογιστές που κατάγονται από το κοντινό ορεινό αρχοντοχώρι (και, εννοείται, δουλεύουν και ζουν στην Πόλη του νησιού, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη) χτίζουν ωραιότατα σπίτια, στριμωγμένα βεβαίως στα μίζερα οικόπεδα και πολύ συχνά με τη θέα στη θάλασσα ακυρωμένη από την πλάτη του μπροστινού αντίστοιχου. Ωραία, όμως. Μαζί και οι εύποροι αγρότες και τσομπάνηδες της περιοχής, που εξάλλου τους ανήκει ο τέως βοσκότοπος, σπίτια καλοστημένα και καμιά φορά φανταχτερά, αυτά, ωστόσο, χωρίς εμφανές το σχέδιο του ακριβού αρχιτέκτονα. Είναι όμορφο το περιβάλλον, πλανεύτρα η θάλασσα ένθεν κι ένθεν του χωριού, διαφανής και με ωραίες ακρογιαλιές, ε, και μέσα στην κρίση τόσα χρόνια τώρα το λιμανάκι ανθεί. Τέσσερα καφε-μπάρ και πέντε ταβέρνες κρατούν τους παραθεριστές, αλλά και τους κατοίκους του διπλανού χωριού, σε διάθεση διακοπών, άπλα και άνεση και χαρά της ζωής, όσο εξαρτάται από αυτές.
Πάμε κι εμείς συχνά. Για το μπάνιο, αλλά και για το γεύμα. Η μια ταβέρνα, η παλιά, η πρώτη-πρώτη, έχει πιάτα που τα θυμάσαι τον χειμώνα και σου τρέχουν τα σάλια.
Πήγαμε πάλι τις προάλλες, στα ξετελέματα του καλοκαιριού. Άδειες οι παραλίες από κολυμβητές, φύσαγε και τρελονοτιά, αλλά οι ταβέρνες γεμάτες, τα μπαρ φίσκα και η μυρωδιά του ούζου και του χταποδιού διάχυτη.
Καθίσαμε και ήρθε ο ταβερνιάρης-αμφιτρύων με το μπλοκάκι και το χαμόγελο.
«Καλώς τους! Έχετε ξανάρθει;»
Μας ρωτάει κάθε φορά. Είναι αυτές οι φορές πάνω από δεκαπέντε, αλλά πού να θυμάται κι αυτός μέσα στην παρέλαση όπου ζει;
«Με συγχωρείτε που κάθομαι, αλλά έχω πρόβλημα». Τον συγχωρούμε και παραγγέλνουμε ακολουθώντας τις υποδείξεις του. Ποτέ δεν πέσαμε έξω.
Έρχονται πρώτα τα ρεβίθια και η λακέρδα, έρχεται κι αυτός. Κάθεται στο τραπέζι (έχει πρόβλημα…) και μιλάμε, για λίγο, για το φετινό καλοκαίρι . Ξάφνου μια κατσαρομάλλα τρίχρονη τσαχπίνα ορμάει απάνω του «παππού, παππού, κοίτα!» επιδεικνύοντας ένα από αυτά τα γουρλωτά κουκλάκια που πουλάνε τα περίπτερα και τα μινι-μάρκετ. Παραπίσω της μια κοπέλα με μωρό στο καρότσι την αποπαίρνει τρυφερά «έλα, άσε τον παππού, έχει δουλειά». Το κοριτσάκι ξεκολλάει και καθώς απομακρύνονται του στέλνει φιλάκια με το χέρι. Σαν διαφήμιση, άντε με λίγο πιο «ρεαλιστικά» τα πρόσωπα.
Μας κοιτάει χαρούμενος. «Εγγονάκια σου, ε;» ρωτάμε το αυτονόητο. Η απάντηση δεν είναι αυτονόητη, είναι έκρηξη: «Ζω την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής μου! Έχω αυτά, έχω κι από τον γιο μου ένα αγοράκι ενού μήνα».
«Μπράβο, να σου ζήσουν, μεγάλη χαρά». Αραδιάζουμε αμήχανα μερικές κοινοτοπίες για τις απολαύσεις της παππότητας, αυτός σωπαίνει για λίγο. Και μετά:
«Η ζωή μου ως τώρα ήταν πολύ απαίσια, η τύχη με χτύπησε άγρια».
«Α, ορφάνεια;»
«Τη χειρότερη. Έχασα τον γιο μου, 23 χρονών λεβέντης… Σε τροχαίο…». Και μένει αμίλητος. Κι ύστερα γεμίζει δάκρυα και συγκρατεί λυγμούς.
Δάκρυσα κι εγώ. Που δεν ήξερα το παιδί, αλλά ξέρω άλλα 23χρονα.
Σκούπισε τα μάτια του με μια χαρτοπετσέτα κι έφυγε ζητώντας συγγνώμη. Τον ακούσαμε , λίγο μετά, στη νεόφερτη διπλανή παρέα «Με συγχωρείτε που κάθομαι, έχω πρόβλημα».
Μου πέρασε για μια στιγμή από το νου το μελό του πράγματος. Βρε, λες να εκμεταλλεύεται τη θλιβερή ιστορία για να καπαρώνει πελάτες; Ντράπηκα αμέσως. ‘Αντε! Αν με την ευχαρίστηση των εγγονιών τού ήρθε στον νου, δεμένη κεφάλι με κεφάλι μαζί της, που είπε κι ο Σωκράτης, η οδύνη της απώλειας; Και έτυχε να έχει εμάς να δούμε το κλάμα του;
Πάντως το λιμανάκι ανθεί και προκόβει και εγγόνια γεννιούνται και η ζωή συνεχίζεται.
*
©Ζωή Κατσιαμπούρα
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.