✽
Ο καλλιτέχνης έχει ιδιαίτερη σχέση με το χρόνο. Η τέχνη του τον διατηρεί ακμαίο και εφόσον εξακολουθεί να την εξασκεί κάθε τι που κάνει έχει άμεση σχέση με την μακριά και γόνιμη πορεία του όσο και με το ζωντανό παρόν του. Tο έργο του είναι απόσταγμα της σοφίας που αποθησαύρισε. Ο Χοκουσάι- ο «ο γέρο-τρελός για ζωγραφική»-υπέργηρος ομολογούσε πως κάθε μέρα που περνούσε τον έφερνε πιο κοντά στη γνώση. Ο δε Πικάσο που μέχρι τέλους δούλευε ασταμάτητα δημιουργώντας καινούργιους κόσμους, εξηγούσε τη μακροζωία του και την ακμαιότητά του στο γεγονός πως όταν έμπαινε στο ατελιέ του άφηνε το σώμα του στην πόρτα δουλεύοντας αποκλειστικά με το πνεύμα του. Έτσι κι ο Κώστας : η ακατάσχετη ανάγκη του για δημιουργία συμβαδίζει με την ακμαιότητα και την πολυπραγμοσύνη του.
Τον συνάντησα φέτος στο καλοκαίρι στην Τήνο. Ενενηκοντούτης δούλευε πυρετικά για την έκθεση που θα πραγματοποιούσε το Φθινόπωρο στο Ίδρυμα Θεοχαράκη. Όταν τα πρωινά πήγαινα να τον βρω στο γραφείο του, ξύπνιος από νωρίς ήταν βυθισμένος στα χαρτιά του: έγραφε, σχεδίαζε προγραμμάτιζε. Σπάνια σήκωνε κεφάλι πριν από το μεσημέρι. Όπως και στο παρελθόν ήταν αφοσιωμένος στην εργασία του με την ίδια πειθαρχία κι επιμονή με το ίδιο γνωστό του σύστημα ετοιμάζοντας προβλέποντας, τελειοποιώντας την κάθε του ιδέα. Τίποτε δεν έπρεπε να εγκαταλείψει στην τύχη.
Την ήξερα πολύ καλά αυτή του τη μέθοδο. Μπορώ μάλιστα να πω πως δεν συνάντησα κανένα άλλο καλλιτέχνη- κι έχω γνωρίσει πολλούς- ο οποίος να κατέχει σε τόσο ύψιστο βαθμό και με τόση συνέπεια το οργανωτικό πνεύμα, δεν γνώρισα σχεδόν κανένα που να αντιμετωπίζει την δουλειά του με τέτοια σοβαρότητα, με τόσο σεβασμό στον εαυτό του και στο κοινό του. Και κατά παράδοξο τρόπο, ευλογημένος, κατέχει και την ανάλογη αντοχή. Θα έλεγε κανείς πως η ηλικία του δεν τον βαραίνει εφόσον «ψυχή τε και σώματι» είναι συνεπαρμένος απ’ αυτό που θεωρεί όραμα και καθήκον του.
Και παρόλο που δεν παύει να παράγει νέα έργα –στο Μουσείο του μερικά μέτρα πιο πέρα μια ολόκληρη καινούργια έκθεση ξεδιπλώνει τους θησαυρούς της, δεν αδιαφορεί για το παρελθόν του. Η παρουσίασή του στο Ίδρυμα Θεοχαράκη οφείλει να έχει, όπως κάθε φορά, τα γνωρίσματα ενός εξαιρετικού καλλιτεχνικού γεγονότος.
«Επικαλούμαι την επιείκεια του κοινού μου, να περιμένει λίγο ακόμη» ψιθυρίζει καθώς ετοιμάζει αυτό που για άλλη μια φορά την έκπληξη.
Πρόκειται για μια αναδρομική από εκείνες που ο ζωγράφος συνηθίζει με τον ένα η τον άλλο τρόπο να παρουσιάζει ανά δεκαετία. Μια έκθεση που αναφέρεται σε έργα απ’ όλες τις περιόδους του σα να θέλει να «δει» ο ίδιος και να εκτιμήσει με καινούριο μάτι το σύνολο του έργου. Γιατί πάντα υπάρχει ένα «καινούργιο μάτι» που κρίνει το παρελθόν μας που το ζυγίζει, που παρατηρεί τι γράφτηκε μέσα στο χρόνο, πόσο νεωτεριστικό υπήρξε τότε, τι «σημαίνει» σήμερα. Στο βλέμμα μας, που πάντα λειτουργεί σαν «καινούργιο» υπάρχει το σκουλήκι της αμφιβολίας. Όσο για το έργο μας, χωρίς να το καταλάβουμε έγινε παλίμψηστο καθώς γεγονότα, εντυπώσεις και αισθήματα επικολλήθηκαν το ένα πάνω στο άλλο μεταμορφώνοντάς το.
Ο Κώστας δεν είναι ο μόνος που αρέσκεται σε τέτοιες αναδρομικές. Πολλοί καλλιτέχνες στην ωριμότητά τους θέλησαν να δείξουν τι έκαναν στο παρελθόν, ενίοτε να ξανακάνουν τα ίδια έργα με άλλο τρόπο. Ίδιον του Κώστα είναι η επανάληψη αναδρομικών, η ανάγκη του να δει και να ξαναδεί συγχρόνως τις διάφορες «στιγμές» της δημιουργίας του αλλά και να μας θυμίσει πόσο σημαντικός υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής και της τέχνης του. Μερικά έργα του γνώρισαν μεγαλύτερη εύνοια εκ μέρους του, άλλα εξαντλήθηκαν σε σύντομες εκδοχές, ωστόσο όλα, το καθένα τους ξεχωριστά ανήκει σ’ ένα πολύ προσωπικό είδος, είναι το καταστάλαγμα μιας ιδέας ειπωμένης με τον πιο πρωτότυπο εικαστικό τρόπο. Εννοιολογικός όσο και εργάτης του υλικού του κάθε είδους υλικού-από το ξύλο μέχρι το νερό και τη φωτιά, ταινία- παραστατικός αλλά και αφαιρετικός, ο Τσόκλης παρέμεινε ζωγράφος με το ίδιο πείσμα και την ακόρεστη ανάγκη να πει κάτι μοναδικό που να αντέξει στο χρόνο.
Δεν ξεχνώ την πρώτη του αναδρομική: ήταν εκείνη που ακολούθησε το άνοιγμα της κόκκινης βαλίτσας που κρατούσε ο Οδοιπόρος του.
Από τότε ο Κώστας δεν έπαψε ν’ ανοίγει τη βαλίτσα την όλο πιο γεμάτη από καινούργιους αμύθητους θησαυρούς, επιμένοντας έτσι στην ανάγνωση του παρελθόντος του, θεωρώντας την πράξη του αυτή όλο πιο σημαντική και πιο αναγκαία. Σα να ήθελε εκ των προτέρων να δει
«Τι θα θυμάται άραγε στην περίπτωσή του το κοινό μετά το θάνατό του; Τι θα το έχει μαρκάρει;»
(Αχ πάντα η αγωνία του καλλιτέχνη να αγαπηθεί, να υπάρξει, να κατακτήσει το μέλλον, να μη ξεχαστεί…)
Του ζήτησα να μου πει λίγες σκέψεις του.
«Η εικόνα του Σίσυφου είναι από τις πιο αντιπροσωπευτικές», μου εμπιστεύεται, «Στο έργο αυτό προσπάθησα να καλύψω ένα κενό που με βασανίζει».
«Δεν επιδίωξα την ευτυχία. Οι δυστυχισμένες στιγμές έχουν ελπίδα λύτρωσης. Το να απαλλαγώ από κάτι που με βασανίζει είναι ένα είδος ευτυχίας.
Έζησα μια καλή στιγμή. Η γενιά του 60 άφησε καλές αναμνήσεις.
Ίσως δεν θα είχα τα τελευταία μου έργα αν ζούσα σε άλλη χώρα.
Έκανα τέχνη για να υπάρξω γιατί ήταν το μόνο πράγμα για το οποίο ήμουν καλός. Δεν ήμουν ταλαντούχος αλλά πεισματάρης.
Βρισκόμουν πάντα σε συνεχή αναζήτηση. Να είσαι σκληρός με τον εαυτό σου είναι καλό, σε προχωρεί. Ξέρω τον κόσμο της τέχνης και χρησιμοποιώ αυτά που ξέρω, όσο για εκείνα που δεν έχω ξεπεράσει προσπαθώ να τα μεταμορφώσω από αδυναμία σε δύναμη.
Το ψάρι που εγκαινίασε την ζωντανή ζωγραφική το 86 ήταν ένα έργο που άνοιξε δρόμους. Αυτό είναι καλύτερο από το να κάνεις ένα αριστούργημα.
Δύο πράγματα είναι σημαντικά . Πρώτον η ποσότητα της συγκίνησης που παράγει ένα έργο σου. Δεύτερον τι προσθέτεις στην ιστορία της τέχνης μ’ αυτό που κάνεις.
Νέος είχα φοβίες, ξεπέρασα δύσκολες καταστάσεις, ήμουν ένας αλήτης που μεγάλωσε στο δρόμο, έκλεψα έγινα σκληρός αλλά τίμιος. Όμως ποτέ δεν έβλαψα συνειδητά. Υποστηρίζω την συνείδησή μου κι αυτό δημιουργεί έχθρες αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς,
Σήμερα η Τέχνη έχασε τα όριά της και τον προορισμό της. Είναι άρρωστη δεν ξέρει γιατί υπάρχει. Στην αρχή ήταν μαρτυρία, ύστερα παρήγαγε ομορφιά. Τώρα προσπαθεί να παράγει ότι δεν υπάρχει στην φύση. Επιδιώκει τον θαυμασμό κι όχι την συγκίνηση. Προσπαθούμε να κάνουμε τις καλύβες μας ουρανοξύστες…
Σήμερα πρέπει να υποστηρίξω το έργο μου εγώ ο ίδιος. Δεν έχω άλλον υποστηριχτή. Στα νιάτα μου με υποστήριξε ο Ιόλας αλλά μόνο οικονομικά. Εκείνος ήταν η βεντέτα. Αργότερα μερικοί κριτικοί, διευθυντές μουσείων, συλλέκτες. Οι φίλοι που με αγάπησαν πολύ δεν είχαν τη δύναμη να με επιβάλλουν» προσθέτει εκφράζοντας έτσι το συνηθισμένο του παράπονο που μεταξύ άλλων το απευθύνει και σε μένα. Κι όμως σφάλλει, πολλοί, πάρα πολλοί ήταν εκείνοι που τον υποστήριξαν γοητευμένοι από την τέχνη του.
Ακόμη θυμάμαι την θυελλώδη συζήτηση που είχα με τον διευθυντή του Μπωμπούρ Jean-Jacques Aillagon, θαυμαστή του, που αδυνατούσε να βρει κατάλληλο χώρο για μια έκθεση Κώστα Τσόκλη στο Παρίσι. Είναι που και η Γαλλία υπήρξε, ίσως, για τον Κώστα ένας λάθος προορισμός. Ως παιδεία ήταν εξαιρετική αλλά πέραν τούτου αγνώμων και αδιάφορη στις μικρές περιθωριακές χώρες σαν την Ελλάδα.
Ήταν λοιπόν μοιραίο ο Κώστας Τσόκλης να γυρίσει στην Ελλάδα, όμως την κατάλληλη στιγμή και να μεγαλουργήσει χάρη στην ανεξάντλητη έμπνευση που του έδωσε τούτος ο τόπος. Και κατά κάποιον τρόπο όντας μοντέρνος να παραμείνει «ελληνικός».
Στις αίθουσες του Ιδρύματος Θεοχαράκη μπορούμε να δούμε- κάπως στριμωγμένα- μερικά από τα ωραιότερα έργα του Κώστα Τσόκλη. Για κάποιον που δεν γνωρίζει το έργο του είναι ευκαιρία να παρακολουθήσει εν συντομία την πορεία του ζωγράφου και να ανακαλύψει κάτι από όλες του τις εποχές. Ωστόσο βλέποντας αυτό το στρίμωγμα νοσταλγώ το Μουσείο Μιχό στην Ιαπωνία. Ένα μουσείο ιδιαίτερο γιατί κάθε έργο έχει στη διάθεσή του μια ολόκληρη αίθουσα. Ένα τέτοιο κρέμασμα δικαιούται κι αυτή η αναδρομική της οποίας σχεδόν κάθε έργο κρύβει πίσω του μια ολόκληρη συναρπαστική περιπέτεια.
©Ευρυδίκη Τρισόν – Μιλσανή
(Η έκθεση Κώστας Τσόκλης διαμείβεται αυτή τη στιγμή στο Ίδρυμα Θεοχαράκη στην Αθήνα)
✽
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.