❋
Ή
Ο οξύμωρος στην ερημιά
Να μην ξαναβρεθώ ψηλά στα Τρία Πηγάδια – είπε
Λίγες μέρες πριν πεθάνει ξαφνικά
Ο γέρος που πάντα στάλιζε τα πράματα
Κάτω από ένα πλατάνι μοναχό τα μεσημέρια
Στην καταχνιά τής ράχης και είχε
Σωρό μες στο μυαλό τα συναξάρια του
Από εκείνα που δε θά ‘βρισκες στα διαβαστάρια
Ούτε μια λέξη αντάξιά τους· για νεράιδες
Μιλούσε και χαμοδράκια
Για το κακό φοβιό τού δάσους
Και τα ξωνέρια κάτω στη ρεματιά
Που μαύρα μεσάνυχτα
Παίζουν με τη χούρχουλη τού μύλου
Λαλώντας τα παιγνίδια τους· τόσα και άλλα
Τόσα ανείδωτα στους τυφλούς των πόλεων
Ποτάμι σωστό
Που τα μάτια όλου τού κόσμου
Δε θα βοηθούσαν για να δουν
Την αλήθεια οι άπιστοι· να
Μην ξανασιμώσω – μού μήνυσε ένα βράδυ
Εκεί πέρα κι αντίπερα στο μαϊσσότοπο
Όπου όταν ο ήλιος ανεβαίνει δυο καλάμια
Βγαίνει στο φιλιατρό η πηγαδίστρα
Και παίρνει τα λογικά των ανθρώπων
Και πριν καν πιουν από το φαντασμένο νερό
Γυρεύουν μαγίστρες να τους ξορκίσουν·
Ήξερε πολλά που δεν ήταν
Ποτέ ακουσμένα και όταν τραγουδούσε
Για λυγερές και παλικάρια – τραγούδια τού βουνού
Για νάματα μυστικά και δέντρα βαθύσκια
Νόμιζα μέσα μου
Πως γκρεμίζονταν τα τέρατα στα τάρταρα·
Αυτά που τώρα θεριεύουν και πάλι
Ενώ δυο στίχοι φτωχοί στην άκρη τής γλώσσας
Τρέχουν αλλά δε φτάνουν
Να ξεδοντιάσουν τόσους καημούς
Κατηφορίζοντας σε μιαν ακόμη κατάντια·
*
©Ρογήρος Δέξτερ
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.