✥
Είχε γεμίσει κερατάδικα η γειτονιά•
Έβλεπα από μια γρίλια
Τους πυρσούς αναμμένους στο σκοτάδι
Καπνίζοντας•μετά
Τον έβγαλαν έξω απ’ τό υπόγειο
Και τον έσυραν δεμένο πισθάγκωνα• και
Ο σκύλος του
Αλυχτούσε θλιμμένα στην αυλή
Κάνοντας σα συρμός
Που διαπερνά με ατμούς τα μακρινά βουνά.
Πάνε δυο χρόνια που πέθανε
Που είπαν πως κρεμάστηκε
(Ίσως τον κρέμασε η απόγνωση
Από τα σίδερα στο κελί του)• αλλά νόμισα
Ότι τον είδα τις προάλλες
Ολοζώντανο μπροστά μου ξημερώματα
Ψηλή σκιά που πήγαινε
Από δέντρο σε δέντρο
Ότι κάτι χαμένο ψάχνει μες στα φύλλα• εκείνον
Που ούρλιαζε τις νύχτες και απειλούσε
Πως αν δεν ξεκουμπιστεί αμέσως το αόρατο
Θα το σφάξει στο γόνατο
Ή έψελνε χοροπηδώντας ξόρκια αλλόκοτα.
Δεν έχω άλλο λόγο να τον μνημονεύω εδώ
Μιας και δεν τον ήξερα σωστά :
Έμοιαζε πιο αληθινός
Από τόσους και τόσους
Ζωντανούς που με τριγύριζαν τις νύχτες
Παριστάνοντας τους αθάνατους
Επειδή έσφιγγαν δυνατά το χέρι• και όμως
Όλοι αυτοί θα πλανηθούν περισσότερο
Γυρεύοντας μάταια το δρόμο για τον πάνω κόσμο•
◇
Η κυρά-Γραφτώ
Αν μπορούσα στ’ αλήθεια να δω
Σαράντα χρόνια μπροστά μου
Θα γύριζα πίσω και θα τ’ άλλαζα όλα
Να ξαναδώ τα κατακάθια στον πικρό καφέ
Τις τεθλασμένες γραμμές στο χέρι μου
Και τη μισότυφλη γριά να ψιθυρίζει
Με χαμηλή φωνή τις προφητείες της
(Όλες οι πόρτες θα κλείσουν και νά, εδώ κοίτα,
Μια σπουδαία θα διαβείς και φωτισμένη•
Τώρα πια φαντάζομαι πως θα εννοούσε
Την πύλη που περνούν οι ζωντανοί
Μόλις πεθάνουν)• απ’ όταν τη βρήκε το γραφτό
Πρέπει να πέρασε καιρός
Αλλά και τότε ζούσε
Σα να στοίχειωνε το ρημαδιό της•
Έμενε Λήμνου και -δε θυμάμαι ποια γωνία-
Όπου σπάνια την έβλεπες τη μέρα
Να ξεφυτρώνει ή να μιλάει με τις γειτόνισσες
Που σκιάζονταν τη φήμη
Ότι μαζεύει αερικά τις νύχτες και διαβόλια•
Εκείνος όμως ο γέρος με την τριμμένη του τραγιάσκα
Πάντα στο ίδιο παγκάκι καθισμένος
Έλεγε άλλη ιστορία
Ίσως αληθινή ίσως φτιαγμένη
Ότι η κυρά-Γραφτώ ήρθε απ’ τή Σμύρνη κλαίγοντας
Μετά τη μεγάλη σφαγή
Όπου έχασε όλες τις ψυχές της
Και μόνο τη δική της γλύτωσε από το λεπίδι•
Τη θυμήθηκα πάλι
Σ’ αυτό το μπερδεμένο μεσοστράτι
Καθώς νομίζω (θέλω να βρω κι άλλη πίστη)
Ότι ξεγέλασα για κάμποσο καιρό το θάνατο•
*
©Ρογήρος Δέξτερ
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.