Editorial: Σκέπτεται πολλά κι ασυνάρτητα κανείς περπατώντας εν μέσω Πανδημίας

του Στράτου Φουντούλη

Προχωρώ ανατολικά με χαμηλό βαρομετρικό το οποίο δεν έχει καμία διάθεση να αλλάξει. Οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας φαίνονται ανεκτικοί με τη γνωστή ελαστικότητά τους και με την ανεπαίσθητη υγρασία τους. Φθινόπωρο. Αποχρώσεις ώχρας τα φύλλα στο έδαφος. Σε εκατό μέτρα θα βρίσκομαι στην άσφαλτο. Αυτοκίνητα θα ξεπετάγονται και θα σβήνουν στο βάθος του ενός ματιού προς τη μακρινή πλατειούλα. Θα εμφανιστούν αραιές φιγούρες πεζών που θα πυκνώνουν με ταλαντεύσεις όσο θα προχωρώ προς το σφυγμό της πόλης που δεν σκοπεύω να πλησιάσω. Θα εμφανιστούν οι λείες αλλά κι οι αιχμηρές προεξοχές του αστικού τοπίου. Οι διαυγείς και οι θαμποί τόνοι που θα χάνονται στον αέρα. Θα ακούω ποικίλους θορύβους. Θα είναι οι πολλαπλές καρδιές της πόλης που θα πάλλονται και δεν θα περιγράφονται. Ο χρόνος. Ένας επιπλέον χρόνος που από ενεστώς έγινε παρακείμενος, με όσα του ξημέρωσαν και με όσα τις νύχτες του κινδύνεψαν. Περπατώ. Τα σύννεφα αλλάζουν ταχύτατα σχήμα και όγκο· δημιουργούν συμπλέγματα υπέροχα και άσεμνα· υπέροχα όπως όλα τα άσεμνα· τα βλέπω να καβαλάνε το ένα το άλλο· να εισχωρεί το φωτεινό μέσα στο σταχτί· κατόπιν να ροδίζουν από χαρά και τα δυο και να απλώνονται γεμίζοντας με χάδια κι ερωτικά παιχνίδια τα ουράνια. Τινάζω δεξιά κι αριστερά το κεφάλι με ευφορία συνεχίζοντας μες στο φθινοπωρινό τοπίο. Σκέπτομαι. Σκέπτεται κανείς πολλά κι ασυνάρτητα περπατώντας μόνος μες στη σιωπή. Βλέπει με τα σοβαρά μάτια ενός παιδιού να ξεδιπλώνουν νέα θαύματα. Να του αποκαλύπτονται τα δάση όλου του κόσμου. Έρχονται αμήχανα στο νου πρώτες αγάπες. Οι πρώτες απογοητεύσεις· επιχειρώντας να πατήσουν το αξεδιάλυτο. Υπάρξεις ξεχασμένες ζωντανεύουν σαν λαμπτήρες. Περπατώ πάνω σε χάρτινα τραπέζια. Στην απόλυτη σιωπή. Λες κι αποτελώ μια παράταιρη πινελιά σ’ έναν ατέλειωτο πίνακα. Λες και δεν πλανεύτηκα ποτέ από χαροποιές αναγγελίες. Λες και δεν ήμουν ποτέ πλήθος. Σκέπτεται κανείς πολλά κι ασυνάρτητα περπατώντας. Παίρνει κανείς τη μορφή φιλόσοφου και τσαρλατάνου, γίνεται μάγος, γίνεται μύστης, γίνεται ό,τι θέλει να γίνει· ενώ τα σύννεφα αλλάζουν ταχύτατα σχήμα και όγκο· δημιουργούν συμπλέγματα υπέροχα και άσεμνα· υπέροχα όπως όλα τα άσεμνα. Σκέπτεται πολλά κι ασυνάρτητα κανείς περπατώντας.

*

φωτο: Στράτος Φουντούλης