Ζωή Κατσιαμπούρα, Οδηγός κατά δήλωσιν

Η φίλη των φοιτητικών χρόνων πάντρευε τον μοναχογιό της και η ζωή μου ήταν γενικά σε μια πολύ στενάχωρη φάση της. Οπότε, είδα την πρόσκληση και σαν ευκαιρία για ένα διάλειμμα από το ζόρι και τη μαυρίλα, ένα αντάμωμα με την αγαπημένη παρέα των είκοσι χρόνων. Σίγουρα όλες θα ήταν εκεί, οι ζωντανές…

Ωραία η Θεσσαλονίκη! Με ένα ταξί από τον Σταθμό πήγα στο ξενοδοχείο, μέσα στο δάσος, πάνω στο βουνό, και έκλαψα πολύ από τη χαρά μου να βλέπω να στολίζεται ως πεθερά η φίλη μου και να ντύνονται εντυπωσιακά όπως πάντα  οι άλλες της τότε ομάδας και να καμαρωνόμαστε.

Τα νέα παιδιά, το ζευγάρι, ήταν χάρμα, για μας ιδίως ο γαμπρός, η τελετή όπως όλοι οι γάμοι, συγκινητική στα σημεία που κόπαζαν  τα φλας και οι φωνές των βιντεάδων, πολύ λίγο δηλαδή, όλα καλά!

Το τραπέζι στο ξενοδοχείο ακόμα καλύτερο και το γλέντι εξαιρετικό. Συγκίνηση με την άφιξη του τρυφερού ζευγαριού  και φωτογραφίες στον  χορό του γαμπρού με τη μάνα του, του πεθερού με τη νύφη. Χορευταρού η νύφη, φαινόταν να κοινοποιεί την ευτυχία της  διονυσιαζόμενη με την παρέα της.  Αλλά και η δικιά μας ομάδα βρέθηκε να χορεύει επί ώρες, ακόμα και την Ευλαμπία.  Όλα καλά!

Όσο καλά και να ήταν όμως, δεν μπορούσα και να μείνω και ως το πρωί. Δεν έπρεπε κιόλας, καθώς η συντροφιά των νεαρών καλεσμένων το είχε ρίξει στα ποτά και μάλλον δεν τους ήμασταν απαραίτητο στοιχείο στη  διασκέδαση. Κοιμήθηκα αργά και ξύπνησα αργά για να συμμετάσχω σε ένα μακρύ πρωινό γεύμα μετά σχολιασμού των χθεσινοβραδινών.

Οι γονείς του γαμπρού  ανάμεσα στη χαύνωση του «εντάξει, τέλειωσε, ας ηρεμήσουμε» και την έγνοια να ξεπροβοδήσουν όσους έφευγαν. Οι άλλοι βρήκαμε καιρό να ανοίξουμε τον κύκλο γνωριμιών μας. Εξάλλου χτες είπαμε όσα είχαμε να πούμε στην παλιά μεταξύ μας, δεν λέγονται και όλα μαζί συνεχώς. Στον καινούργιους γνωστούς ξεχώρισε για τον καλό της λόγο (σε ποιον δεν αρέσει;) μια κυρία από το σόι του πατέρα του γαμπρού, άνετη, ευχάριστη, πολυλογού, και η κόρη της.

Αλλά πέρασε η ώρα, κάναμε και το τσέκιν να φύγουμε και, για να μη φορτωθούμε στη φίλη και τον άντρα της, είπαμε, δυο από μας που ήρθαμε χωρίς μέσον, να καλέσουμε ταξί και να βρεθούμε με τις άλλες στην πόλη για φαΐ. Τότε πετάχτηκε η καινούργια γνωριμία «σιγά, καλέ, τι ταξί, μαζί θα πάμε, η κόρη μου έφυγε με παρέα για κάτω και έχω το αυτοκίνητο μόνη μου». Γιατί όχι; Ας συνεχίσουμε την ευχάριστη κουβέντα ως την πόλη!

Το αυτοκίνητο δεν ήθελε να ξεκινήσει. Ήταν και αυτόματο και η οδηγός δήλωσε πως πρώτη φορά οδηγούσε τέτοιο, από προχτές που το νοίκιασαν το κινούσε η κόρη της. Κοιταχτήκαμε με τη φίλη μου. Τι κάνουμε τώρα; Ας πάρουμε οι τρεις μας ένα ταξί και έρχεται να το πάρει το τζαναμπέτικο αμάξι το γραφείο ενοικίασης. Μπα, βρέθηκε άλλη  λύση: ήρθε ένας τύπος από τη ρεσεψιόν  και έλυσε το χειρόφρενο. Αμάν! Όμως είχαμε ξεκινήσει.

Στον κατήφορο η οδηγός πήγαινε πατώντας  το φρένο, ντουκ ντουκ ντουκ, και εξηγώντας μας πως φοβάται να τρέχει γρήγορα, πολύ περισσότερο εδώ, που δεν ξέρει και τον δρόμο. Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Άει στο καλό.  Πρέπει να μάθω να λέω και κάνα όχι. Πηγαίναμε ντουκ ντουκ, η οδηγός το βλέμμα δίπλα και πίσω για να ελέγχει αν ακούμε τις αφηγήσεις της (πριν από μια ώρα τις εύρισκα και ωραίες, τρομάρα μου…) φτάσαμε στην Απάνω Πόλη και στρίψαμε σε μονόδρομο αντίθετα! Βάλαμε τις φωνές, τα έχασε η οδηγός, φρενάρησε, αλλά πώς να στρίψει επί τόπου στο στενορύμι; Κατέβηκα να πείσω τον απέναντι οδηγό (και τον επόμενο) να κάνουν όπισθεν ως τη γωνία, να βγούμε στην κίνηση. Έγινε. Χαθήκαμε μέσα στα στενά, τότε δεν είχαμε καμιά μας και έξυπνο τηλέφωνο. Με τα πολλά, ρωτώντας και ντουκ ντουκ προχωρήσαμε αρκετά, έχοντας ενημερωθεί κιόλας από την λάλα, την αφόρητα λάλα,  οδηγό ότι όταν πάει να επισκεφτεί τα παιδιά της στην Αμερική οδηγεί έτσι, με φρένο και πολύ φόβο και τους έχει χαλάσει δυο δίσκους. Μάλιστα…

Όταν πήρε ανάποδα και έναν μονόδρομο ακόμα, η φίλη μου πήρε θάρρος: «Άσε τώρα, να οδηγήσω εγώ που ξέρω λίγο καλύτερα την πόλη». Η οδηγός έδειξε να ανακουφίζεται και εγώ αυτοφασκελώθηκα για μία εισέτι φορά που έχω να οδηγήσω από τότε που πήγαινα τα παιδιά στα γαλλικά, τον περασμένο αιώνα!

Το πήρε το τιμόνι η γνώστις της Θεσσαλονίκης (δεύτερη φορά ερχότανε κι αυτή…) και είπα να ανασάνω.

Στα εκατό μέτρα  κοντέψαμε να τρακάρουμε με κάποιον που έβγαινε από ένα στενό. Η τέως οδηγός ούρλιαξε στη νυν: «πρόσεχε, καλέ, θα μας σκοτώσεις». Και  φτάσαμε επιτέλους στον τόπο του ραντεβού με τους άλλους…

Έχει περάσει κάμποσος καιρός  από τότε που μπήκα στο αμάξι μιας οδηγού που δεν ήξερε να οδηγεί, επειδή την είχα βρει συμπαθητική (με κολάκευε κιόλας)! Η τρομάρα πέρασε, το πράγμα έχει γίνει απλώς η ανάμνηση μιας γελοίας  απόφασης. Και να ήταν η μόνη…

*

©Ζωή Κατσιαμπούρα

φωτο: Στράτος Φουντούλης