✼
Αν είχε φτάσει εκείνο το γράμμα, τώρα θα ζούσανε. Θα ήταν μαζί. Θα τα καταφέρνανε. Την έχθρα των δικών τους θα νικούσε ο έρωτας. Αν το γράμμα είχε φτάσει στα χέρια του, αν ήξερε πως εκείνη δεν είχε πεθάνει στ’ αλήθεια… Τι όνειρα λες να περνούσαν απ’ τα κλειστά της βλέφαρα; Κοιμισμένη, όχι νεκρή, δυο μέρες και δυο νύχτες, τι ελπίδες να ζέσταινε ο ύπνος στο προσκεφάλι της; Τι φως στα μάγουλά της να έριχναν οι προσδοκίες;
Την είδα μετά, μέσα σε λίμνη από αίμα. Όμορφη ακόμα, τυλιγμένη στα κόκκινα. Σκέφτηκα πως κολυμπούσε σε λίμνη από ρόδα και δεν έκλαψα. Την είδα στην παγωμένη αγκαλιά του και τότε δάκρυσα. Τίποτα δεν έγινε όπως το είχα υποσχεθεί στον πατέρα Λαυρέντιο, όταν μου έδωσε το γράμμα για τον αγαπημένο της. Δεν ήταν δικό μου το φταίξιμο. Δεν με αφήσανε! Προσπάθησα να βγω από την πόλη, μα με αναγκάσανε να γυρίσω πίσω. Ο Κύριος έστειλε την απειλή της πανούκλας , για να οδηγηθούν εκεί τα πράγματα. Ήταν θέλημά του. Μάταια πάσχιζα να ξεγλιστρήσω απ’ τους φρουρούς και να φτάσω με την επιστολή ως τη Μάντουα. Προσπάθησα, μα τον ύψιστο! Η αρρώστια τους ανάγκασε ν’ απαγορέψουν την έξοδο απ’ την πόλη. Η μαύρη κατάρα. Σφραγίζαμε σαν ποντίκια τις φωλιές μας , κρυβόμασταν απ’ τον θάνατο. Οι δεήσεις δεν έφταναν στον ουρανό και οι στρατιώτες δεν λύγιζαν με παρακάλια. Δεν είχα άλλη επιλογή, στο ξαναείπα, εσύ το ξέρεις.
Ίσως και να τα κατάφερνα, αν ξεγλιστρούσα στο υπόγειο μονοπάτι που οι φύλακες δεν γνωρίζουν. Θα τα κατάφερνα, μα δείλιασα. Όχι, σωστά μιλάς, δεν δείλιασα, δεν ήταν φόβος. Μια σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό μου από τη στιγμή που μου ανατέθηκε η αποστολή. Αν εκείνος δεν μάθαινε το σχέδιο που είχε καταστρώσει ο πατέρας Λαυρέντιος για να σώσει την σχέση τους από τη λύσσα των Μοντέκων και των Καπουλέτων; Αν δεν επέστρεφε για να την βρει; Το φάρμακο που της είχε δώσει ο άγιος πατέρας θα την έκανε να κοιμάται για ώρες. Αν μπορούσα να φυγαδεύσω το σώμα της μέσα απ’ το κρυφό πέρασμα που μόνο εγώ γνώριζα; Ο χρόνος ήταν με το μέρος μου. Εκείνη θα καταλάβαινε , θα μ’ αγαπούσε με τον καιρό. Θα κρυβόμασταν στο έρημο αρχοντικό στην άλλη πλευρά της πόλης. Εκεί δεν θα μας έβρισκε κανείς. Στην αρχή θα την φίμωνα. Θα έδενα τα χέρια της. Με τον καιρό… Άραγε θα με κοιτούσε ποτέ όπως εκείνον; Μισούσα το ερωτευμένο βλέμμα της. Μισούσα αυτόν, τον τυχερό. Μισούσα την αγάπη, που δεν πέρασε ποτέ απ’ το πλάι μου. Δεν ήθελα όμως να πεθάνει κανένας. Δεν ήθελα αυτή τη μοίρα για εκείνη. Μα η μοίρα ποτέ δεν υπήρξε δίκαιη. Σε κανέναν δεν φέρθηκε σωστά. Δεν ποθούσα τον θάνατο, εσύ δεν το γνωρίζεις; Κι όμως ήταν πανέμορφη μέσα στην ανοιχτή βεντάλια απ’ το αίμα.
Θα τα κατάφερνα να την κρύψω . Δεν θα την έβρισκε ούτε η μοίρα. Τα δάκρυα σιγά –σιγά θα γίνονταν σιωπή . Θα μπορούσα να την αγγίζω, να νιώθω την τρυφερή της ανάσα. Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Το γράμμα κάηκε μαζί με τις αμαρτίες μου. Επέστρεψα, τρύπωσα χωρίς να με δούνε στην κρύπτη που ήταν το σώμα της και την πήρα στα χέρια μου που έτρεμαν. Ένιωσα ανάξιος γέρος μπροστά στη δροσιά της. Καθώς κοιμόταν τη φίλησα στο στόμα. Ζαλισμένος χάζευα για ώρα την αγγελική μορφή. Τι όνειρα έβλεπε; Τι όνειρα θα έβλεπα σε λίγο, καθώς θα μοιραζόμασταν το ίδιο προσκέφαλο; Ο δρόμος ως το αρχοντικό με χώριζε απ’ την ευτυχία. Μετά θα έκαιγα το ράσο που με φυλάκισε, θα έκαιγα τις ενοχές και θα ξάπλωνα πλάι της.
Ο πατέρας Λαυρέντιος διέκοψε τις σκέψεις μου. Όταν με βρήκε να την κρατώ στα χέρια, του είπα πως απελπισμένος της ζητούσα συγχώρεση , που δεν κατάφερα να παραδώσω το σημείωμα. Του είπα πως λυπόμουν που η πανούκλα και οι φρουροί στάθηκαν δυνατοί αντίπαλοι. Έφυγε βιαστικά, μα στη θέση του ήρθε εκείνος που δεν περίμενα. Κρύφτηκα να μην με δει. Έβγαλε μια κραυγή όταν την είδε και ήπιε το φαρμάκι. Δεν τον εμπόδισα. Δεν του φώναξα σταμάτα, είναι ζωντανή. Τώρα ήταν η ώρα να την πάρω μακριά ,αλλά ξύπνησε κι εγώ χώθηκα πιο βαθιά στη γωνιά μου. Όταν την είδα να μαχαιρώνεται έτρεξα- ήσουν μπροστά- έτρεξα . Ήταν αργά… Αν είχα βιαστεί… αν δεν δείλιαζα… Ο θεός σκοτείνιασε την κρίση μου. Αν είχα δώσει εκείνο το γράμμα… καλύτερα που δεν το έκανα. Δεν θ’ άντεχα να την νιώθω στο πλευρό του, να την βλέπω ν’ αναθρέφει τα παιδιά του. Δεν θ’ άντεχα. Όμως η ματωμένη εικόνα της στοίχειωσε στα μάτια μου. Οι προσευχές έπαψαν να έχουν νόημα. Ο θεός σταμάτησε ν’ ακούει. Δεν κατάφερα τίποτα.
Δεν κατάφερα τίποτα, παρά μόνο να κλέψω εσένα. Ανέγγιχτο από τότε άφησα το κόκκινο των σπλάχνων της στην κοφτερή λεπίδα σου, αυτή που σε λίγο θα γίνει αντίδοτο του πόνου μου. Ζυγώνει η ώρα. Εκείνη παρούσα, μέσα απ’ την απουσία της, μου οδηγεί το χέρι. Βιάζεται να με συναντήσει. Στο μυαλό όλα καθάρισαν, την βλέπω οργισμένη να μου γνέφει. Λέει πως δεν με συγχωρεί που την άφησα μόνη να τριγυρνά στο σκοτάδι. Λέει πως με περίμενε . Την ακούς; Λέει πως για μένα πέθανε, μαχαίρι την ακούς; Μην χάνουμε άλλο χρόνο, πόσο χασομερήσαμε, έλα βιάσου! Μαχαίρι, φώλιασε, εγώ είμαι το θηκάρι σου…
*
©Καίτη Παπαδάκη
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.