Ευαγγελία Βενιζελέα, «Όταν το Μ γίνεται Π» ―Μια ανάγνωση της Αθηνάς Παπανικολάου και αποσπάσματα

Ποίηση από τις εκδόσεις Μανδραγόρας

❇︎

Γράφει η ©Αθηνά Παπανικολάου

Θα το ξαναγράψω κι ας γίνω κουραστική. Είμαστε τυχεροίς/ες, έχουμε μια νέα γενιά σπουδαίων ποιητριών, γυναίκες που με παρρησία εκθέτουν στο δημόσιο βήμα τα υλικά και την πορεία της τέχνης τους. Οι λέξεις τους απεκδύονται θαρραλέα την ψυχή τους, φανερώνοντας χωρίς αναστολές και υστεροβουλία την τεχνική τους, ενδύουν με τρυφερότητα τα δικά μας σώματα, μαλακώνουν τα χάσκοντα τραύματα της μνήμης, φυλάσσουν σαν αφιερωμένες ιέρειες άσβεστη τη φλόγα στην εστία του έρωτα, γλυκαίνουν το άλγος του νόστου μιας απόμακρης ή και οριστικά πλέον χαμένης πατρίδας, ξεχωρίζουν γιατί επαναφέρουν με λιτότητα τον αρχικό λόγο που γέννησε την ποίηση, να μας χαρίζουν δηλαδή μια κοινή στέγη να κατοικούμε μέσα στη γλώσσα της, γιατί όπως έγραψε κι ο Ελίας Κανέτι «δεν μένουμε σε μια χώρα, μένουμε σε μια γλώσσα» και έτσι γίνεται πατρίδα μας η γλώσσας της ποίησης τους. Και γιατί επιμένω στη γλώσσα του φύλου τους; Γιατί πιστεύω πως όσο κι αν θέλουμε να αποκόψουμε το βίωμα χάριν της οικουμενικότητας της γραφής, αυτό εμφωλεύει στις λέξεις που επιλέγουμε και μας επιλέγουν, αφού κι η πρώτη μορφή της γλώσσας σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτισμικό κι ιστορικό περιβάλλον ενσταλάχθηκε, διαμορφώθηκε και εγκαταστάθηκε. Κι όσο κι αν εξελίχθηκε, κι αν πλούτισε, κι αν ανοίχθηκε στη διαδρομή της ενηλικίωσης της, κι αν έπαιξε την αλλαγή των ρόλων και των φωνών στην μεταμοντέρνα πρόσκληση της λογοτεχνικής γραφής, όταν θέλει να ξεδιψάσει την εσωτερική φλόγα της, επιστρέφει πίσω στην αρχική πηγή, σε κείνο το Α που ξεκίνησε την αλφαβήτα της ζωής, Κι όταν αυτή η επιστροφή είναι μια ειλικρινής  αποδοχή της αφετηρίας, τότε και μόνο τότε απλώνεται και γίνεται γλώσσα και νερό, ξεδίψασμα, τροφή και έρωτας, μνήμη και συγκίνηση όλων, ανεξαρτήτως φύλου, τόπου και βιώματος.

Μια τέτοια ειλικρινής κατάθεση γλώσσας και ποιητικής του βιώματος είναι η πρώτη  συλλογή της συναδέλφου φιλολόγου, Ευαγγελίας Βενιζελέα, που φέρει τον τίτλο «ΟΤΑΝ ΤΟ Μ ΓΙΝΕΤΑΙ Π» στις εκδόσεις Μανδραγόρας, Ιανουάριος του 2021.

Τα ποιήματα της συλλογής ομαδοποιούνται σε έξι ομάδες με τίτλους και περιεχόμενο ενδεικτικούς των όσων προανέφερα. Στην πρώτη ομάδα με τον γενικό τίτλο Υφαντό εντάσσονται τα ποιήματα που αναφέρονται στην ίδια την τέχνη της δημιουργού, στα πρωτογενή υλικά της, τις «αόρατες κλωστές» των στιγμών που ύφαναν τα αγαπημένα πρόσωπα, οι μύθοι, τα αναγνώσματα και τα τοπία της ζωής της, γι’ αυτό και τρυφερά τα γράμματα από το Α ως το Ω, επιτακτικά πλέον ζητούν να διαρρήξουν το «κουκούλι της σιωπής», να «ξεχυθούν» στο δρόμο. Η συγκομιδή έγινε, ήρθε ο καιρός του λαλείν για την ποιήτρια και το δηλώνει ευθαρσώς «οι λέξεις παρελαύνουν, ο νους μου λαμπαδιάζει»

Στις επόμενες τρεις ομάδες με τον τίτλο Εμπλοκές Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, εισέρχεται συγκινητικός ο βιωματικός λόγος κι η μνήμη του γενέθλιου τόπου «Πέρα στον μικρό τον μέγα τόπο που ακούστηκε το πρώτο κλάμα…που κείται ο γεννήτοράς μου» οι εικόνες της παιδικής ηλικίας, η φυγή, οι απώλειες, η εσωτερική επιστροφή μέσω του ονείρου «εκεί περπατώ ξυπόλητη τις νύχτες», η αναγνώριση των αλλαγών που έφερε το σάρωμα των εποχών, η ενηλικίωση, η επώδυνη καταβύθιση κι η φροϋδική παραδοχή πως οι εμπλοκές αυτές είναι μια δίνη που καραδοκεί να καταπιεί στις «αδιέξοδες διαδρομές» όχι μόνο την ποιήτρια αλλά και τον καθένα και την καθεμιά από μας όταν επιχειρεί να δει κατάματα τις πληγές και να ξεριζώσει τα αγκάθια του. Η ασφυξία επανέρχεται σαν λέξη σε δυο ποιήματα, χοάνη στενή αυτό το ταξίδι, ιδίως μάλιστα όταν χάνει την απλωσιά του δρόμου και περιορίζεται στο σκηνικό του σπιτιού και της σχέσης, Τότε μόνη διέξοδος και φάρμακα παυσίλυπα οι λέξεις, οι παιδικοί γλωσσοδέτες «να ξεχαστώ άσπρη πέτρα ξέξασπρη…», «μαθαίνω να γιατρεύω το τραύμα με λέξεις γαλήνης». Η εμπλοκή όμως δεν είναι πάντα εσωτερική, είναι και πληγή που έρχεται ερήμην του εσωτερικού κόσμου κι η ποιήτρια δείχνει πως δεν χάθηκε σε έναν περίκλειστο κόσμο, δεν ζει απομονωμένη στο δωμάτιο της με τα οράματα της. Αντίθετα, έχει ανοιχτά  τα μάτια και τα αυτιά της στις σύγχρονες τραγωδίες, σαρκάζει τα μάτια που «στάζει η μυωπία μας» τους πνιγμένους Αϋλάν του Αιγαίου και  τη «σκελετωμένη Υεμένη».

Κι αν για την εσωτερική εμπλοκή χρησιμοποιεί το πρώτο ρηματικό πρόσωπο, μη θέλοντας να μας βαρύνει με το υποκειμενικό βίωμα, στην εξωτερική, αντικειμενική εμπλοκή, μας καθιστά πολύ σωστά όλους συμμέτοχους και συνένοχους, περνώντας στο πρώτο πληθυντικό «μάτια μυωπικά ενίοτε φοράμε τα εννοείται μοντέρνα γυαλιά και εκπλησσόμαστε…» διαρκώς υπενθυμίζοντας την πολυπλοκότητα της ζωής και των ερεθισμάτων που δέχεται ο δημιουργός.

Στην ομάδα με τον τίτλο Ροές, η διαδρομή και το ταξίδι παρά τις εμπλοκές, απέφερε καρπούς. Ένα αίσθημα γλυκύτητας, τρυφερότητας και ηρεμίας αναδύεται από τους στίχους. Η αφή του αγαπημένου σώματος, το ερωτικό συναίσθημα, το καλοκαίρι κι η θάλασσα που αισθητοποιούνται με δροσερές εικόνες, το μητρικό βίωμα, η ωδή στη γυναικεία φύση που αιμοδοτεί τη «διαιώνιση του σύμπαντος» οδηγούν την ποιήτρια να αναφωνήσει «βαδίζω ευτυχισμένα προς την έξοδο έφτασε ο καιρός του οράν έφτασε ο καιρός του εναγκαλίζεσθαι τα φώτα» Ο τοκετός κι η γέννηση μιας ποιητικής συλλογής δεν διαφέρει από αυτόν ενός ανθρώπου, κουβαλά χαρά και οδύνη, βάρος και απελευθέρωση, σκοτάδι και το λυτρωτικό φως της εξόδου.

Έτσι στην τελευταία ομάδα με τον τίτλο Πλεξούδες, και τέλος της πρώτης ποιητικής διαδρομής της, η Ευαγγελία Βενιζελέα, Μανιάτισσα στην καταγωγή, επανέρχεται στα τοπία που όρισαν το προσωπικό της ταξίδι: Αιγαίο, Ήπειρος, Μάνη. Οι φωνές αυτών τον τόπων έπλεξαν τη ζωή της αλλά και την ποιητική της, αυτήν που ξεκίνησε με ένα υφαντό και τελείωσε με μια περίτεχνη κόμμωση. Το υλικό ήταν πάντα το ίδιο, οι λέξεις: «δρόμο πήρα δρόμο άφησα φορτωμένη λέξεις παιδικές αισθαντικές  ερωτευμένες ταξιδιάρες ξενιτεμένες ακρογωνιαίες»

Λέξεις καλοδουλεμένες, αισθαντικές, με αναφορές σε πολλές πηγές, από το δημοτικό τραγούδι, τονΣολωμό και την Κρητική σχολή μέχρι τη σύγχρονη ποίηση, μαρτυρίες του γερού θεωρητικού υπόβαθρου τηςποιήτριας.

Η Ευαγγελία Βενιζελέα με την πρώτη συλλογή της μας έδειξε άφοβα τα σημάδια και τις βαθιές τομές της και μας προσκαλεί: «Οι σημαδούρες μου είμαι εγώ Δείξε τα σημάδια σου»

Σειρά μας τώρα, των αναγνωστών, η γενναία αναγνώριση των σημαδιών.

Μήπως κι αυτή δεν είναι μια λειτουργία της καλής ποίησης;

❇︎

[Η Αθηνά Παπανικολάου είναι φιλόλογος, ζει στη Θεσσαλονίκη,  εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση από την οποία αφυπηρέτησε τον Αύγουστο του 2020]

 

❇︎

Αποσπάσματα

Υφαίνω
Υφαίνω με στιγμές τρυφερές
αόρατες κλωστές
συνδετήρες μαγνητικούς
αγαπημένων
Τις απλώνω μυσταγωγικά
μην μπερδευτούν από αδεξιότητα
μην απομαγνητιστοιύν από πολυχρησία
μην κοπούν από λησμονιά

Μετά τις μαζεύω
βιωμένη προσευχή

*

Παραμύθι
Ανασταίνονται
ο Κρόνος ο Ερωτόκριτος
και ξωτικές με φλογερά μάτια

Φονικοί καλπασμοί τραγουδια ξεπηδάνε
στις φλόγες του τζακιού
κάθομαι πλάι σου
στο σκαμνάκι
οι λέξεις παρελαύνουν
ο νους μου
λαμπαδιάζει

*

Δεν
Ο φούρνος δεν μυρίζει φρέσκο ψωμί
η εξώπορτα ορθάνοιχτη
ένα δέντρο στο σαλόνι
τα κλαδιά του βγαίνουν από το παράθυρο
το κάθισμα στη γωνία του βράχου άδειο
οι γάτες αχάιδευτες

Στο χωνευτήρι
του χρόνου
ενα κλαδάκι βασιλικού
ακουμπάω απαλά

*

Δυνατότητα
Στο σπίτι
του ύπνου
εισβάλλει το κύμα
στον κάτω όροφο
μπήκε η θάλασσα το βράδυ

αχινοί επιπλέουν
φύκια αναρριχώνται στα πόδια
άσπροι αφροί βγαίνουν από το μέτωπό μου
και ένα καραβάκι ξεχύνεται
προς το Ταίναρο

*

Αγκάθια
Ξυπόλητη πατώ
στις αγκαθωτές λέξεις
που ξεπετάγονται αφρίζοντας από το στόμα σου
οι πατούσες μου ερεθισμένες
απομακρύνονται από κοντά σου

τις γλείφω
δεν θέλουν να γιατρευτούν
ζητούν τον αίτιο
να βγάλει τα αγκάθια
να τις αλείψει βάλσαμο
να στρώσει απαλό χαλί
με λόγια της αγάπης

*

Αφή
Απροετοίμαστη
δέχτηκα
τη χειραψία της της πλατιάς παλάμης
κλείστηκα μια στιγμή στο σώμα σου
ένας νοτιάς
φύσηξε
και γέμισε τους δρόμους
άνθη
πορτοκαλιάς

*

Οι πέτρες II
Οι πέτρες μου
μικρές βαριές ακανόνιστες ιριδίζουσες
αναπνέουν
φωνές αγαπημένων τόπων
αντηχούν
το Αιγαίο την Ήπειρο τη Μάνη
αρωματίζουν
ντύνοντας τον χώρο μπλε ενηλικίωση
λάμπουν
αναδυόμενες ασύνδετα
μνήμες παιδικές και ενήλικες στιγμές
πλεξούδες η ζωή .

❇︎