Η ψυχή δεν θ’ ανταμώσει το αέτωμα του αυγερινού,
η οδύνη νικήτρια εστέφθη στην δίνη του κατατρεγμού.
Της ανίας οπαδοί το απάντεχο ξορκίζουν˙
η ελπίδα που την σκοτώνουν, παιδί ονομάζεται,
η χαρά που την σταυρώνουν, λαγνεία! Και δικάζεται.
Τις αλυσίδες σας υμνείτε!
Στων αντιφάσεων τα δεσμά,
εγχειρίδιο αιχμηρό ακονίζω,
τον δραπέτη ζηλεύοντας.
*
Τι θα έγραφα εάν ήσουν, εάν έμενες όμως , όμως δεν στάθηκες.
«Una mattina mi son svegliato»
Τα μαύρα χρώματά σου αγέρωχα στέκονται
παραστάτες του απροσπέλαστου.
Η σιωπή σου την σιωπή διακυβεύει.
Τα ρηχά επισκέπτεσαι δίχως να θέλγεσαι από δαύτα,
ξέρεις ότι δεν θέλγεσαι από δαύτα.
Ψηλή, ξερακιανή, με την κατράμικη ωχράδα σου,
που τους κονδυλοφόρους διεγείρει,
στα πυροβόλα φλεγματική θα σταθείς,
την δυσαπόκτητη ειρήνη απεικονίζοντας.
Μελάνι της φαντασίας μου στο στέρνο σου στάζει,
η έκφραση αυθαίρετα χαράζει;
*
©Λεωνίδας Καζάσης
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.