Λίλια Τσούβα, Το τραγούδι των Ινουίτ ―Από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Λίλια Τσούβα, Το τραγούδι των Ινουίτ, εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2021

Το μαγικό άγγιγμα του ρεαλισμού

Δεκαέξι μικρές ιστορίες, όπου η Λίλια Τσούβα χτίζει με μαεστρία τους μύθους της, καθώς η απαίτηση της μικρής φόρμας απαιτεί μια συμπύκνωση, η οποία ομολογουμένως επιτυγχάνεται από τη συγγραφέα. Δεκαέξι μικρές ιστορίες, οι οποίες φέρουν το χρώμα της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, η παραμυθία είναι εμφανής, ενώ ο ρεαλιστική αφήγηση συναντά λίγο από τον μαγικό ρεαλισμό, χωρίς καμία διάθεση να τον ωραιοποιήσει με ρομαντικά στοιχεία. Ανθρώπινες ιστορίες που εγκιβωτίζουν τολμηρά, μα επιτυχημένα, χαρακτήρες, νοοτροπίες και τόπους μακριά από την ελληνική πραγματικότητα. Η συγγραφέας τολμά ένα ταξίδι στο διακείμενο εισάγοντας τον αναγνώστη σε ισάριθμες διαφορετικές κουλτούρες. Κεντρικό γνώρισμα των αφηγήσεων ο ανθρώπινος πόνος, καθώς το δίπολο ζωή– θάνατος φλερτάρει μεταξύ ονείρου και ρεαλιστικής αφήγησης. Στις σελίδες της συγγραφέως συναντά κανείς δυστοπικές ψηφίδες, μα και δείγματα ημερολογιακής γραφής, όπως στο κείμενο με τίτλο: («Καρτ Ποστάλ»), όπου τρία μικρά κείμενα διηγούνται μια ιστορία με δυστοπικό φινάλε, […] «Κάρτ ποστάλ του 1920/Σαν φύλλο στον άνεμο/Κάρτ ποστάλ του 2020/Σαν πυγολαμπίδες/ Κάρτ ποσταλ του 2050/Τα τσιπ.» Στις σελίδες της Λίλιας Τσούβα κατοικεί μια γνώστρια της αφηγηματολογικής τεχνικής, η οποία κεντά την παραμυθία της με και τόλμη και παρρησία.

Η Λίλια Τσούβα είναι μια ικανή story teller. Στις μικρές της ιστορίες εισβάλει το διακείμενο για να συνδεθεί με τον μύθο μαγικά, καθώς ο θάνατος είναι πάντα παρών και συνδιαλέγεται με το είναι, με την ίδια τη ζωή. Η συγγραφέας, σε κάθε μικρή ιστορία, επισκέπτεται έναν πολιτισμικό προορισμό παρασύροντας συχνά τον αναγνώστη σε ένα αλλόκοσμο τοπίο, προκαλώντας αναμφισβήτητα το ενδιαφέρον μα και την ευχαρίστηση που νιώθει κανείς διαβάζοντας ένα σύγχρονο παραμύθι. Έτσι, η άνεργη γκέισα Μάικο, «η γυναίκα που χόρευε», συναντά την απελπισία, καθώς ο αφανισμός, ο θάνατος, στο χρώμα της φωτιάς, έρχεται να τη λυτρώσει δανειζόμενος τη μορφή του κόκκινου ιαπωνικού δράκου. Βασικά στοιχεία του παραμυθιού, η ορφάνια, η φτώχεια, η παγωνιά, η αδικία, η ανθρώπινη αδυναμία, παραπέμπουν σε κλασσικές διηγήσεις, όπως το κοριτσάκι με τα σπίρτα, αποτελούν για την Τσούβα πολύτιμα υλικά για την οικοδόμηση των μικρών της ιστοριών.

Πρόκειται για μια μετα-νεοτερική παραμυθιακή αφήγηση, η οποία εμπλέκει έξυπνα και πολυπολιτισμικά τα στοιχεία της. Οι Ερινύες, ο Φράνσις Μπέικον, ο Τζέιμς Τζόις, κάποια Χριστούγεννα στο Δουβλίνο, ο Πάπας και ο «εθνικός θησαυρός της Ιρλανδίας», το «Μπούκ οφ Κέλλς», συμμετέχουν στην ονειρική – υπαρξιακή καταδίωξη του Δουβλινέζου ήρωά της,  Κούλαν, την ώρα που περιφέρεται παραποτάμια του Λίφι, ποταμού του Δουβλίνου. Οι διακειμενικές αναφορές κατακλύζουν την αφήγηση της Τσούβα και αποτελούν το κύριο δομικό υλικό της πλοκής αρκετών από τις μικρές ιστορίες της.

Αυτό που απασχολεί τη συγγραφέα είναι η «αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». Χτίζει τους μύθους της επιχειρώντας ταυτόχρονα με την πολυπολιτισμική και μια υπαρξιακή περιπλάνηση. Οι χαρακτήρες της αναμετρώνται με το χτες, καθώς ζωντανεύουν, παραμυθιακά, θεϊκές φιγούρες με μια αληθοφάνεια που καθιστά την αφήγηση της Τσουβά ιδιαίτερη. Η γάτα/γυναίκα («Κράιμχιλντ»), η μητέρα μάγισσα της Κράιμχιλντ, την επισκέπτεται τα βράδια θέτοντας την αφήγηση σε μια ακόμα υπαρξιακή αναζήτηση, όπου η κόρη αναζητά τις ρίζες της, μα και την ανάγκη να νιώθει πως κάπου ακουμπά, πως δεν είναι μόνη. Ο πίνακας του Βερμέερ ζωντανεύει εμπρός στην Ματίλντα σε μια προσπάθεια να νικήσουν. εκείνη την απώλεια και ο θάνατος τη ζωή. Ο «Κήπος των επίγειων απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος, ζωντανεύει και το διακείμενο, το όνειρο και η πραγματικότητα, συγχέονται στο («Το κορίτσι με το μαύρο άλογο»), καθώς ο Αντόνιο Γιοχάνες Βάργκα αναζητά τη χαμένη του αγάπη.

Η άρνηση, η απώλεια, η ύπαρξη, η αποδοχή. Τα στάδια του πένθους, το διακείμενο και η μυθοπλασία. […] «Συνέβη κάτι εκείνο τον Φεβρουάριο του 2010 στη Βενετία που καταγράφηκε ως αδύνατο. Ορισμένοι το εξέλαβαν ως μυθοπλασία και ίσως με τον καιρό αποδειχθεί πως ήταν.» Αυτό συμβαίνει και στην αφήγηση της Λίλιας Τσούβα στο κείμενο με τίτλο («Ο Ζογκλέρ»), μα και σε κάθε κείμενο της. Ο Ρομανέλο, δεν θα κάνει ποτέ δικό του το αντικείμενο του πόθου του, αφού το μαγικό χέρι της ρεαλιστικής αφήγησης της συγγραφέως θα του καρφώσει στο στήθος ένα από τα φλεγόμενα μαχαίρια της επίδειξής του στο καφέ Φλοριάν της Βενετίας. […] «Η γυναίκα πέρασε αστραπιαία δίπλα του. Την ίδια στιγμή, ένα από τα πυρακτωμένα μαχαίρια καρφώθηκε στο στήθος του. Αφού υποκλίθηκε στους θεατές που είχαν σχηματίσει ένα καινούργιο κύκλο γύρω του, έπεσε μπροστά στα πόδια της γυναίκας με το κόκκινο σάλι.», Το Άλλο που στερεοτυπικά σπαταλιέται προκειμένου να εντυπωσιάσει σαν πολύχρωμο παγώνι το ταίρι του. Είναι η ανάγκη της ίδιας της ύπαρξης, του «είναι», να ξεχωρίσει έστω για μια στιγμή και ο Ουίτμαν δια στόματος Χόρχε Λουίς Μπόρχες το επιβεβαιώνει, […] «Αν ο Ουίτμαν τραγούδησε αυτή τη νύχτα είναι γιατί, αν και την ευχόταν, δεν ήρθε ποτέ…».

Η Τσούβα χειρίζεται δεξιοτεχνικά τα σύμβολά της. Η λευκή πολική αρκούδα ταυτίζεται με το κακό, με τον θάνατο, καθώς αντιστρόφως ανάλογα ο θεός του κακού ξορκίζει το κακό και είναι η επωδός του δέκατου έκτου διηγήματος που σημαίνει τη νικηφόρα επέλαση της ύπαρξης έναντι του επέκεινα. Οι σκιές υποχωρούν για να δώσουν προβάδισμα στο φως. Την πορεία προς την ωριμότητα σηματοδοτεί ο Αγκλουλίκ, «θεός του κακού που κατοικεί κάτω απ’ τον πάγο.»Αυτόν, η Ολίβια η ηρωίδα του ομώνυμου με τον τίτλου της συλλογής διηγήματος, «…τον είχε τοποθετήσει πάνω στο πιάνο. “Για να ξορκίζει το κακό.” έλεγε και γελούσε.» Το τραγούδι των Ινουίτ το κατάτζιακ, οι σαμάνοι και οι ψυχές των νεκρών ολοκληρώνουν την υπαρξιακή περιπλάνηση. Πολλά τα σύμβολα, πολλά και τα δίπολα: καλό – κακό, θερμότητα – κρύο, πάγος – φωτιά, κόκκινο – λευκό, ενώνονται σε ένα και μοναδικό: ζωή – θάνατος.  Η ζωή βρίσκει δικαίωση στο τραγούδι των Ινουίτ. Δύο φωνές, ένα τραγούδι. Η ισχύς εν τη ενώσει._