«Κορίτσια, ετοιμαστείτε. Θα πάμε για πικ νικ».
Τα δυο κορίτσια στριμώχτηκαν στην πόρτα της κουζίνας, όπου η μητέρα τους ετοίμαζε όσα θα έπαιρναν μαζί τους και την κοίταξαν με μάτια γεμάτα λαχτάρα αλλά και τρόμο.
«Ο μπαμπάς το ξέρει;» Ρώτησε η μικρότερη.
«Φυσικά!» απάντησε ανέμελα η μητέρα δίχως να γυρίσει. Μπορώ να πάω τα παιδιά εκδρομή, αυτό μου επιτρέπεται, σκέφτηκε, παρακάμπτοντας με τέχνη τον όρο ότι θα πρέπει να τον ενημερώνει πάντα για το πότε και το που θα πήγαιναν. Σήμερα από την ώρα που ξύπνησε, ένιωθε μια επαναστατική διάθεση να φουντώνει μέσα της.
Τα κορίτσια, έτρεξαν στο δωμάτιό τους με τσιρίδες χαράς, για να γυρίσουν ύστερα από λίγα λεπτά.
«Μανούλα, δεν ξέρουμε τι να βάλουμε. Θα μας ντύσεις;»
Η νεαρή γυναίκα σκούπισε τα χέρια της και έσπευσε να βοηθήσει τα κορίτσια, που στην ηλικία των πέντε και έξι ετών μπορούσαν να ντυθούν μόνα τους. Ήταν όμως το μόνο στήριγμά της και τα αγαπούσε τόσο πολύ, που δεν τους χάλαγε ποτέ χατίρι. Έκλαιγε η μικρή; Τσακιζόταν. Φώναζε η μεγάλη; Έτρεχε. Όμως κι εκείνες ήταν δεμένες πολύ με την μητέρα τους, συνεχώς κρεμασμένες από την φούστα της.
Έντυσε τα απιδιά της με ζεστά ρούχα, πήρε ζακέτες και μπουφάν και ετοιμάστηκαν να φύγουν. Λίγο πριν περάσει την πόρτα η επαναστατική διάθεση την εγκατέλειψε, εν μέρει. Σκέφτηκε να γυρίσει και να γράψει ένα σημείωμα. Τελευταία στιγμή όμως, τίναξε το κεφάλι, έκανε ένα βήμα έξω από το σπίτι και έκλεισε την πόρτα. Έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκε, θα έχουμε γυρίσει πριν επιστρέψει.
***
Οδηγούσε προσεκτικά το αυτοκίνητό της. Είχε πάρει το δίπλωμα μόλις πριν λίγους μήνες, όταν η μεγάλη πήγε σχολείο και έπρεπε να την πηγαίνει σε γυμναστήρια και φροντιστήρια. Αν κανείς πίστευε πως αυτό θα της έδινε μεγαλύτερη ελευθερία ήταν γελασμένος. Οι διαδρομές της ήταν μετρημένες σε χιλιόμετρα και χρόνο.
Τα εφτά χρόνια που είχαν περάσει από τότε που ήταν κοπελίτσα και ζούσε στο πατρικό της έμοιαζαν αιώνες. Τον είχε συναντήσει όταν πήγε να βρει τον πατέρα της στο καφενείο. Ήταν παρέα με ένα φίλο του και τον γιο του. Εκείνος, ο γιός, είδε το ψηλόλιγνο, αέρινο κορίτσι, με τα καστανόξανθα μαλλιά και τα μελένια μάτια και αποφάσισε πως ‘έπρεπε να γίνει δικό του’ όπως του άρεσε να καυχιέται στους γύρω του, καθώς επιδείκνυε το απόκτημά του. Εκείνη, τελείωνε το λύκειο και ήθελε να σπουδάσει παιδαγωγός. Την πολιόρκησε στενά. Δεν ήταν ώρα που να έβγαινε από το σπίτι της και να μην τον έβρισκε μπροστά της. Την συνόδευε μέχρι τον προορισμό της, ‘ένα τέτοιο κορίτσι, δεν έπρεπε να κυκλοφορεί μόνο του, έλεγε, παραμόνευαν τόσοι κίνδυνοι.’ Χρησιμοποιούσε την πρόφαση πως ήταν γνωστός στην οικογένεια, γιος του φίλου του πατέρα της. Με αυτήν την δικαιολογία πολιόρκησε και τους γονείς της. Πού τον έβρισκες, πού τον έχανες, σπίτι της ήταν να πίνει το εκλεκτό, τάδε κρασί που έφερε με τον πατέρα της, να γεύεται τα ‘υπέροχα φαγητά της μάνας της και να τους προειδοποιεί, εμπιστευτικά, για υπαρκτούς και ανύπαρκτους κινδύνους που παραμόνευαν σε κάθε γωνιά την αθώα κόρη τους. Κάτι άκουσε από την παρέα μιας φίλης της, πως ποθούσαν την πανέμορφη κόρη τους, κάτι είδε στην γωνία, κάποιον ύποπτο να ρίχνει την ματιά του πάνω της, τους κατάφερε και κάθε λιγοστή ελευθερία που είχε, κόπηκε και δεν πήγαινε πουθενά αν δεν την συνόδευε εκείνος.
Η αλήθεια είναι πως όλη αυτή η προσοχή την είχε κολακεύσει, ήταν και εμφανίσιμος και καθώς ήταν άβγαλτη, τον ερωτεύτηκε. Όμως δεν σκεφτόταν ακόμη γάμο. Εκείνος όμως είχε άλλη γνώμη. Έπεσαν πάνω της οι γονείς της. Και που θα βρει καλύτερο, έλεγε η μάνα της. Είχε καλή δουλειά και δική του μάλιστα, θα την είχε κυρά και αρχόντισσα.
«Και οι σπουδές μου;» Διαμαρτυρόταν.
«Οι σπουδές σου. Σιγά». Έλεγε ο πατέρας. «Τι να τις κάνεις τις σπουδές. Όταν η τσέπη του άντρα είναι βαριά, δεν έχει ανάγκη η γυναίκα να δουλεύει. Θα κάνεις τα παιδιά σου και θα αφιερωθείς σε αυτά, στο σπίτι και τον άντρα σου και δεν θα έχεις ανάγκη για δουλειά. Να, ρώτα και την μητέρα σου, της έλειψε ποτέ η δουλειά; Είχε τόσα να κάνει, φροντίζοντας εσένα κι εμένα που δεν της έφτανε το εικοσιτετράωρο». Με αυτά κι αυτά πείστηκε. Ύστερα από ένα βιαστικό αρραβώνα και έναν γρήγορο γάμο, βρέθηκε μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο να συγκατοικεί με έναν άγνωστο.
Τους πρώτους μήνες ήταν καλά. Η μόνη του έννοια και φροντίδα ήταν εκείνη. Μέχρι που έμεινε έγκυος.
***
Ο θαλασσινός αέρας, τρύπωσε μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο του αυτοκινήτου καθώς διέσχιζε τον παραθαλάσσιο δρόμο. Τα κορίτσια πίσω, δεμένα στα καρεκλάκια τους, τραγουδούσαν τα τραγούδια που είχαν μάθει στο σχολείο. Η θάλασσα ήταν λάδι και σε προκαλούσε να κολυμπήσεις, όμως ακόμη ήταν Γενάρης και όσο καλή μέρα και αν ήταν, εκείνη η εικόνα ήταν απατηλή. Λίγο πιο κάτω, το λιμάνι. Τα καράβια φόρτωναν ασταμάτητα αυτοκίνητα και ανθρώπους. Κόσμος πλημύριζε τις καφετέριες και τις ταβέρνες που περίμεναν τέτοιο καιρό για να δουλέψουν.
Έστριψε το αυτοκίνητο αριστερά και πήρε τον ανηφορικό δρόμο για το σημείο του πικ νικ. Το ήξερε αυτό το σημείο από τις εκδρομές που έκαναν εκείνο το πρώτο διάστημα που ήταν μαζί. Το διάστημα που ήταν ερωτευμένη και πίστευε πως η ζωή μαζί του θα ήταν ρόδινη, σαν ανοιξιάτικο πρωινό.
Μόλις βεβαιώθηκε η εγκυμοσύνη της και αφού την υποδέχτηκαν με χαρές και εορτασμούς, κάθε επαφή της διακόπηκε.
«Γιατί!» Τον ρώτησε κάποια μέρα.
«Μα αγάπη μου, δεν άκουσες τον γιατρό; Προσέχω για να μην κάνουμε κακό στο μωρό». Δεν την εξήγησε της αν και η γενική του απουσία από το σπίτι και από το πλευρό της ήταν και αυτή για να μην βλάψει το μωρό. Τριγύριζε έτσι στο άδειο σπίτι, μόνη, δίχως χάδι, δίχως φιλί, δίχως αγάπη, που ξεθώριαζε μέρα με την μέρα ακόμη και από την θύμησή της.
Το πρώτο της παιδί γεννήθηκε ένα φθινοπωρινό απομεσήμερο, με τα μολυβένια σύννεφα να πλακώνουν θαρρείς την πόλη. Οι πρώτες σταγόνες, έπεσαν σαν δάκρυα πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου, λίγο πριν μπουν στο μαιευτήριο και δεν σταμάτησαν της της μέρες που βρίσκονταν εκεί. Ήταν της εύκολος τοκετός και το μωρό υγιές και πανέμορφο της κοιτούσε με τα μεγάλα μάτια του, απορημένο. Στο σπίτι περίμεναν αμέτρητα πράγματα για το μωρό. «Τα καλύτερα για την πριγκίπισσά μου». Έλεγε και ξαναέλεγε εκείνος. Τα βράδια πεταγόταν σαν έκλαιγε το μωρό και μέσα σε όλο αυτό το κλίμα της ευτυχίας ξεχάστηκε πως δεν υπήρχε κανένα δώρο για εκείνη.
Το δεύτερο μωρό ήρθε γρήγορα, μόλις δεκατρείς μήνες μετά από το πρώτο, πριν προλάβει εκείνη να σκεφτεί πως πράγματι η αποχή του ήταν προφύλαξη για το μωρό. Κοριτσάκι και αυτό μα δεν έδειχνε να τον πειράζει. «Πάντα κορίτσια ήθελα». Έλεγε σε όσους του εύχονταν. «Τι να τον κάνεις τον γιο σαν της τέτοια πλάσματα γύρω σου». Μάλλον και τα δύο παιδιά του ήταν αρκετά γιατί έπαψε και να την αγγίζει. Το σπίτι έγινε για εκείνον χώρος μόνο για ύπνο.
«Δουλεύω σκληρά για να της έχω ότι χρειάζεστε». Την αποστόμωνε σε κάθε παράπονό της και πράγματι, στα κορίτσια δεν έλλειπε τίποτα. Εκείνη της…
Τότε ήταν που άρχισε να βρίσκει κραγιόν στα πουκάμισά του, νυχιές στην πλάτη και μελανιές στον λαιμό του. Κατάλαβε. Μια άλλη γυναίκα είχε μπει ανάμεσά της. Μια οργή φούντωσε μέσα της. Τον περίμενε. Στάθηκε μπρος του με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια να πετούν φλόγες.
«Πώς μπόρεσες;» Του πέταξε. «Πήγες με μια άλλη. Κι εγώ; Αν δεν με αγαπάς και ζητάς σε άλλη αγκαλιά την αγάπη, έπρεπε να μου το πεις. Δεν την θέλω τέτοια ζωή. Θα φύγω. Θα πάρω τα παιδιά και θα φύγω».
Το συνήθως ανέκφραστο πρόσωπό του σκλήρινε. Τα μάτια του πάγωσαν.
«Να φύγεις, αν θες, μα θα φύγεις μόνη. Τα κορίτσια μου θα μείνουν εδώ με τον πατέρα της. Και μην φανταστείς πως θα μπορέσεις να μου τα πάρεις. Μέχρι και πόρνη θα σε βγάλω. Θα έχω μάρτυρες γι’ αυτό. Σκέψου το καλά λοιπόν πριν πάρεις τέτοια απόφαση». Ύστερα έπεσε να κοιμηθεί δίχως να περιμένει την απάντησή της.
Έμεινε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καν την ζωή δίχως της κόρες της. Το πρωί την βρήκε με κατακόκκινα, πρησμένα μάτια. Εκείνος της έριξε μια ικανοποιημένη ματιά, χαμογέλασε και έφυγε. Είχε δαμάσει τελικά το ήρεμο έτσι κι αλλιώς ζώο του, στον τρόπο ζωής που ήθελε. Για τον εαυτό του.
***
Άφησαν τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και μπήκαν στο πατημένο από άλλα αυτοκίνητα χωματόδρομο, ανάμεσα στα πεύκα. Προχώρησαν αρκετές δεκάδες μέτρα, μέχρι που βρέθηκαν σε ένα άνοιγμα. Ξύλινα τραπέζια με ενσωματωμένους πάγκους ήταν στημένα κυκλικά. Λίγο πιο δίπλα τα παιχνίδια, δυο κούνιες μια τσουλήθρα, τραμπάλα, γύρω-γύρω, περίμεναν τα παιδιά, ακίνητα. Το σημείο του πικ νικ, αν και η μέρα ήταν ιδανική, ήταν άδειο. Τα κορίτσια ξεχύθηκαν με φωνές. Το παιχνίδι άρχιζε.
***
Η ζωή που ξεκίνησε τόσο όμορφα, άρχισε να γίνεται αβάσταχτη. Κάθε σκέψη για χωρισμό εξανεμίστηκε. Βοήθεια από της δικούς της δεν περίμενε. Από τη αντίδρασή της, σε κάτι μισόλογά της, κατάλαβε, πως όχι μόνο δεν θα της συμπαραστέκονταν, αλλά θεωρούσαν πως είναι παράλογη υπερβολική, ίσως και ανώριμη. Ο γαμπρός της ήταν ένα αξιόλογο παιδί. Καλός σύζυγος, δεν έβλεπε σε τι παλάτι την είχε και ζούσε με όλα τα καλά της. Άριστος επαγγελματίας, δεν έβλεπε πως τον εκτιμούσαν όλοι στη αγορά. Εξαιρετικός πατέρας. Όσο γι’ αυτό το τελευταίο δεν μπορούσε να φέρει αντιρρήσεις. Φρόντιζε να έχουν πάντα το καλύτερο. Το καλύτερο σχολείο, τα ωραιότερα ρούχα, μπαλέτο, μουσική. Ίσως να έπρεπε να τους πει πως κι εκείνες χρειάζονταν χρόνο με τον πατέρα τους, όμως… Όσο για την δουλειά του, ποτέ δεν την είχε αφήσει να ‘μπλεχτεί’ σε αυτήν, ούτε που ήξερε πόσα χρήματα έβγαζε. Έτσι κι αλλιώς φρόντιζε να τα καταθέτει σε καζίνο και ιδιωτικές λέσχες. Μπαρμπουτιέρες της έλεγε. Αυτά της δεν τα γνώριζε κανείς.
Η ζωή της χειροτέρευε μέρα με την μέρα. Η καρδιά της μαράζωνε. Το κορμί της διψούσε. Η ψυχή της άδειαζε. Το μυαλό της θόλωνε.
Τα βράδια εκείνος, μόλις τα κορίτσια πήγαιναν για ύπνο, ντυνόταν και έφευγε, όλο και πιο συχνά. Ξαγρυπνούσε εκείνη, περιμένοντας να ακούσει το κλειδί στην πόρτα. Ήταν φορές που δεν άντεχε την αναμονή στο κρεβάτι και γυρνούσε σαν φάντασμα στα σκοτάδια μέσα στο σπίτι, κοιτώντας από το παράθυρο να τον δει να εμφανίζεται, λες και έτσι θα ερχόταν πιο νωρίς. Τα μάτια της κλείστηκαν μέσα σε μελανούς κύκλους, τα μάγουλά της ρουφήχτηκαν, το όμορφο καμπυλωτό κορμί της γέμισε γωνίες.
Και της φορές της που ξάπλωνε πλάι της, δεν την άγγιζε, τιναζόταν σε κάθε τυχαία επαφή και αποτραβιόταν μακριά της. Αυτή θα ήταν η ζωή της; Ήταν μόνο είκοσι τεσσάρων χρονών.
«Γιατί;» Τον ρώτησε κάποια μέρα που το κουράγιο της θέριεψε, βλέποντας την διάθεσή του καλή. Γιατί δεν με αγαπάς, ήθελε να ρωτήσει, γιατί δεν με νοιάζεσαι, γιατί δεν με αφήνεις. Της όλα αυτά στριμώχτηκαν, κουλουριάστηκαν μέσα σε εκείνη την μικρή λεξούλα. ‘Γιατί’.
«Έλα αγάπη μου, ξέρεις πως δεν βάζω καμιά πάνω από σένα. Ένα λάθος ήταν». Ένα ακόμη λάθος του.
«Πόσο κοστίζουν τα λάθη;» Τον ρώτησε σε μια σπάνια στιγμή γενναιότητας.
«Τα λάθη; Μα … τα λάθη δεν κοστίζουν τίποτα. Μόνο μια συγνώμη. Ναι. Αρκεί να ζητήσεις συγνώμη». Και προφανώς μέσα στο μυαλό του είχε τα δικά του λάθη που σκόπευε να τα επαναλάβει. «Με συγχωρείς αγάπη μου. Έλα μην το σκέφτεσαι άλλο». Και έφευγε ικανοποιημένος που τα είχε τακτοποιήσει όλα. Άκου πόσο κοστίζουν τα λάθη, σκεφτόταν. Σιγά μην του ζητούσε και χρήματα για κάθε ατασθαλία του. Θα γινόταν πλούσια και εκείνος δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Τα χρήματα είναι δύναμη, είναι ανεξαρτησία και δεν την ήθελε καθόλου ανεξάρτητη. Είχε βολέψει την ζωή του μια χαρά. Είχε οικογένεια. Δυο κόρες, μια γυναίκα όμορφη που την επιδείκνυε, όποτε τον βόλευε, τα ρούχα του πλυμένα, σιδερωμένα, φαγητό να τον περιμένει και όποτε ήθελε, της βόλτες του, την διασκέδασή του, και μια νέα κάθε τόσο γυναικεία συντροφιά. Αρκεί να κρατούσε την γυναίκα του υποταγμένη. Άκου πόσο κοστίζουν τα λάθη. Όσο ήταν εκείνος το αφεντικό, τα λάθη δεν θα του κόστιζαν τίποτα.
Εκείνη της δεν μιλούσε για τα δικά του λάθη. Πού να ζητήσω συγνώμη και να μου συγχωρεθούν, σκεφτόταν. Πώς θα γύριζε ο χρόνος πίσω να μην πήγαινε ποτέ στο σημείο που τον πρωτοσυνάντησε, να μην έπεφτε ποτέ θύμα της επιμονής και της γοητείας του, να μην άκουγε κανέναν. Να μην έπεφτε θύμα της καρδιάς της.
***
Τα κορίτσια εξαντλημένα από το παιχνίδι, έκατσαν βαριά στα ξύλινα παγκάκια. Τους έδωσε να φορέσουν τις ζακετούλες. Η μέρα ήταν τόσο ζεστή, μια από τις Αλκυονίδες, όμως ήταν ιδρωμένες, δεν ήθελε να κρυώσουν. Τους έδωσε βρεμένα μαντηλάκια να καθαρίσουν τα χέρια τους και έβγαλε από το καλάθι το φαγητό. Τα πλαστικά πιάτα τους άδειασαν γρήγορα. Τα πλαστικά ποτηράκια γέμισαν και άδειασαν όχι μόνο μια και δυο φορές.
«Παραμύθι, παραμύθι». Φώναξαν οι δυο μικρούλες με μια φωνή σαν την είδαν και έστρωνε την κουβέρτα πάνω στις πεσμένες πευκοβελόνες και στρώθηκαν ανυπόμονες επάνω της με ένα πλατύ χαμόγελο στα αναψοκοκκινισμένα μαγουλά τους.
Πόσο ευτυχισμένες είναι, σκέφτηκε. Κάπως έτσι ήμουν κι εγώ στην ηλικία τους και δες πως είμαι τώρα. Πού να το φανταζόμουν.
Καθόταν μέσα στο νερό της μπανιέρας κλαίγοντας. Πάνω που νόμιζε πως θα μπορούσε να αντέξει, να συνηθίσει, να αδιαφορήσει, κάτι καινούριο της φανέρωνε. Μια καινούρια γυναίκα είχε μπει στην ζωή του. Κάποια που δεν είχε καμιά σχέση με της εφήμερες σχέσεις που έκανε μέχρι τότε. Κάποια που τον ενδιέφερε, που την είχε ερωτευτεί. Τα καταλάβαινε αυτά η καρδιά της γυναίκας. Δεν ήταν μόνο τα σημάδια από κραγιόν που έβρισκε πάνω στα ρούχα του. Δεν ήταν το ξένο άρωμα που τον τύλιγε. Ήταν πως είχε αλλάξει η συμπεριφορά του. Δεν έτρεχε να κλειστεί στο μπάνιο μόλις ερχόταν για να βγάλει την ξένη μυρωδιά από πάνω του, λες και λαχταρούσε να την νιώθει εκεί μέχρι την επόμενη φορά που θα την συναντούσε. Ακόμη και τα αδιάφορα βλέμματα που της έριχνε άλλαξαν. Έγιναν γεμάτα μίσος και μοχθηρία, λες και ήταν εκείνη υπεύθυνη και τον κρατούσε δέσμιό της.
Άσε με, του φώναζε με τα μάτια της, ελευθέρωσέ με του κραύγαζε η καρδιά της. Το είναι της όλο παρακαλούσε. Άσε με. Μάλλον εκείνος παρεξήγησε το βλέμμα της.
«Μην με κοιτάζεις σαν δαρμένο κουτάβι». Της είπε ενώ εκείνη ήταν διπλωμένη στα δύο, ξέπνοη, μετά την γροθιά στο στομάχι που της είχε δώσει. Πεσμένη στο πάτωμα. «Είσαι άχρηστη. Αδιάφορη. Άσχημη».
Ήξερε πως δεν ήταν άσχημη. Της το έλεγαν τα μάτια που γυρίζαν στο πέρασμά της, όμως εκείνες οι λέξεις καρφώθηκαν σαν σπασμένα γυαλιά στη καρδιά της. Ήταν άσχημη για εκείνον.
«Να χαίρεσαι που δεν σε παρατάω. Δεν σε πετάω στον δρόμο. Έχε χάρη που είσαι η μάνα των κοριτσιών μου».
«Άσε με». Του είπε καθώς έβρισκε την ανάσα της.
«Πολύ θα το ήθελες. Μα δεν θα γίνει. Μου ανήκεις. Είσαι δικιά μου. Κτήμα μου. Να σε κάνω ότι θέλω». Κάθε φράση συνοδευόταν και από μία κλωτσιά. Χτυπούσε το κορμί της όπως κάποιος θα κλώτσαγε έναν αδέσποτο σκύλο. Με λύσσα. Με κακία. Με απονιά. «Και αν αποφασίσεις κάτι άλλο, να ξέρεις πως δεν θα σε βρούνε ποτέ. Έχω τρόπους εγώ. Τα κορίτσια θα ξέρουν πως η άχρηστη μάνα τους τα εγκατέλειψε».
Έτσι μπήκε και το ξύλο στην ζωή της. Δεν την χτυπούσε ποτέ στο πρόσωπο, ούτε σε κάποιο σημείο που μπορεί να φαινόταν. Όλα τα χτυπήματα ήταν στο κορμί. Να μην φαίνονται. Την είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό. Να μην τολμούσε να τα δείξει πουθενά αλλιώς… Κοίταζε τις διάφορες αποχρώσεις του μελανού που απλώνονταν πάνω της, κάνοντας το κορμί της να μοιάζει με χάρτη, από το σκούρο μελιτζανί μέχρι το πορφυρό και το αχνοκίτρινο.
Ξάπλωσε στην μεγάλη μπανιέρα. Τα μαλλιά της απλώθηκαν σαν καστανόχρυσο στεφάνι ολόγυρά της μέχρι που βυθίστηκαν και το νερό κάλυψε το πρόσωπό της. Ήταν τόσο ήρεμα εκεί μέσα. Δεν άκουγε τίποτα. Δεν έβλεπε τίποτα. Αν ήθελε, σε λίγο, δεν θα ένιωθε τίποτα. Αισθανόταν σαν να βρισκόταν πάλι στην μήτρα της μάνας της. Ασφαλής και αγαπημένη. Η πίεση που ένιωθε στο στήθος της έγινε πόνος. Ένας ακόμη πόνος να προστεθεί στους υπόλοιπους. Αν έμενε λίγο ακόμη εκεί μέσα θα σταματούσε. Θα σταματούσαν και οι άλλοι, σωματικοί και μη. Ένας λυγμός βγήκε από μέσα της και μια φουσκάλα έσκασε και χάθηκε στη επιφάνεια του νερού, ίσως μαζί με την τελευταία της ανάσα.
Ήρεμα άφησε το κορμί της να αναδυθεί. Το στόμα άνοιξε σε μια κραυγή και ρουφά αέρα. Έχει να ετοιμάσει το τραπέζι. Σε λίγο θα γυρίσουν τα κορίτσια από το σχολείο.
***
Ο αέρας δυνάμωσε, ξαφνικά, λες και ο καιρός κρατούσε τόση ώρα την αναπνοή του για να την αφήσει όλη μονομιάς. Τα δέντρα που κινούνταν νωχελικά όλο το πρωί, έγειραν απότομα. Καμπούριασαν. Οι πευκοβελόνες που ήταν στρωμένες στις ρίζες τους στροβιλίστηκαν και σηκώθηκαν σαν ένα σώμα, έτοιμο να επιτεθεί. Τα πλαστικά πιάτα και ποτήρια που είχαν στοιβάξει στην άκρη του τραπεζιού, σκόρπισαν σε όλο το χώρο. Ξαμολήθηκαν και οι τρεις τους να τα μαζέψουν. Δεν τα κατάφεραν και μερικά κατηφόρισαν τον λόφο οδηγούμενα από τον τσοπάνη αέρα προς την θάλασσα. Κρίμα, σκέφτηκε η γυναίκα, όμως τι άλλο μπορούσε να κάνει. Τα πλαστικά έτρεχαν γρηγορότερα από εκείνη. Τώρα έπρεπε να φροντίσει για όσα είχαν απομείνει και λόγω του βάρους απομακρύνονταν αργά. Φόρεσαν τα χοντρά μπουφάν και μάζεψαν βιαστικά, με τον άνεμο να δυναμώνει όλο και πιο πολύ, αν αυτό ήταν δυνατό. Μπήκαν στο αυτοκίνητο. Έβαλε τα κορίτσια στα καρεκλάκια τους, τα έδεσε για να είναι ασφαλή και ξεκίνησε. Τα κορίτσια κουρασμένα, έκλεισαν αμέσως τα μάτια και ετοιμάστηκαν για ύπνο.
Μια σκέψη τριγύριζε το μυαλό της, σαν μέλισσα, ζουζουνίζοντας άγρια. ‘Πόσο κοστίζουν τα λάθη;’ Τίναξε το κεφάλι της για να την διώξει, όμως αντίθετα μια δεύτερη εμφανίστηκε καθώς βγήκε στον δρόμο. ‘ Ήταν χαρούμενες, όπως κι εγώ.’ Οι μέλισσες ζουζούνιζαν ασταμάτητα μια η μία μια η άλλη. Άνοιξε τα παράθυρα του αυτοκινήτου μέχρι την μέση.
«Μαμά, κρυώνουμε». Γκρίνιαξαν.
«Κουκουλωθείτε, να πάρουμε λίγο αέρα». Τα κορίτσια χώθηκαν μέσα στα μπουφάν και κοιμήθηκαν.
Ήταν χαρούμενες όπως εγώ.
Μπροστά της ανοιγόταν το λιμάνι, άδειο πλέον από καράβια, άδειο και από ανθρώπους που βλέποντας την κακοκαιρία που ερχόταν άδειασαν τις καφετέριες και τις ταβέρνες. Το κύμα έσκαγε πάνω στον λιμενοβραχίονα και υψωνόταν μέτρα ψηλά, πριν σκάσει με δύναμη πάνω στο κράσπεδο. Τα σύννεφα μολυβένια, βαριά, έκρυψαν κάθε γαλάζιο κομμάτι του ουρανού, έκρυψαν τον ήλιο.
Πόσο κοστίζουν τα λάθη;
Τράβηξε το πόδι από το φρένο και το αυτοκίνητο κύλησε απρόσκοπτα. Λίγες δεκάδες μέτρα πιο κάτω έπρεπε να στρίψει δεξιά. Το αυτοκίνητο επιτάχυνε. Αν δεν πατούσε φρένο τώρα θα έχανε την στροφή.
Ήταν χαρούμενες, όπως εγώ.
Ακούμπησε με το πέλμα το πεντάλ του φρένου. Για λίγο έμεινε μετέωρη, ενώ το αμάξι κυλούσε ανεξέλεγκτο. Τράβηξε το πόδι λίγο πιο δεξιά και έσπρωξε το πόδι μέχρι το τέρμα. Το αμάξι μούγκρισε σαν θηρίο και όρμησε μπροστά. Έσκισε το πέπλο των ιπτάμενων κυμάτων και έκατσε πάνω στο νερό. Ύστερα έγειρε μπροστά. Τα αγριεμένα κύματα, όρμησαν μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα, βυθίζοντας το γρήγορα.
Πόσο κοστίζουν τα λάθη; Σκέφτηκε καθώς το νερό κάλυπτε το κεφάλι της. Αν τα κορίτσια ξύπνησαν, δεν μπορούσε να το ξέρει. Κάτω από το νερό δεν θα μπορούσε να ακούσει τις φωνές τους. Καλύτερα. Έτσι θα έμεναν για πάντα χαρούμενες.
Πόσο κοστίζουν τα λάθη;
Τρείς ψυχές. Ήρθε η απάντηση και αυτή ήταν η τελευταία της σκέψη.
Αφιερωμένο σε εκείνες που βρήκαν αυτόν τον δρόμο σαν τον μόνο που θα τις οδηγούσε στην ελευθερία. Στις γυναικοκτονίες που δεν καταγράφηκαν ως τέτοιες.
*
©Μάουρα Ρομπέσκου
φωτο: Στράτος Φουντούλης
✿
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.