
[…Η ανταπόκριση εστάλη χθες αργά. Η σύνταξη επιβεβαίωσε τον σύνδεσμο, διασταύρωσε τις πληροφορίες και έδωσε εντολές στο τυπογραφείο. Ως απόψε λογαριάζουν πως θα πάρουν ακόμη μία, με την είδηση της ευτυχούς κατάληξης. Ωστόσο η ανταπόκριση καθυστερεί, θεέ μου πώς καθυστερεί και η συντακτική ομάδα μες στην ομίχλη από τα τσιγάρα και την στυφή γεύση του λικέρ στα χείλη της, θυμίζει πομπή που τραβά εις το βάραθρον…]
Άλλη μια μέρα διαβουλεύσεων αποδείχτηκε άκαρπη. Οι δυο πλευρές συγκρούστηκαν με επιχειρήματα, με φωνές, χειροδίκησαν, οι ηττημένοι υποβλήθηκαν σε φριχτούς εξευτελισμούς, οι νικητές κόμπασαν, παρέδωσαν την δικαιοσύνη στους ανθρώπους, μιμήθηκαν την πιο άσχημη εκδοχή του εαυτού τους. Και άλλωστε πώς θα μπορούσαν διαφορετικά; Οι συναντήσεις θα επαναληφθούν νωρίς το απόγευμα. Ενδεικτικό της συγκρούσεως που μαίνεται μεταξύ των εμπλεκομένων είναι το γεγονός πως γευματίζουν χωριστά. Θαρρείς ο έρωτάς τους ο αλλοτινός γίνηκε μίσος αποτρόπαιο, φλεγόμενο. Οι ηττημένοι τρώνε κατάχαμα, χρησιμοποιούν τα χέρια τους, γρυλίζουν ο ένας στον άλλο για ένα ξεροκόμματο. Ενώ οι νικηταί, αυτοί λοιπόν απολαμβάνουν το γεύμα τους με την ορχήστρα που παίζει από τον κατάλογο του Κέχελ μερικά από τα πιο έξοχα μενουέτα του τραγικού Αμαντέους. Το τέλος του μουσουργού για όσους γνωρίζουν διαθέτει μπόλικη από την τραχιά βιογραφία των ηττημένων, καθώς η άμαξα του φτωχού σαρώνει τις σωρούς που κείτονται στους δρόμους της παγωμένης πολιτείας.
Η αυριανή συνάντηση θα κρίνει τα πάντα. Οι δυο πλευρές δοκιμάστηκαν στην τέχνη της εξαπάτησης και τις συναλλαγές, επιστράτευσαν τα δολιότερα μέσα, ικέτεψαν οι μεν, αρνήθηκαν οι δε, όλοι υπηρέτησαν τον ρόλο που τους απέδωσε η ζωή. Όμως αύριο όλα θα κριθούν οριστικά και αμετάκλητα. Σαν τα σφραγισμένα χείλη που παίρνουν μαζί τους για πάντα έναν μεγάλο όρκο, μετά την αυριανή συζήτηση οι δυο πλευρές θα διακόψουν κάθε επαφή.
Η μέρα έφθασε. Οι νικητές, με τον εκπρόσωπό τους στο βήμα υπενθυμίζουν στο ακροατήριο μερικά σημαντικά πράγματα.
Είναι λογικό και μεγαλόψυχο ετούτο που ζητάμε. Παρά το ότι θα μπορούσαμε να επιβληθούμε με την αριθμητική μας υπεροχή, εντούτοις εμείς ζητούμε την συναίνεσή σας. Τι μεγαλοψυχία, τι βαθιά, ανθρώπινη πεποίθηση, θα πείτε και θα έχετε τόσο δίκιο. Το πράγμα είναι απλό. Σας αφήνουμε την μνήμη σας αλώβητη μα ζητούμε όλα τα μεγάλα σας βιβλία. Τα τελευταία θα καούν σε μια μεγαλειώδη πυρκαγιά. Φανταστείτε πως το γεγονός θα είναι τέτοιας σημασίας, ώστε ουδείς αμφιβάλλει πως σε παγκόσμιο επίπεδο το κοινό θα παραμείνει αμετακίνητο στους δέκτες του, σε μια υψηλού συμβολισμού μαρτυρία. Θα ξεκινήσουμε με τους φιλόσοφους και έπειτα με τους ποιητές. Αν τελειώσουμε με αυτές τις δυο κατηγορίας, σειρά παίρνει η ιστορία και έπειτα όλες οι επιστήμες με την σειρά των ευεργετημάτων τους. Και όταν ακόμη και η τελευταία λεζάντα θα έχει γίνει στάχτη, σε μία και μόνη βραδιά τα σπουδαιότερα βιβλία του έθνους μας θα μπουν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, θα περιμένουν τα χέρια των παιδιών για να τα ξεφυλλίσουν. Δεν ισχυριζόμαστε πως πρόκειται για μια εύκολη διαδικασία, μα με την χάρη του Θεού και την υποταγή του ανθρώπου, την πιο δημιουργική, ίσως να μπορεί να προκύψει ένα καλό αποτέλεσμα. Την πυρά θα συντηρούν οι ηττημένοι. Θα την ταΐσουν με όλα ετούτα και όταν πια δεν θα υπάρχει τίποτε, τότε θα περάσουν στο σύμπαν των τραγουδιών. Εκεί θα χρειαστούν και άλλες φωτιές και άλλα χέρια εργατικά, ικανά χέρια που θα μπορούν να αντέξουν τις υψηλές θερμοκρασίες. Παραδεχτείτε το, είναι μια δίκαιη συναλλαγή και προσέξτε, μιλώ για μια πρόταση που δεν θα επαναληφθεί. Η υπόθεση τελειώνει εδώ.
Οι ηττημένοι δεν δίστασαν ούτε στιγμή. Ο ντελάλης μάζευε γειτονιά γειτονιά τα βιβλία. Οι άνθρωποι τα πετούσαν στην καρότσα του παλιού φορτηγού. Άλλοι διστακτικά σαν να αποχωρίζονταν έναν δικό τους άνθρωπο και άλλοι με πρωτοφανή χάρη και μια αίσθηση λύτρωσης στα πρόσωπά τους. Σε αυτούς τους δεύτερους οι υπεύθυνοι παρέδιδαν ένα είδος μεταλλίου και ένα καλό ποσό, ως ευχαριστία από την πλευρά των νικητών. Σε κάθε δρόμο μια μεγάλη φωτιά κατάπινε τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τους ποιητές τους σπάραζε διπλά, οι βυζαντινοί καταληστεύονταν καθώς στο εξώφυλλο των χειρόγραφων αφθονούσαν οι πολύτιμες πέτρες και οι λίθοι. Την ιστορία την τεμαχίζανε με μια ευχαρίστηση πρωτόγνωρη, έτσι που οι νικητές υπέθεσαν πως ο μετασχηματισμός σε ένα άλλο έθνος θα ήταν μια εύκολη υπόθεση. Και πως ως το τέλος του μήνα, μια θυγατρική εταιρία με βαθιά, εθνική συνείδηση θα μπορούσε να συνεχίσει το έργο των νικητών από τούτες εδώ τις συντεταγμένες.
Το μόνο που δεν υπολόγισαν και που τελικά αναμένεται να ανατρέψει την όλη υπόθεση είναι εκείνο το τραγουδάκι που γλίτωσε. Κανείς δεν το αναζήτησε στους καταλόγους, κανείς δεν μίλησε για αυτό. Τέσσερεις στίχοι όλοι και όλοι μα δεν θέλει πολύ να γίνει το κακό. Οι νικητές πήγαν από πόρτα σε πόρτα, ρωτώντας, απειλώντας, σκοτώνοντας, λεηλατώντας, ικετεύοντας. Το τραγουδάκι παρέμενε άφαντο. Σε κάποιο περίπολο ένας στρατιώτης σήμανε συναγερμό. Υπήρχε κάτι πέρα στην αμμουδιά που σιγόκαιγε, σαν σκοτωμένο άστρο ή έναν ανεπανόρθωτα χαμένο άγγελο, κανείς δεν γνωρίζει. Η διοίκηση έδωσε ρητές διαταγές το τραγουδάκι να συλληφθεί και οι στίχοι του ένας προς ένας να καταστραφούν. Οι νικητές έφθασαν στην αμμουδιά. Ο άνδρας του περιπόλου είχε ήδη ανέλθει στην ιεραρχία και τώρα πρωτοστατούσε στον συντονισμό του συντάγματος. Αυτοκίνητα, κάμερες, φωτογράφοι, όργανα της τάξης, φοιτητές του Πολυτεχνείου, ιδεολόγοι, οπορτουνιστές, ευτυχισμένοι, φτωχοί, ιεράρχες, pin-up girls, νταβατζήδες, κομματάρχες, ριζοσπάστες, αυτόχειρες, παιδιά καμικάζι, τραγουδίστριες και βαρύτονοι και πριμαντόνες με περαστική κιόλας μπογιά, υπάλληλοι του ηλεκτρισμού και πλοιοκτήτες και στάρλετ με κατάμαυρα γυαλιά ηλίου, σαν τάχα να πρόκειται για μια επίδειξη πυρηνικής σύντηξης, δημοσιογράφοι, επιστήμονες σεισμολόγοι και οιωνοσκόποι. Κανείς δεν έλειπε από την αμμουδιά. Το τραγουδάκι λυπήθηκε πολύ καθώς εμπρός του παιζόταν η τελευταία σκηνή ενός πολύ προσωπικού δράματος. Όταν οι νικητές το πλησίασαν πέταξαν με χάρη το δίχτυ. Το τραγουδάκι πιάστηκε, πιάστηκε, πιάστηκε μα κάποιος στίχος χάθηκε στο πέλαγο. Η διοίκηση έδωσε διαταγή στις λέμβους να το αναζητήσουν μα κάθε κόπος αποδείχτηκε άκαρπος. Οι ειδικοί είπαν, ο στίχος πνίγηκε.
Και όλα τέλειωσαν μα κάπου εκεί έξω, με μάτια ψαριού και σιωπές χιλιόχρονων βυθών ο στίχος φυγάς κρατιέται στην ζωή. Και είναι αυτός, ο ήχος του απόμακρου τραγουδιού που σε κλονίζει σαν πνιγείς μες στο θανάσιμο φεγγάρι του Αυγούστου.
*
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.