Αύγουστος Κορτώ, Σκυλίσια Ψυχή. Εκδόσεις Πατάκη 2018.
Όταν στις δεκαετίες ΄60 κι ‘70, επιστρέφοντας από το κινηματογράφο, οι γυναίκες του σπιτιού χαρακτήριζαν με λάμψη στα μάτια, ένα έργο “πλούσιο” εννοούσαν ότι είχαν θαυμάσει λαμπερά κοστούμια, σκηνικά ακόμα και περισπούδαστες κομμώσεις. Η ζωή τους μάλιστα άλλαζε για λίγο καθώς επιστράτευαν ράφτρες, κομμώτριες και επιπλοποιούς προκειμένου να αναπαράγουν το μεγαλείο.
Στη Σκυλίσια Ψυχή ο Κορτώ επιστρατεύει τον ατομικό του πλούτο, την ευαισθησία και την οξεία παρατηρητικότητα, προκειμένου να ζωντανέψει το κεντρικό μύθο. Οι εμπειρίες από τα ταξίδια του, από τη πρώτη αίσθηση πτήσης αεροπλάνου ως τη θητεία σε νοσηλευτικά ιδρύματα, από τις γνώσεις της ιατρικής ως τη λυτρωτική εμπειρία της ψυχανάλυσης και τον γονεϊκό ρόλο που αναλαμβάνουν όσοι διαθέτουν αξόδευτο στοκ αγάπης, μπαίνουν στο χαρτί για να πλαισιώσουν την ιστορία που διηγείται.
Η αντιφατική και απρόβλεπτη σχέση ζωής ενός κοριτσιού με τους σκύλους δεν είναι μια απλή περίπτωση ζωοφιλίας. Ούτε και η σκιαγράφηση της κτηνωδίας των ναζί μέσω μιας παραμέτρου που κινείται μεταξύ ιστορίας και μυθοπλασίας. Ο συγγραφέας, κεντάει με μαεστρία, τα γεγονότα της τρέχουσας κατά καιρούς επικαιρότητας, τους χαρακτήρες με αληθοφάνεια και αχαλίνωτη φαντασία, την γεωγραφία του κόσμου, της πολιτικής, πάνω απ΄ όλα, μίας ψυχής που ζει, αγωνίζεται και πάσχει.
Στις σελίδες του μυθιστορήματος συνυπάρχουν αρμονικά και ρέοντα ιστορικά γεγονότα από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα ως τη πτώση του Τείχους, τα βίτσια των ναζιστών και η ψυχολογία των επιζώντων από καταστροφές και οικογενειακά δράματα ακόμα κι όταν δεν έχουν μπει σε λέξεις αλλά παραδίδονται υπόρρητα από γενιά σε γενιά.
Ο Κορτώ, μας άνοιξε παλαιότερα την πόρτα του σπιτιού του και περιέγραψε με τόλμη και με πινελιές “τσιφορικού” χιούμορ τα τραύματά του. Τα σκόρπισε εν είδει στάχτης τα προϊόντα από τις ζοφερές απώλειες, μεταμορφώνοντάς τα σε χειρονομίες αγάπης και παραδοχής. Σε στιγμές, βέβαια, οι πιστοί του αναγνώστες θα συναντήσουν σ΄αυτό το μυθιστόρημα μια παιδικής αφέλειας μυθοπλασία όπου οι κακοτοπιές διευθετούνται με κάποιο “μαγικό” σχεδόν ραβδί.
Από τα αδέσποτα των μεγαλουπόλεων μέχρι την υιοθεσία των αποσυνάγωγων αυτής της ζωής, ο συγγραφέας χτίζει φωτισμένα σπιτάκια μες το σκοτεινό δάσος της κοινωνίας όπου βρίσκουν καταφύγιο οι αδύναμοι: στέγη και τροφή, περίθαλψη και θεραπεία των τραυμάτων, ένα ονειρικό πλαίσιο για να κολλήσουν τα σπασμένα τους κομμάτια μέσα στη θαλπωρή μιας αγκαλιάς. Λογής λογής ψυχές, άνθρωποι, ζωντανά όπως και ορισμένοι νέοι που αναζητούν ένα σταθερό σκαλί για να ξεκινήσουν τη ζωή.
Στάθηκα με αναγνωστική ευτυχία σε μια αντίληψη που συνοψίζεται στη φράση “ένα καψαλισμένο κλαδί που βλασταίνει και ανθίζει με στήμονες από μετάξι, ένα σακατεμένο ζώο που σέρνεται στο χώμα και ξάφνου βγάζει φτερά και γίνεται πουλί”, καθώς το λογοτεχνικό ανάστημα και η ευελιξία του Κορτώ τον διακρίνει από ό,τι σχετικό συνήθως γράφεται για το ρόλο και τα κίνητρα στην ώριμη ηλικία. Συνήθως η λογοτεχνία αποδίδει, ιδία στις γυναίκες, το ρόλο θρηνωδού σε σχέση με απώλειες κι απωθημένα, θανάτους, χωρισμούς κι ερωτικές φαντασιώσεις. Εδώ μια ηρωίδα βρίσκεται να μετασχηματίζει αποφασιστικά, εμπειρίες, γνώσεις και διάθεση για αυθεντική ζωή, με ταξίδια, εγκαταστάσεις και μετεγκαταστάσεις, για να γίνει μία κοσμοπολίτισσα “μαμά του λόχου”!
Δεν θα πω περισσότερα για το πλούτο που δεν κλείνεται αλλά ξεπηδάει από τις σελίδες της Σκυλίσιας Ψυχής. Αποτελεί μια σύνθεση πολύπλευρη που ξεπερνάει το όποιο στερεότυπο μπορεί να φαντάζεται κανείς διαβάζοντας τη σύνοψη: Μικρή Εβραιοπούλα σώζεται από σκύλο.
*
©Μαρία Ιωαννίδου
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.