Πρωτοχρονιάτικο εργάκι
[Εσωτερικού γραφείου. Πρόκειται για εκείνα τα απρόσωπα με τα νέον φώτα, τις ψευδοροφές, τα γραφεία μαργαρίτες με τα διαχωριστικά, το κουβούκλιο του φύλακα, πιο πέρα το σκοτάδι. Μια αδειανή σάλα, γεμάτη περιττή επισημότητα. Στο βάθος κάποιος εργάζεται. Το όνομά του είναι Λιούι, εκτελεί διεκπεραιωτικές εργασίες και σε λίγο θα φύγει. Έχει κανονίσει, είναι βράδυ Πρωτοχρονιάς και κάθε τόσο το πρόσωπό του φωτίζει η επαναλαμβανόμενη δέσμη από ένα μικρό, κάτωχρο, πλαστικό δεντράκι που συνοψίζει όλο και όλο αυτό που ονομάσαμε γιορτές. Ακούγονται βήματα, ο Λιούις κοιτάζει, ο φύλακας έχει σχολάσει.]
Λιούις: Είναι κανείς; [τινάζεται από την θέση του, προλαβαίνει μονάχα να πει το όνομά της], Τζούλια; Εσύ; Πώς βρέθηκες εδώ; [περνά μια σκιά, δεν αποκρίνεται. Μια γυναικεία φιγούρα.] Τζούλια, νομίζω πως μου κάνεις πλάκα. Επειδή, επειδή σου είπα ότι δεν σε αγαπώ και πως όλο και όλο σημαίνει λίγο ξέγνοιαστο χρόνο, έτσι δεν είναι; Είναι άδικο να μην μου μιλάς, μην με αγνοείς Τζούλια.
[η φιγούρα περνά, κάποιος τον κοιτάζει από το απέναντι διαχωριστικό] Κύριε Έγκλ, ήταν λάθος, δεν χρειάζεται να με κοιτάζετε έτσι. Τόσο μίσος κύριε Εγκλ μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις από τους συνδικαλιστές. Μονάχα αν το καταγγείλω πως βλαστημήσατε επειδή έχασα εκείνον τον πελάτη και με απειλήσατε και εγώ ήμουν έτοιμος να… Χρόνια πολλά κύριε Εγκλ [η φιγούρα δεν αποκρίνεται, περνά με αργό, γεροντικό βάδισμα, κάποιος περνά στέκει, τον κοιτάζει και χάνεται.] Άνταμ, Άνταμ! Εδώ! Ο φίλος σου! Πού χάθηκες, Θεέ μου δεν είναι δυνατόν, τρελαίνομαι! Μα σε είδα, είμαι σίγουρος, κρατούσες ένα μπουκέτο λουλούδια και χανόσουν. Ούτε αποχαιρετισμοί, ούτε τίποτε, όπως μου είπες πως ήθελες Άνταμ, γιατί δεν μου μιλάς; Είναι αλήθεια πως δεν ακούν οι άνθρωποι εκεί πέρα; Είναι φοβερό, φαντάσου Άνταμ, μουσικές, φαντάσου φίλε μου
[δακρύζει, τρέμει μα βρίσκει γρήγορα τον εαυτό του, επειδή ένας νεαρός του ζητά το κατιτίς, ένα φιλοδώρημα, μα εκείνος αρνείται, αρνείται, αρνείται, τρεις φορές όπως οι πολύ πιστοί άνθρωποι.] Τώρα κατάλαβα, θα σου δώσω ότι θέλεις νεαρέ, ίσως πούμε και δυο κουβέντες, θα μπορούσες να είσαι ο γιος μου, εκείνο το παιδί που χάσαμε με την Κλαιρ και μετά εκείνη, είπε, δεν αντέχω και πέρασε το γεφύρι που βγάζει στην αδειανή πλευρά. Έφυγε ανθισμένη η Κλαιρ, με κόκκινα μήλα, ανοιξιάτικες ντροπές ήταν η Κλαιρ, όλες μαζί μαζεμένες στο φουρό της. Να, πάρε ό,τι χρειάζεσαι, εγώ δεν τα χρειάζομαι, το γεύμα στου κυρίου Μακνίλ κοστίζει πέντε δολάρια. Και φαντάσου πως είναι το εορταστικό, νεαρέ. Τι λες; Σου κάνω το τραπέζι απόψε.
[τα φώτα τρεμοσβήνουν, από τον κεντρικό διάδρομο περνά ένας ηλικιωμένος με αργό, ρυθμικό βήμα. Πίσω του ο φύλακας που ΄χα πιστέψει πως σχόλασε μα εκείνος κρατά την κάπα του γέρο χρόνου που περνά. Μια ορχήστρα από έγχορδα που παρέμενε κρυφή κάνει τώρα την εμφάνισή της ακροβολισμένη σε γραφεία μαργαρίτες και meeting rooms. Ο γέρος χρόνος τον κοιτάζει, του γελά και το όνειρο τελειώνει. Ο Λιούις, ιδρωμένος, τρίβει τα χέρια του και μιλά. Καπνίζει και πίνει ουίσκι. Τον φωτίζουν τα ρυθμικά λαμπιόνια, όπως στην αρχή. Μόνον αυτός φωτισμένος, σαν μέσα στο εξομολογητήρια των καθολικών. ]
Μετά το όνειρο πάει, έγινε καπνός. Καταλαβαίνεις; Όλα χάθηκαν, δεν θυμάμαι τίποτε. Ακόμη και αν όλα αυτά πεθάνανε δεν θα έπρεπε να θυμάμαι κάτι; Όσο το σκέφτομαι δεν βρίσκω λύση. Πίνω για να τον ξεχάσω, που μου χαμογέλασε. Γιατί; Τι σήμαινε; Φοβάμαι να βγω, κάνω ένα βήμα και η ζωή μου τρέμει. Επιβιώνω από τύχη, έχω μέσα μου χίλιες αρρώστιες κοιμισμένες. Και έπειτα είναι και εκείνοι. Η Τζούλια, ο νεαρός, ο Άνταμ. Τι θέλανε να μου πούνε; [μικρή παύση και συνωμοτικά πολύ]
Μα το σπουδαιότερο δεν στο ΄πα [καπνίζει και πίνει από το ποτήρι του], χθες το βράδυ βρήκα στο μέτωπό μου μια λευκή, κάθετη γραμμή, σαν ζωγραφιά. Χτυπά σαν φλέβα, δεν είναι ζωγραφιά. Το ξέρεις; Ξέρεις τι είναι αυτό; Θα τρελαθώ, πες μου.
Μια άγνωστη φωνή: Είναι ο χρόνος που κυλά.
[Η ορχήστρα σταματά απότομα, ο φωτισμός επανέρχεται, στο βάθος εκείνος δουλεύει μόνος. Ακούγεται μονάχα ήχος ρολογιού. Ο μόνος διεθνής.]
τέλος
*
©Απόστολος Θηβαίος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.