Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Παλιές πρεμιέρες

(μερική άποψη) το βομβαρδισμένο από το Ρωσικό στρατό, Θέατρο της Μαριούπολης

Η ανταπόκριση δεν αποτέλεσε περιεχόμενο καμιάς φυλλάδας. Κάθε άλλο. Αφορά έναν χαμένο κιόλας καιρό. Τώρα το θέατρο είναι συντρίμμια και κάθε νύχτα βγαίνουν λίγοι λίγοι οι σκοτωμένοι και το ξαναχτίζουν. Οι πληγές τους φαίνονται από μίλια μακριά, πώς να ξεχάσεις; Η ανταπόκριση δεν αποτέλεσε περιεχόμενο καμιάς φυλλάδας, κυρίως λόγω του φόβου της προπαγάνδας που θερίζει λένε, εκεί έξω. Η ανταπόκριση στηρίζεται μονάχα στο ένστικτο, στο στοιχείο το χθόνιο που ορίζει τις τύχες των λαών όταν σημάνει ο πόλεμος.

Απόψε η αίθουσα είναι κατάμεστη. Από παντού συρρέουν τα πλήθη. Οι κυρίες ντυμένες τις ακριβές τουαλέτες από ταφτά, με τα βαριά χρυσάφια στους λαιμούς, στους καρπούς, στις καρδιές. Και οι κύριοι με επίσημο φράκο, ολόλευκο, κολλαριστό πουκάμισο να τους σφίγγει σαν χέρι τους λαιμούς. Το θέατρο αστράφτει, τα χρώματα του δίνουν την αίσθηση ενός τσίρκου, τα άγρια θηρία βρυχώνται στους εξώστες και γελούν και κλείνουν εμπορικές συμφωνίες με βέβαιο κέρδος. Και κάποιοι που είναι μυστικοί εραστές ανταλλάσσουν χειραψίες, και προβαίνουν σε χειρονομίες που σημαίνουν τόσα πολλά περισσότερα από τον ίδιο τον έρωτα. Την επιθυμία του κορμιού, ναι αυτό είναι που αναδύουν οι μορφές των μυστικών εραστών. Νεαρές και νεαροί από σημαντικές οικογένειες με σύμβολα εραλδικά στις πόρτες, με οράματα και ιδέες μεγάλες για αυτόν τον κόσμο. Θεέ μου, η τέχνη προσελκύει απόψε στο κέντρο της πολιτείας τα καλύτερα παιδιά. Πρόκειται για μια σιωπηλή σύναξη, πέρα μακριά στις παράγκες του στρατού ένα τάγμα σωπαίνει, ένα τάγμα οργανώνει την ύστατη έφοδο, ένα τάγμα αποδεκατίζεται στο Βελιγράδι, την Αθήνα, το Κίεβο όσο κρατούν οι μουσικές.

Η παράσταση ξεκίνησε στην ώρα της. Αργά που σβήσανε οι φωτισμοί, αργά που σώπασαν τα λόγια, πώς ξύπνησαν τα αγγίγματα τα πιο μυστικά. Οι εξώστες συνιστούν ποιητικά νησιά, κόσμους ατόφιους ερωτικούς για αυτήν την υψηλή κοινωνία που λατρεύει την έννοια του θεάματος. Η ορχήστρα στην τάφρο παίζει με σταχτιές χορδές το έρημο νόημα του κόσμου. Τα πρόσωπά τους, οι μορφασμοί δεν ξεχωρίζουν, όλα θυμίζουν το μελάνι του Θεοτοκόπουλου, όλα σπαράζουν για τον ήρωα της παράστασης και όλα τον περιμένουν.

Νάτος, φθάνει, στέκει πλάι στον ιωνικό κίονα, έπειτα κάνει δυο βήματα, θυμίζει νωπογραφίες του Τζιοττό, θυμίζει εκείνον τον ήρωα με το όνομα Πίτερ Σλέμιλ που απέμεινε δίχως ίσκιο, πιο μόνος από το οτιδήποτε. Οι πράξεις κυλούν σαν νερό, εκείνη η φιγούρα που μάχεται τον ρόλο της αναβλύζει ανθρώπινη ζωή, ελπίδα και θάνατο την ίδια στιγμή. Βαδίζει ανάμεσα στα ρόδα και τους υάκινθους και τους νάρκισσους , τώρα κανείς δεν τον συντροφεύει. Το άγαλμα στέκει απέναντί του. Γευματίζουν ήσυχα, δίχως κουβέντες. Έπειτα κοιτάζονται βαθιά στα μάτια, παντού στον κόσμο ακούγονται πόρτες που κλείνουν, φωνές που ξυπνούν, αίματα που σωπαίνουν. Το άγαλμα γνέφει και από την μπούκα της σκηνής εισβάλλουν τα οράματα, κάτι φιγούρες φασματικές με αδειανό το χρώμα τους. Κάποιος σηκώνει το φεγγάρι του Λεοπάρντι, εκείνο φεύγει από την θέση του και γλιστρά κάτω στην πόλη. Ακούγεται το αλουμίνιο της νύχτας που τσακίζει, ένας θίασος σκοτεινός και αλλοπρόσαλλος κυκλώνει την τραπεζαρία που τρώνε οι δυο τους. Γυροφέρνουν εκείνη την φιγούρα, ψιθυρίζουν το όνομά του ξανά και ξανά. Δον Τζιοβάνι, Δον Τζιοβάνι ξανά σαν αντίλαλος που δυναμώνει, σαν σπινθήρας γεμάτος από την ομορφιά του πιο μαύρου ποιήματος. Ο θίασος αρπάζει τον Δον και τον κατεβάζει στον κάτω κόσμο. Εκεί θα πληρώσει τα κρίματά του. Οι φωνές τον κυριεύουν και ένας άγγελος με μάτια καταγάλανα γελά στο βάθος της σκηνής, καθισμένος στο μαρμάρινο τραπέζι, κάτω από τα επιγράμματα, κάτω από τα επιγράμματα. Ένας άλλος κρεμά το φεγγάρι που λιγοψυχά και κλαίει και θρηνεί.

Η παράσταση τελειώνει. Τώρα όλα μοιάζουν ξεκάθαρα. Το θέατρο είναι διαλυμένο και η σκηνή του γεμάτη από τα πουλιά και τα πλάσματα της νύχτας. Οι θεατές, κάτι φιγούρες απόκοσμες, τα αγόρια χαμένα μες στην νύχτα. Εδώ δεν ζουν εραστές, εδώ τα αμπέλια γεννούν τα αίματα. Το θέατρο χάσκει σαν ξεχαρβαλωμένο στόμα, ξερνά ανθρώπους και καπνούς. Μαύρος ο τόπος, κατάμαυρος και όλα να καλπάζουν κατά τον θάνατο. Και όμως οι θεατές γελούν και ασπάζονται αλλήλους επειδή λέει ο Δον Τζιοβάνι πλήρωσε τα κρίματά του σε τούτη την ζωή και όχι σε καμία άλλη.

Στον τοίχο πέρα σώζεται η μπροσούρα της πρεμιέρας. Δημοτικό Θέατρο Μαριούπολης, Δον Τζιοβάνι, περασμένος Δεκέμβρης. Οι εραστές είναι πια σκοτωμένοι, δεν μεθούν, δεν αγαπούν κα ένας λαός ζωγραφίζει απάνω στην σημαία του, αίματα, μελανιές, όλμους και χαρακιές να μην ξεχάσει, να μην. Όταν η ζωή αποφασίζει ο Δον Τζιοβάνι συντρίβεται. Και οι θεατές, άγνωστοι μέχρι χθες σφίγγουν τα χέρια τους, όπως κάνουν οι άνθρωποι σαν κρίνεται ένα πολύ σπουδαίος αγώνας.

Και οι θεατές παίρνουν τον δρόμο που βγάζει στην πόλη. Και εντός τους κουβαλούν τους νεκρούς τους, πιο ζωντανούς από ποτέ. Τα χέρια πάντα σφιγμένα, στις παλάμες τους ταμιευμένο όλο το ανθρώπινο κουράγιο. Και οι θεατές κρυφογελούν που ο Δον Τζιοβάνι πλήρωσε τα κρίματά του σε αυτήν και σε κάθε άλλη ζωή. Έτσι απλά και λαϊκά μαθαίνουν να αγαπούν τους θρύλους και τις ιστορίες ετούτοι οι πολιορκημένοι.

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→