Γενναία εμπρός, επιλεγμένα κείμενα της σερβική πεζογραφίας του εικοστού αιώνα,
Επιλογή, μετάφραση, επιμέλεια: Γιώργος Γκόζης, εκδόσεις Ρώμη 2022.
Μπράνκο Τσόπιτς | Αγαπημένε μου Ζίγια
Γνωρίζω πως γράφω ένα γράμμα που δεν μπορεί να φτάσει στον παραλήπτη του, αλλά παρηγορούμαι τουλάχιστον πως όποιος αγαπά και τους δυο μας θα το διαβάσει.
Είναι αργά το βράδυ και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Σε αυτή την εποχή των κουφών, γίνεται συζήτηση μόνο για φαντάσματα και αναμνήσεις, και εγώ, ιδού, συλλογίζομαι τον χρυσό ιστό της αράχνης, την ασημένια ομίχλη των ιστοριών σας και το τρομερό τέλος που σας βρήκε στο στρατόπεδο του Γιασένοβατς.
Γράφω, αγαπημένε Ζίγια, και δεν είμαι σίγουρος ότι, για παράδειγμα, δεν με περιμένει παρόμοιο τέλος σε αυτόν τον κόσμο όπου η πανούκλα ακόμα ταξιδεύει.Στις πιο φεγγαρόλουστες νύχτες σου ένιωσες εκείνο το τέρας της Αποκάλυψης με τα μαλλιά του θανάτου. Μια μέρα το είδες κιόλας, αληθινό, γήινο, το φοβερό σου όνειρο έγινε πραγματικότητα, ο εφιάλτης σου.
Εκείνα τα ίδια χρόνια κατά τύχη γλύτωσα από τη δική σου μοίρα, αλλά, νά, είναι στιγμές που ένα μαύρο προαίσθημα με κατακτά: βλέπω μία νύχτα, ψυχρή, με αστέρια από πάγο διά μέσου της οποίας με οδηγούν άγνωστο πού. Ποιοι είναι αυτοί οι σκοτεινοί δήμιοι με την ανθρώπινη μορφή; Μήπως μοιάζουν με εκείνους που πήραν και σένα; Ή μήπως είναι τα αδέλφια εκείνων με τους οποίους είχε φύγει ο Γκόραν; Να μην είναι μήπως οι σκοτεινοί δολοφόνοι του Κίκιτς;
Κάποτε, μαζί, παιδιάστικα, λυρικά συνεπαρμένοι θρηνήσαμε πάνω από τον ποιητή Γκαρσία Λόρκα και φανταστήκαμε εκείνη την αυγή που τον οδήγησαν μακριά, δίχως επιστροφή, στους έρημους δρόμους της Γρανάδας.
Βρέθηκα πρόσφατα στη Γρανάδα, παρακολουθούσα από τον λόφο τον ηλιόλουστο βραχώδη λαβύρινθο των δρόμων της και αναρωτιόμουν: σε ποια πλευρά τον πήγαν; Και τότε πάλι ήσουν στο πλάι μου, ακριβώς δίπλα μου και δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας ψιθύρισε τα λόγια του Λόρκα, τα πλήρη φρίκης: «Μαύρα είναι τα άλογά τους, μαύρα τα πέταλά τους» [*]. Πολλαπλασιάζονται στον κόσμο τα μαύρα άλογα και οι μαύροι καβαλάρηδες, βρικόλακες νύχτα μέρα κι εγώ κάθομαι πάνω από τα χειρόγραφά μου και μιλάω για έναν κήπο στο χρώμα της μολόχας, για καλούς γέροντες και εκστατικά αγόρια. Πριν με πάρουν, βιάζομαι να αφηγηθώ το χρυσό παραμύθι των ανθρώπων. Ο σπόρος του εσπάρη στην καρδιά μου από την παιδική ακόμη ηλικία και εκείνος φυτρώνει, ανθίζει και ανανεώνεται αδιάκοπα. Τον έκαψαν οι πολλές φρικαλεότητες από τις οποίες πέρασα, αλλά η ρίζα του έμεινε, ζωογόνος και άφθαρτη κάτω από το φως του ήλιου.
Ορίστε, γι’ αυτό θα ήθελα να ψιθυρίσω και να γράψω το παραμύθι μου, Ζίγια. Εσύ ξέρεις καλύτερα πως τίποτα δεν επινόησα και πως σε αυτήν την δουλειά κανείς δεν μπορεί να επινοήσει, ειδικά κακούς ανθρώπους και ιερούς πολεμιστές.
Δυστυχώς ούτε εκείνους τους άλλους φαντάστηκα, τους σκοτεινούς δολοφόνους με το ανθρώπινο πρόσωπο. Για εκείνους δεν μπορώ ούτε θέλω να μιλήσω. Δεν μπορώ και δεν μου αρέσει να μιλάω για αυτά. Αισθάνομαι μόνο τον τρόπο που πολλαπλασιάζονται και σαπίζουν σε αυτόν τον στενάχωρο κόσμο και μου φαίνεται πως λίγο ακόμα και θα μου χτυπήσουν την πόρτα
Ας είναι, Ζίγια… Ο καθένας αμύνεται με τα δικά του όπλα, αλλά ακόμα δεν έχει υπάρξει σφυρήλατο σπαθί που να μπορεί να κόψει το σεληνόφως μας, τα χαμογελαστά μας ξημερώματα, το θλιμμένο μας λυκόφως.
Αντίο, καλέ μου. Ίσως είναι κάπως αστεία η παλιομοδίτικη στολή μου, το προγονικό μου δόρυ και οι κακές ενδείξεις που δεν δίνουν την υπόσχεση κάποιου είδους, ο θεός να τον κάνει, αγώνα. Αχ, τι τα θες…
_____________
[*]_Στίχος του ποιήματος του Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα «Η μπαλάντα της Ισπανικής Λαϊκής Πολιτοφυλακής». Στο ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου και συγκεκριμένα στις 19 Αυγούστου του 1936 ο φυλακισμένος ποιητής εκτελέστηκε στη Γρανάδα. Μέχρι σήμερα η σορός του δεν έχει βρεθεί.
✳︎
Σημειώσεις του μεταφραστή:
Πρώτη εμφάνιση στα ελληνικά. Εισαγωγικό κείμενο υπό μορφή προσαρμοσμένου αποσπάσματος από την εναρκτήρια επιστολή της συλλογής διηγημάτων «Κήπος στο χρώμα της μολόχας» του 1970.
Ο συγγραφέας στέλνει αυτή την επιστολή στον φίλο του Βόσνιο συγγραφέα Ζίγια Ντιζντάρεβιτς, ο οποίος σκοτώθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξολόθρευσης Γιασένοβατς το 1942, το οποίο λειτούργησε κατά τον ΒΠΠ στην κατεχόμενη από τις δυνάμεις του Άξονα Γιουγκοσλαβία σε κροατικό έδαφος. Το τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρώπη, τελούσε αποκλειστικά υπό την κροατική -και όχι υπό γερμανική- διοίκηση των Ουστάσι, οργάνωσης ιδεολογικά ταυτισμένης με τη ρατσιστική ναζιστική ιδεολογία, τον φασισμό, τον εθνικισμό, την ιδέα της Μεγάλης Κροατίας και τον ρωμαιοκαθολικισμό. Η γενοκτονία στο Γιασένοβατς αριθμεί 77.000 με 100.000 θύματα, τα οποία ήταν κυρίως Σέρβοι, Εβραίοι και Ρομά, αλλά και Κροάτες και Βόσνιοι Μουσουλμάνοι πολιτικοί αντιφρονούντες του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας (ΑΚΚ) από το 1941 ως το 1945, μίας μοναρχίας οιονεί ιταλικού προτεκτοράτου και μαριονέτας της Γερμανίας. Σε αντίθεση με τα ναζιστικά στρατόπεδα μαζικής αφανισμού ανθρώπων, το Γιασένοβατς εξειδικεύθηκε στην άσκηση εξατομικευμένης δολοφονικής βίας με τα χέρια, με μαχαίρια, σφυριά και τσεκούρια. Απελευθερώθηκε από τους Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους.
Στην ανεπίδοτη αυτή επιστολή του στον νεκρό του φίλο ο Τσόπιτς αναφέρει ακόμα τον Κροάτη ποιητή Ίβαν Γκόραν Κόβατσιτς και τον επίσης Βόσνιο συγγραφέα Χασάν Κίκιτς οι οποίοι επίσης δολοφονήθηκαν την ίδια περίοδο.
Περί του συγγραφέα:
Ο Μπράνκο Τσόπιτς, Χάσανι Βοσνίας και Ερζεγοβίνης 1915 – Βελιγράδι 1984, ήταν επικριτής της διαβρωμένης μεταπολεμικής Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (ΣΟΔΓ) και εξαγρίωσε πολλές φορές τον Τίτο που τον απείλησε προσωπικά και δημόσια με αφανισμό. Για το λόγο αυτό, ο συγγραφέας κρέμασε στην εξώπορτα του διαμερίσματός του απόκομμα εφημερίδας όπου ο Τίτο διαβεβαίωνε πως δεν θα τον συλλάβει. Πασίγνωστος από τα κείμενά του στα σχολικά βιβλία της ΣΟΔΓ, σπάνια περίπτωση συγγραφέα που ζούσε αποκλειστικά από τα γραπτά του ήδη από το 1951 εξαιτίας της δημοφιλίας του στη χώρα και στο εξωτερικό. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από τη δεύτερη μεγαλύτερη γέφυρα της πόλης που συνδέει το Παλιό με το Νέο Βελιγράδι πάνω από τον ποταμό Σάβο στις 26 Μαρτίου του 1984.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.