Χρύσα Κοντογεωργοπούλου, Αγρώστις ―από την Μαρία Κουλούρη

Χρύσα Κοντογεωργοπούλου, Αγρώστις ―εκδόσεις 24 Γράμματα

Φτάνοντας το βιβλίο της Χρύσας Κοντογεωργοπούλου στα χέρια μου, έκανα το παιχνίδι που ακολουθώ τελετουργικά όταν συναντώ ένα καινούργιο βιβλίο. Άνοιξα τυχαία σε διάφορες σελίδες και διάβασα όπου έπεφτε το μάτι μου. Διάβασα : «ο Χρόνος πάλι Άχρονος στον θάνατο». Σκέφτηκα, ότι οι λέξεις «Χρόνος» και «Άχρονος» είναι γραμμένες με κεφαλαία άλφα, ενώ ο «θάνατος» με μικρό θήτα. Νίκη της ζωής, λοιπόν. Μετά διάβασα : «Η λυρική σκηνή είναι η τρέλα» και σκέφτηκα «ωραία, έχει ψυχή το θέμα, δεν θα χαθούμε σε νοήματα και εγκεφαλικά σχήματα». Στη συνέχεια διάβασα : «Κι είδαν από μακριά σα μια σκιά/ τον Ιωάννη να περνά». Και μεταφυσικό στοιχείο, σχολίασα. Ακολούθως το μάτι μου έπεσε στον τίτλο: «Εξπρεσιονισμός ουδέποτε ευδοκιμήσας υπό άπλετον ήλιον». Εκεί η περιέργειά μου σταμάτησε το παιχνίδι και εγκατέλειψα τον κατακερματισμό της ανάγνωσης.

Διάβασα ολόκληρο το ποίημα :

«Ουρλιάζεις σιωπή μου…/ ευτυχώς που σε απορροφά ο ήλιος/ κι εκτονώνεις τα τόσα κυβικά/ έντασης/ της λαχτάρας για ακροβατικά,/ στην ισορροπία σε μια ηλιαχτίδα».

Μου άρεσε αυτό το ποίημα, άλλωστε ήταν τόσο ταιριαστό με τη συνθήκη της πραγματικότητας. Ήμουν εγκλωβισμένη στην κίνηση για ώρα και ο ήλιος που χτυπούσε με δύναμη στο τζάμι του αυτοκινήτου μου είχε δημιουργήσει μια γλυκιά ζαλάδα, τέτοια ώστε κάπως μουδιασμένη όπως ήμουν να καταπραΰνει την ένταση της πόλης. Στη συνέχεια διάβασα το πρώτο ποίημα του βιβλίου:

«[Άγριο σπαράγγι] …εκείνο το απερίγραπτα λεπτό αίσθημα/ που τρεμοπαίζει κάτω απ΄ το / φεγγαρόφως,/ μικρό σπαράγγι ανάμεσα στ’ αγκάθια/ του ίδιου του του θάμνου/ αυτό θα τραγουδήσω».

Γυρίζω στο τέλος του βιβλίου και διαβάζω : «Αναμένουμε ν’ ανάψουμε τα στάχυα», όλες οι λέξεις με κεφαλαία. Δεν κρύβω ότι ενθουσιάστηκα. Συνέχισα να διαβάζω με ενδιαφέρον τα ποιήματα. Στάχυα, δέντρα, θημωνιές, χωράφια, κάμποι, θάλασσα, ουρανός, φεγγάρι, ήλιος, φως και κάπου ενδιάμεσα αποσπάσματα από τον εκκλησιαστικό λόγο των Γραφών.

Βρισκόμουν στο κέντρο της πόλης και όμως είχα γεμίσει από εικόνες φυσικών τοπίων. Κυρίως, όμως, είχα την αίσθηση ότι κρατούσα ένα βιβλίο δουλεμένο όπως ένα αντικείμενο φτιαγμένο από πηλό. Ένα βιβλίο στο οποίο τα κύρια στοιχεία της φύσης ενώθηκαν από την ποιήτρια για να φτιαχτεί ένα σύμπαν δημιουργίας. Ένα σύμπαν γεμάτο στάχυα και θεϊκή / υπερφυσική πνοή. Ένα σύμπαν, δηλαδή, το οποίο κυοφορεί και γεννά την ίδια τη ζωή.

Πώς, όμως, η αγνότητα των υλικών του σύμπαντος αυτού θα μπορούσε να σταθεί στη σύγχρονη πεζή, άγρια, πολύπλοκη και μαζικοποιημένη εποχή; Η απάντηση σε όλα τα δύσκολα ερωτήματα θα μπορούσε να είναι πάντα ή σχεδόν πάντα η παραβολή ενός παραμυθιού. Και η ποιήτρια δείχνει να το γνωρίζει αυτό. Άλλωστε, στις επιμέρους ενότητες του βιβλίου υπάρχει και η ενότητα με τον τίτλο «Παραμύθια με τ’ ασήμι».

Δεν είναι, όμως, μόνο αυτή η ενότητα. Όλο το βιβλίο θα μπορούσε να διαβαστεί ως παραβολή, άλλωστε η ποιήτρια μας εισάγει στο έργο της μέσω του κατεξοχήν λόγου της παραβολής, που δεν είναι άλλος από τον λόγο των εκκλησιαστικών κειμένων. Μέσω των παραμυθιών, λοιπόν, έχουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε μη ορθολογικά τη φύση και το περιεχόμενό της. Μέσω της ονειροπόλησης και της φαντασίωσης επαναπροσδιορίζουμε τη σχέση μας με την πραγματικότητα και μπορούμε να συλλάβουμε την αλήθεια και το νόημα της ύπαρξης. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που γνωρίζουν οι ποιητές. Ο Σίλερ έχει γράψει: «Βαθύτερο νόημα βρίσκεται στα παραμύθια που μου έλεγαν στα παιδικά μου χρόνια, παρά στην αλήθεια που μας διδάσκει η ζωή.» Όταν, λοιπόν, η ποιήτρια γράφει «Κοίτα/ δεν είναι η Βοτανική μόνον να παίρνεις τα βουνά/ ή/ να μελετάς τα βότανα/ θέλει δουλειά στο σπίτι η Βοτανική/ θέλει δουλειά στις Βιβλιοθήκες/ καθήμενος έτσι που να βλέπεις λίγες κορυφές κυπαρισσιών/ και να μελετάς τη/ Flora Greaca Plantarum Rariorum Historia”, μας μιλά παραβολικά για τη ζωή και τον τρόπο αναζήτησης του νοήματός της.

Το βιβλίο της Χρύσας Κοντογεωργοπούλου έχει ποιήματα ευφάνταστα, τόσο στη γλώσσα τους όσο και στο περιεχόμενό τους. Ποιήματα και γλωσσικά παιχνίδια που ξαφνιάζουν ευχάριστα και μετατρέπουν την ανάγνωση από μια πιθανή στείρα διαδικασία σε μια εμπειρία μοιράσματος της δημιουργού με την κάθε αναγνώστρια και τον κάθε αναγνώστη. Είναι ποιήματα τα οποία βρίσκονται έξω από ένα σαφές χωρικό και χρονικό πλαίσιο, χωρίς όμως να είναι απροσδιόριστα και αυτό τους δίνει το πλεονέκτημα της οικουμενικότητας, ζητούμενο σημαντικό στη σύγχρονη ποίηση. Έχουν ρυθμό και οικονομία, ενώ παράλληλα είναι έμπλεα εικονοπλασίας, βασικά συστατικά και αυτά της καλής ποίησης. Παράλληλα, δεν θα πρέπει να μείνει ασχολίαστη η έντονη διακειμενικότητα και οι πολλαπλοί συσχετισμοί, αφού η ποιήτρια συνδιαλέγεται και εμφορείται από πολλά και ποικίλα χωρία του λόγου και της τέχνης.

Εν κατακλείδι, παίρνοντας αφορμή από τον τίτλο του βιβλίου μπορούμε να πούμε ότι η ποιήτρια ως καλή και άξια αγρότισσα (Αγρώστις), μετατρέπει τη φτώχεια της σιτοδείας, σε μελωδική σιτωδία (λογοπαίγνιο της ποιήτριας), αφήνοντάς μας πάντα/ ένα κομμάτι χέρσο/ για να μπορούμε ν’ απλώνουμε το σεντόνι μας.

✳︎

©Μαρία Κουλούρη