Βιρτζίνια Γουλφ, αυτή η μάσκα που κρυφοκοιτάζει

[…] Θε μου, τι απαίσια είναι η ζωή ! Τι βρώμικα παιιχνίδια μας παιζει -τη μια στιγμή είσαι ελεύθερος , την άλλη είσαι τούτο. Να ‘ μαστε πάλι ανάμεσα στα ψίχουλα και στις λερωμένες πετσέτες. Το λίπος στο μαχαίρι πάγωσε κιόλας. Αταξία , προστυχιά και σήψη μας περιβάλλουν. Βάλαμε στο στόμα μας τα σώματα νεκρων πουλιών. Μ΄αυτά τα ψιχουλα βουτηγμένα στο λίπος, τις λερωμένε πετσέτες και τα πτώματα των μικρων πουλιων πρέπει να πορευτούμε. Και πάλι απ΄την αρχή. Πάντα υπάρχει ο εχθρος. Μάτια πέφτουν στα μάτια μας · δάχτυλα σφίγγουν τα δάχτυλά μας. Ξανά η προσπάθεια. Φωναξε το γκαρσόνι. Πλήρωσε το λογαριασμό. Πρέπει να σηκωθούμε. Να βρούμε τα παλτα μας . Να φύγουμε. Πρέπει, πρέπει, πρέπει -φριχτή λέξη. Γι΄άλλη μια φορά, εγώ πού νόμιζα τον εαυτό μου άτρωτο, εγώ που είχα πει « Τώρα ξεμπέρδεψα μ΄όλα αυτά΄» ανακαλύπτω πως το κύμα μ΄έφερε τούμπα, σκόρπισε τα πράγματά μου και πρέπει τώρα να τα μαζέψω , να τα συγκεντρώσω, να επιστρατεύσω τις δυνάμεις μου, να σηκωθώ και ν΄αντιμετωπίσω τον εχθρό.

» Τι περίεργο -εμείς που υποφέραμε τόσο, να προκαλούμε τόσο πόνο στους άλλους. Τι περίεργο που το πρόσωπο κάποιου που μου είναι σχεδόν άγνωστος (κάποιος που ίσως συναντηθήκαμε κάποτε σ΄ένα πλοίο για την Αφρική- ένα πρόχειρο σκίτσο, μάτια, ρουθούνια, μάγουλα) θα είχε τη δύναμη έτσι να με προσβάλει. … Κι ωστόσο αυτή η σκιά που κάθισε μαζί σου μια-δυο ώρες , αυτή η μάσκα που κρυφοκοιτάζει μέσα από δυο τρύπες, έχει τη δύναμη να με ρίξει πίσω, να με καθηλώσει ανάμεσα σ΄όλα εκείνα τα άλλα πρόσωπα, να με κλειδώσει σ΄ένα σφυκτικό δωμάτιο, να με κάνει να φτερουγίζω σαν την πεταλούδα από κερί σε κερί…[…] ( σ. 212)

____________
Απόσπασμα τυχαίo, επιλογής της συγγραφέως Αλεξάνδρας Δεληγιώργη από «Τα κύματα» της Βιρτζίνια Γουλφ, εκδόσεις Κρύσταλλο, μτφρ:, Άρης Μπερλής, 1986.