Ζωή Κατσιαμπούρα, Η εμπειρία

Όταν, μετά τα μεσάνυχτα, μπήκαμε στο σπίτι, βγάλαμε παράλληλα ένα βαθύ αναστεναχτικό ιιιιιιιιιιιι, μας έπεσαν οι βαλίτσες από τα χέρια και ανάμεσα σε «πωπω!» και «τώρα;» αρχίσαμε να περιφερόμαστε στα δωμάτια για να δούμε όλα τα πορτάκια και τα συρτάρια ανοιχτά, όλα τα χαρτιά πεταμένα κάτω, όλες τις πετσέτες, τα σεντόνια και τα εσώρουχα στο πάτωμα, τα καλοκαιρινά κολιέ, κάτι παρδαλούδια, σκόρπια στο κρεβάτι και στο χαλί, ανάμεσα σε σακάκια και ζακέτες με τις τσέπες αναποδογυρισμένες. Και τσάντες αδειασμένες και χαίνουσες, όλα τα χαρτομάντιλα και οι μάσκες στο σωρό των πανιών. Και άδειες κοσμηματοθήκες.

Παγώσαμε. Κόπηκαν και τα αναστεναχτικά ιιιιιιιιι.

Ψάξαμε και βρήκαμε το παραβιασμένο παράθυρο, αυτό ειδικά που στην ασφάλειά του είχαμε εμπιστοσύνη, που είναι ακριβώς δίπλα στου γείτονα και φαίνεται από παντού!

Τέλος πάντων, μετά ήρθε ένα περιπολικό με κάτι νυσταγμένους νεαρούς που μας βεβαίωσαν πως έτσι δυστυχώς γίνεται, δεν έχουν τον θεό τους οι κερατάδες οι κλέφτες, ξέρουμε πόσα σπίτια έχουν «χτυπήσει» στη γειτονιά τις τελευταίες μέρες; Πρέπει να κάνουμε μήνυση στο τμήμα για να κινηθεί η διαδικασία.

Σχεδόν δεν κοιμηθήκαμε, πώς να κοιμηθείς στον καναπέ του σαλονιού και με τέτοια ταραχή; Έπρεπε να περιμένουμε το πρωί να κάνουμε τη μήνυση και να έρθει η σήμανση να δει τον σωρό στην κρεβατοκάμαρη και μετά να αρχίσουμε να μετράμε να βρούμε τι μας λείπει.

Κι ήρθε το πρωί και έγινε η μήνυση κατά αγνώστων με έναν κατά προσέγγιση υπολογισμό ζημιάς (τα κοσμήματα τουλάχιστον έλειπαν…) και ήρθε και ο νεαρός από τη σήμανση και μας εξήγησε ότι αυτά τα σημάδια που βλέπουμε στο παράθυρο και την πόρτα και τα κουτιά των κοσμημάτων είναι από το γάντι του κλέφτη. Αυτό το σχήμα πάνω στον άτυχο εκτυπωτή, τον εγκατεστημένο κάτω από το παράθυρο, είναι η μισή πατημασιά του κλέφτη (πρέπει να είχε και τεράστια πατούνα, ο απαίσιος…). Πάντως ίχνη αξιοποιήσιμα δεν βρήκε. Μας παρηγόρησε, στόσο: «θα ληστέψουν 20-25 σπίτια, κάπου θα το κάνουν το λάθος!». Μάλιστα! Αλλά μέχρι το λάθος θα έχουν λιώσει για μέταλλο όλα μου τα δαχτυλίδια και τα ενθύμια της μαμάς μου και θα έχει «σκοτωθεί» το καλό ρολόι του πεθερού μου.

Έφυγε η σήμανση και μας πήρε η θλίψη. Πήραν μπροστά τα πλυντήρια, περισσότερο για κάθαρση των μαγαρισμένων ρούχων, εσωρούχων και λινών, παρά για το καθάρισμά τους, μάλλον θα έβγαλαν τα παπούτσια τους να μπουν να ψάξουν, δεν λέρωσαν. ΄Εσβησε και η ελπίδα μας μπα και βρούμε κάνα κόσμημα ξεχασμένο κάτω από τα ρούχα, μαζέψαμε τα χαρτιά (άντε να τα ταχτοποιήσεις…), πέρασε η ώρα. Πέρασε και η μέρα. Ήρθε και ο αλουμινάς, επισκεύασε το παραθύρι, κατάκοποι κάναμε ένα μπάνιο και καθίσαμε να απαριθμούμε ξανά και ξανά τα χαμένα. Όχι τα χαμένα, τα κλεμμένα!

Αλλά, μπορεί να φύγουν έτσι τα νεύρα και το σκάσιμο;

Δεν μπορούν. Πιάσαμε να ενημερώνουμε τους φίλους μας και άρχισαν οι αντιδράσεις «τι λες, βρε παιδί μου! Και σας;», «Α παπα! Κανείς τελικά δεν γλυτώνει» «Τους κακούργους! Υπομονή. Και μένα με ρήμαξαν πέρσι» «Και μας δεν μας έκλεψαν; Δυο φορές ως τώρα…». Με τις αντιδράσεις και με τα μηνύματα και με τα τηλεφωνήματα πέρασε η ώρα και μαλάκωσε κάπως η καρδιά μας. Έχει και μια πλάκα αυτή η κοινή εμπειρία. Άντε πια, κι οι κλέφτες πώς θα ζήσουν; Κλέφτες να γίνουν;

Μια φίλη μού έστειλε το άλλο πρωί ένα βιντεάκι με μια παραβολή σε σκίτσα: Ένας γάιδαρος έπεσε, λέει, μέσα σ’ ένα πηγάδι κι άρχισε έντρομος να γκαρίζει. Το αφεντικό του τον άκουσε και τον είδε, σκέφτηκε τον κόπο που χρειαζόταν να τον βγάλει, σκέφτηκε πως ήταν πια ένας γερο-γάιδαρος, τα είχε φάει τα ψωμιά του προ πολλού, πού να μπαίνει τώρα σε τέτοια προσπάθεια… Οπότε αποφάσισε απλώς να τον θάψει εκεί που ήταν και κάλεσε και τους γείτονες να βοηθήσουν. Έριχναν, λοιπόν, όλοι φτυαριές χώμα μες στο πηγάδι, πάνω στον καημένο τον γάιδαρο. Κι εκείνος κουνιόταν και τίναζε κάθε φτυαριά και το χώμα που έπεφτε στα πόδια του τον ανέβαζε ελάχιστα ψηλότερα. Όμως, λίγο λίγο, φτυαριά τη φτυαριά, έφτασε στην επιφάνεια ο γάιδαρος. Που σημαίνει ότι, κατέληγε το βιντεάκι, όταν σου ρίχνουν, άνθρωποι ή η τύχη, χώμα, τινάζεσαι, το πετάς κι ανεβαίνεις ψηλότερα.

Στενοχωρήθηκα με το βιντεάκι, το σαχλοπαραμυθάκι! Γιατί δεν μου ταίριαζε η ιστορία καθόλου, με εκνεύριζε κιόλας.

Καλά, εμείς να τινάξουμε τη φτυαριά (και να πάρω ίσως καλύτερα δαχτυλίδια;), αλλά εδώ ο κακός βλάκας αφέντης του γαϊδάρου έχασε το πηγάδι του, ο δικός μας κλέφτης τι έπαθε;
Μετά ντράπηκα για τα συναισθήματά μου εναντίον των συνανθρώπων μου κλεφτών, γιατί επέμενα να νιώθω ότι πολύ θα ήθελα να χάσουν το πηγάδι τους, να μπουν φυλακή, άντε να σπάσουν κάνα πόδι τουλάχιστον μπουκάροντας. Ντράπηκα, αλλά δεν έχω πάψει να τα νιώθω, κι ας είναι φτωχοί κι αναξιοπαθούντες, γιατί πώς αλλιώς θα έκαναν αυτή τη δουλειά…

Και δεν νομίζω καθόλου ότι οι θαφτικές φτυαριές της τύχης μας ανεβάζουν!

Βέβαια, ναι, μας κάνουν να γνωρίζουμε καλύτερα τη ζωή. Αλλά θα προτιμούσα να τη γνωρίζω σε αυτή της την όψη μέσα από τις αστυνομικές σειρές του Νέτφλιξ. Δεν είναι πάντα η πραγματική εμπειρία πράγμα θετικό, καλύτερη και ασφαλέστερη είναι μέσω της τέχνης!

Και ίσως, σκέφτομαι, να βάζαμε θωρακισμένα κουφώματα και συναγερμό. Καλύτερα…

✳︎

©Ζωή Κατσιαμπούρα

φωτο: Στράτος Φουντούλης