– Πως τόλμησες; Με τι δικαίωμα πήρες εσύ μια τέτοια απόφαση για εμένα;
Μανιακοί αιθέρες κατακλύζουν τον ουρανό. Δένουν και λύνουν άυλοι σε σπείρες και στροβίλους, διαφανείς μα τόσο άκαμπτοι σε πυγμή, τόσο στιβαροί σε πείσμα. Αμετανόητοι καταποντισμοί σφυροκοπούν το έδαφος. Οι σταγόνες τους με μεγέθη αδιανόητα σχίζουν, σαν βάρβαρες ορδές που επελαύνουν, καθέτως και οριζοντίως και λοξώς ότι βρεθεί στο πέρασμά τους. Η ατμόσφαιρα θυμίζει πυκνότητα ενός αστέρα νετρονίων καθώς φρενήρεις άνεμοι βρυχώνται και η ανεμοθύελλα δεν έχει επιλογή παρά να υπακούσει στο θείο αυτό σάλπισμα, να φανερωθεί και να δώσει την καλύτερή της παράσταση.
Βράχοι, δέντρα, κλαδιά και φύλλα δεν αντιστέκονται στο θέαμα και ορμούν να συνοδεύσουν τον συμπαντικό χορό. Με ιλιγγιώδεις ταχύτητες πότε χαϊδεύονται γλυκά και πότε χτυπιούνται βάναυσα μεταξύ τους, πότε εναλλάσσουν θέσεις και πότε εναλλάσσουν ζευγάρια, πότε παγώνουν επιδεικτικά στο έδαφος κόντρα στον ρυθμό και πότε εκσφενδονίζονται και πάλι όσο ψηλότερα αντέχουν ως κίνηση εντυπωσιασμού.
Τόσο συνταρακτικό που θα έλεγε ο κάθε αυτόπτης, βιωματικός μάρτυρας ότι ραγίζει ο κόσμος στα δύο, αλλά τόσο όμορφο για τον τρίτο παρατηρητή. Ο εκ τους ασφαλούς θεατής που έχει τη πολυτέλεια να διακρίνει, τη συμμετρία και την ανυπαρξία της, την εναλλαγή των ρυθμών, τις διακυμάνσεις των ήχων και των χρωμάτων, την εισαγωγή, τη κλιμάκωση και τον επίλογο. Το δράμα κάποιων άλλων ως ένα καλοστημένο θεατρικό έργο.
Η φωτιά και ο παγετός αναμένουν στα παρασκήνια άφαντοι ακόμα, σαν αυτό που συμβαίνει εκεί έξω να είναι ο πρόλογος και οι παρατηρητές ζητωκραυγάζουν στη σκέψη του τι έπεται. Όποιος συνάντησε τη φύση ανέμελος και απροστάτευτος σε αυτή τη κοσμική ορχήστρα φαινομένων έχει σίγουρα χαθεί ανεπιστρεπτί. Μα αν αυτό συμβαίνει σε μια γυάλα, αυτός που τη κρατά μόλις τη κούνησε και διασκέδασε πολύ από αυτό το χαριτωμένο αποτέλεσμα.
– Λοιπόν, απάντησε μου!
– Κανείς δε πρέπει, ποτέ, να κάνει αυτό που πήγες να κάνεις.
Έξω από ένα καταφύγιο που βρίσκονται οι συνομιλητές, βαρύγδουπα βήματα τραβούν τη προσοχή των συνομιλητών. Είναι τόσο έντονα που σείεται η γη στο πέρασμα τους. Οι γίγαντες επέστρεψαν. Οι γίγαντες είναι οι κύριοι κάτοικοι του τόπου. Δεν μένουν σε σπηλιές και τρύπες αλλά σε τεράστια στοιβαγμένα κουτιά. Για τη δομή του κόσμου τριγύρω επιμελούνται εκείνοι, μερικές φορές τα πάνε καλά και άλλες όχι. Όταν επικρατούν αυτά τα φαινόμενα, κρύβονται και αυτοί στα κουτιά τους, εκτός από ορισμένους που φαίνεται να τους αρέσει αυτός ο χαλασμός. Δεν φαίνεται ωστόσο, να τον ελέγχουν εκείνοι, μάλλον είναι κάτι ανώτερο και από αυτούς ακόμα.
Βεβαίως, αν θέλουν, τους συνομιλητές και όλους τους μικροσκοπικούς όμοιους συγκατοίκους τους μπορούν να τους κάνουν ότι θέλουν. Μια απλή κίνηση του χεριού τους αρκεί για να τους χαλάσουν τις κατοικίες τους, ένα βήμα αρκεί για να τους πάρει τη ζωή. Διαφέρουν μεταξύ τους, δε ξέρεις που θα πέσεις κάθε φορά. Αν για κάποιο λόγο τους τραβήξεις τη προσοχή, είτε σε αφήνουν να γλιτώσεις είτε σε πατάνε επίτηδες με ευχαρίστηση, σαν να μη μετρά η ζωή, αν δεν είσαι γίγαντας. Μπορείς να τα αντιληφθείς και τα δύο την ώρα που συμβαίνουν και ας είσαι τόσο μικρός. Όταν κάποιος μπορεί αλλά δε θέλει να σου αφαιρέσει τη ζωή, αλλάζει ο τρόπος του, το βήμα του, περπατά ευγενικά τριγύρω σου, σε έχει παρατηρήσει και προσπαθεί να σε αποφύγει προσεκτικά. Στην άλλη περίπτωση, όλοι οι μικροσκοπικοί που είναι κοντά, ακούγοντας έναν πιο έντονο, επιβλητικό γδούπο στη γη, καταλαβαίνουν· ρίχνουν μηχανικά ένα δάκρυ και συνεχίζουν τη ζωή τους.
Μερικές φορές, κάποιοι μικρότεροι γίγαντες κοντοστέκονται και σε περιεργάζονται. Είναι καθισμένοι ή στεκούμενοι κατά κάποιο τρόπο στο έδαφος και κινούνται σαν να έρπονται, διαφορετικά από τους υπόλοιπους. Σε ελάχιστους μπορείς να ανέβεις και πάνω τους για λίγο χωρίς να κινδυνέψεις και να σε αφήσουν να γυρίσεις πίσω. Αυτοί είναι συνήθως οι καλύτεροι, είναι φιλικοί. Μεγαλώνοντας όμως αρχίζουν να γίνονται ίδιοι με τους υπόλοιπους. Άραγε εκείνοι γνωρίζουν πως είναι να αποφασίζει άλλος για τη ζωή σου όποτε το θέλει; Δεν υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα από αυτό για τη συγκεκριμένη μικροσκοπική κοινότητα.
Οι μικροσκοπικοί διαφέρουν με τους γίγαντες αλλά και μεταξύ τους. Στη μία κοινότητα, που ανήκει ο πρώτος συνομιλητής, τα σώματα τους είναι σφαιρικά και μικρά. Ζουν κοντά σε χορτάρια και φυτά, μέσα σε ρωγμές του εδάφους. Ζούνε από μήνες, έως λίγα έτη και από τη στιγμή της γέννησης τους, καταδικασμένα να περπατούν μονάχα, με 2 μικρά φτερά που περισσότερο διακοσμητικά μοιάζουν με το κοκκινωπό τους χρώμα τα οποία, μοχθούν συνεχώς ώστε να καταφέρνουν τα τρέφονται και να αποφεύγουν τους γίγαντες, αλλά και επίδοξους μικροσκοπικούς θηρευτές άλλου είδους. Το μόνο που θα θέλανε, όντας απροστάτευτοι και μικρότεροι από όλους, ήταν έστω να δουλεύουν για να ζουν και όχι να ζουν για να δουλεύουν. Να μην είχαν μια προεπιλεγμένη ζωή, που για πολλούς από τους ίδιους, δεν έχει και κανένα απολύτως νόημα μια τέτοια ζωή.
Αυτό που προκαλεί αίσθηση ωστόσο, είναι ότι οι γίγαντες στη πλειοψηφία τους, τον περισσότερο χρόνο, δεν ασχολούνται καθόλου. Πόσες και πόσες ζωές έχουν χαθεί επειδή δεν ασχολήθηκε κανείς; Ένα ανεπαίσθητο βήμα σε τυχαίο χρόνο, τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή τις “ώρες επικίνδυνης ζώνης” όπως τις λένε, αρκεί για τελειώσει η ζωή σου. Ίσως είναι πιο θλιβερό ότι απλά κανείς εξαφανίζεται κατά λάθος. Γίνεται προσπάθεια να μην υπάρχει κίνηση εκείνες τις ώρες, αλλά αν ο καθένας δε κάνει τη δουλειά του ώστε να εξασφαλίζει τα απαραίτητα για την επιβίωση καθημερινά, όποιες και αν είναι οι συνθήκες τριγύρω του, είναι ήδη χαμένος από χέρι.
Στη κοινότητα των μικροσκοπικών, ζουν και ορισμένοι όχι τόσο διαφορετικοί σε μέγεθος και μοίρα, αλλά σίγουρα σε δεξιότητες και αντιλήψεις περί της ζωής, όπως ο δεύτερος συνομιλητής. Η αρχή της ζωής τους είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη. Πιο μεγάλοι και πιο αργοί από τους υπόλοιπους, χωρίς μηχανισμούς άμυνας, ευκολότεροι στόχοι για τους γίγαντες. Αργά περνά ο καιρός για εκείνους και είναι δύσβατο το μονοπάτι της επιβίωσης με μοναδική ικανότητα το έρπειν. Στη συνέχεια, ακολουθεί σκοτάδι για αρκετό καιρό, τουλάχιστον ένα προστατευτικό σκοτάδι, το οποίο έχει μετακινηθεί από τα έδαφος, κρέμεται στα δέντρα και είναι πλέον ακόμα πιο ψηλά και από τους γίγαντες. Βρίσκονται στο απυρόβλητο. Μονάχα οι πιο ισχυρές δυνάμεις της πλάσης μπορούν να γίνουν απειλητικές, μα αυτό ισχύει για όλους ανεξαιρέτως. Κοντά στο τέλος της ζωής τους, ενώ τους απομένουν μερικές μονάχα μέρες, το προστατευτικό αυτό σκοτάδι διαλύεται. Η φούσκα σπάει και αναδύονται από μέσα του πολύχρωμα, χαρισματικά πλάσματα που πλέον δεν φθονούν τη πλάνη της προστασίας, διότι τώρα, μπορούν και πετούν. Τι χρησιμότητα έχει η προστασία άλλωστε, όταν δεν υπάρχει η ελευθερία; Και πόσο κρίμα να είσαι ελεύθερος για τόσο λίγο, γνωρίζοντας ότι σε λίγο θα χαθείς για πάντα.
Οι ιπτάμενοι μικροσκοπικοί, από την στιγμή που νικούν το σκοτάδι, θέτουν ως μοναδικό σκοπό της ζωής τους, να πετάξουν, να χαρούν όσο περισσότερο αντέχουν μέχρι την μοιραία ώρα. Δεν νοείται λοιπόν για εκείνους, χειρότερο αμάρτημα από τη περιφρόνηση, την άρνηση, τη σπατάλη της ζωής.
Ο χαλασμός έχει κοπάσει.
– Απάντησε μου επιτέλους, γιατί με γράπωσες; Κατάφερες να μου καταστρέψεις τη τελευταία μου στιγμή, ακόμα και τώρα έπρεπε κάποιος άλλος να αποφασίσει για εμένα. Πετάχτηκες με έπαρση χτυπώντας τα όμορφα σου φτερά να με βουτήξεις, πριν με βρει το βήμα του γίγαντα και ηρεμήσω μια για πάντα. Και πιστεύεις ότι με έσωσες; Νιώθεις ήρωας;
– Έχεις τόσο θράσος να απαρνείσαι αυτό το δώρο. Έχεις ακόμα χρόνο να εκτιμήσεις τον χρόνο σου εδώ. Εγώ το έκανα αργά, πολύ αργά!
– Με τα προνόμια σου, την ελευθερία σου, τη προστασία σου, πολύ εύκολα λες ότι λες. Ίσως λείπεις αύριο αλλά ακόμα και έτσι, θα έχεις ζήσει πραγματικά μια μέρα παραπάνω από εμένα. Εγώ έως τώρα, δεν έχω -ζήσει- λεπτό. Όλα αυτά, για το τίποτα.
– Έπρεπε να μου απομείνει ελάχιστος χρόνος για να καταλάβω αυτό το τίποτα.
– Ας είχα τα δικά σου φτερά, να έφευγα ψηλά και ας μη το καταλάβαινα ποτέ. Τελικά όμως, τι κατάλαβες;
Μια απότομη εκκωφαντική αστραπή χτυπά το έδαφος λίγο μακρύτερα. Στιγμιαία, οι ουρανοί ανοίγουν ξανά σαν να ξεσπά θεία οργή. Οι μανιασμένοι αιθέρες επέστρεψαν και σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμα τους. Ξεχύθηκαν τριγύρω τόσο γρήγορα που τίναξαν τους δύο συνομιλητές πολύ μακριά τον έναν από τον άλλο με τρόπο που χάθηκαν και οι δύο. Όσοι από τις δύο κοινότητες, ήταν μάρτυρες στο αρχικό συμβάν, δεν ξαναείδαν ποτέ κανέναν από τους δύο και μετέδωσαν την ιστορία σαν κάποιο θρύλο που θα λέγεται από γενιά σε γενιά. Η ιστορία είχε πάρει πολλές παραλλαγές. Άλλοι λέγανε ότι το χαρισματικό φτερωτό πλάσμα έσωσε τον κοκκινωπό σφαιρικό φίλο του, τον έπαιρνε στην πλάτη του για να νιώθει και εκείνος πως είναι να πετάς και πλέον, τον προστάτευε ψηλά, πέρα από τους επίγειους κινδύνους. Του έδωσε την επιλογή, η κατάρα του λύθηκε, είδε το φως· και έφυγε χαρούμενος όταν ήρθε η ώρα. Άλλοι λένε ότι ο κοκκινωπός, βρέθηκε με τον φτερωτό ξανά αλλά τον έπεισε τελικά αυτός, πως δεν αξίζει να ζεις καταναγκαστικά απλά για να ζεις, ούτε έχει νόημα να φτάσεις στο τέλος της ζωής σου για να σου επιτραπεί να τη χαρείς. Έτσι, αποφάσισαν να κοντοσταθούν θαρραλέα στο έδαφος απροστάτευτοι, να περιμένουν ένα θανάσιμο βήμα, ακίνητοι, μαζί, έχοντας την δυνατότητα της επιλογής, τουλάχιστον σε αυτό. Ωστόσο, όσα χρόνια και αν περνούσαν, πάντα η κατακλείδα παρέμενε η ίδια: Μακάρι να μπορούσε να δει ο καθένας αυτό το φως, αυτό το γιατί, αλλά αν δεν το δει, πως κρατάς κάποιον που θέλει να πεθάνει;
✳︎
©Μιχάλης Βλασόπουλος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.