―Ευρωπός; Μα τι είναι αυτή; Η Δούρα Ευρωπός λες;
Όχι βέβαια! Ο φίλος, ερασιτέχνης μελετητής της ιστορίας και παθιασμένος με την ελληνιστική εποχή, μόρφασε, αλλά δεν είπε αυτό που προφανώς είχε στο νου του (να χαρούμε τις γνώσεις μας, δηλαδή, που τις αντλήσαμε από τις διαφημίσεις για, αδύνατα πλέον, ταξίδια στη Συρία …). Ψύχραιμα εξήγησε ότι, πριν ιδρυθεί η Δούρα Ευρωπός στην αυτοκρατορία του Σελεύκου, υπήρχε η Ευρωπός, η γενέτειρα του Σελεύκου που χάρισε το όνομά της στην καινούργια. Α, ωραία, εμείς λοιπόν να πάμε στη νονά, γιατί να μην πάμε, που είναι και ακίνδυνα…
Απαλοί λόφοι στον μακεδονικό κάμπο, λιακάδα χειμωνιάτι―η, μέρα ζεστή και ποιητική…
Η κυρία στην είσοδο του χώρου μας καλωσόρισε με θέρμη. Α, λέω, θα έχει να δει άνθρωπο ποιος ξέρει πόσον καιρό, ποιος να έρθει εδώ χάμω, τίποτα περίεργοι θα ξεστρατίζουν από την Πέλλα καμιά φορά, αν έχουν χρόνο που δεν ξέρουν τι να τον κάνουν.
Όμως η κυρία άλλο λόγο είχε! Αυτόν τον λόγο που έχουν κάποιοι φύλακες των αρχαιολογικών τόπων, το πάθος με τη δουλειά τους! Ο χώρος ήταν όλο και όλο νεκροταφείο. Ανασκαμμένο σε ένα ελάχιστο μέρος της έκτασής του. Με πάθος η «ξεναγός» μας μας περιέφερε στους καμαροσκεπείς, με υπέργεια καμάρα, ρωμαϊκούς και βυζαντινούς τάφους, μερικούς φτιαγμένους δίπλα δίπλα, κάποιον ταπεινότερο δίπλα σε έναν πολύ πιο επιβλητικό, του δούλου δίπλα στου αφέντη μας εξήγησε. Μας μίλησε για τις συνήθειες της ταφής, όπως τους τις έχει εξηγήσει η προϊσταμένη τους, λέει. Ελληνιστικούς τάφους δεν είδαμε, βρήκαν κάποιον, αλλά δεν είναι επισκέψιμος, είδαμε μακεδονικούς λακκοειδείς, μύριζε ο τόπος κυπαρίσσι και δεντρολίβανο, ακούγαμε σαν παραμύθι την ιστορία των ανασκαφών.
Μετά η συνοδός μας έδειξε και το βίντεο με τις κατακτήσεις του Σελεύκου (δεν μάθαμε το τέλος, γιατί κόπηκε το ρεύμα…) και μας κέρασε ένα νερό στην είσοδο του χώρου, δίπλα στο εκδοτήριο. Μια γατούλα που λιαζόταν άρχισε να περιφέρεται στα πόδια της και στα δικά μας. Ο φίλος, ο ελληνιστικομανής, έσκυψε και τη χάιδευε και τα ’χασε, ενθουσιάστηκε, όταν άκουσε να την φωνάζουν Απάμεια! Πρόσθεσε περήφανος στη γνώση των δύο κυριών (της ξεναγού μας και μιας άλλης, που συμπλήρωνε πληροφορίες για τα ευρήματα στο χωριό) διευκρινίζοντας ότι η περσίδα σύζυγος του Σελεύκου λεγόταν Απάμα, Απάμεια ήταν η πόλη από το όνομά της. Αμέσως άλλαξε και η κλητική προσφώνηση της γάτας, αποκαταστάθηκε η ιστορία και φύγαμε σχεδόν ευτυχείς, που λέει κι ο ποιητής.
Υπήρχε όμως χρόνος ακόμα. Και ένας διάσημος μακεδονικός τάφος στην περιοχή. Επιβεβαιώσαμε ότι ήταν ανοιχτός (ποτέ δεν ξέρεις αν οι πληροφορίες στο Διαδίκτυο λένε αλήθεια…) και πήγαμε. Περιφραγμένος τυπικά ο χώρος, χωρίς σύρματα από τις δυο πλευρές του οικοπέδου. Τύμβοι. Σκαρφαλώσαμε και βρήκαμε στην πόρτα ενός μεγάλου κτιρίου το χειρόγραφο σημείωμα «Επιστρέφω αμέσως» με ένα νούμερο κινητού ως υπογραφή. Άντε, ας περιμένουμε λίγο, ωραίο περιβάλλον. Περιμέναμε, περιμέναμε, πλησίαζε και η ώρα που κατά τις πληροφορίες θα έκλεινε το μνημείο. Είπα να τηλεφωνήσω, μάταια, οι κλήσεις έμεναν αναπάντητες. Πέρασε και κάποιος που περπατούσε με τον σκύλο του, μας πληροφόρησε ότι ο φύλακας πήγε δίπλα να πάρει νερό. Πόσο δίπλα πια; 25 λεπτά περιμένουμε. Ε, τον είδαμε κάποια στιγμή να έρχεται με το πάσο του, με τον καφέ στο χέρι. Είχε, λέει, ένα σχολείο λίγο πριν και δεν πρόλαβε να πιει τον καφέ του, οπότε, τι να κάνουμε, μπροστά στην ιερή και απαράβατη συνήθεια, έπρεπε να περιμένουμε. Τηλεφωνήσαμε; Α! Γιατί δεν το άκουσε;
Μας άνοιξε επιτέλους την πόρτα και βρεθήκαμε μπροστά στον τάφο.
Ο τάφος! Οι καταστάσεις όπου ο θάνατος προκαλεί θαυμασμό κι απόλαυση. Εδώ δεν ήταν η ευωδιά του κυπαρισσιού, ήταν ο σοφός φωτισμός, η μεγαλοπρέπεια της καθόδου προς τον θάλαμο και κυρίως οι ζωγραφιές στην πρόσοψή του, η χαρά της ομορφιάς. Δυο θλιμμένοι ένοπλοι φρουροί παράστεκαν ζωγραφιστοί στην πόρτα του θαλάμου, αλλά στη ζωφόρο μια σκηνή συμποσίου με στεφανωμένους συμποσιαστές, μια αυλητρίδα, μια κιθαρίστρια, και φρουρούς που παρακολουθούν άλλαζε τη διάθεση! Με κέφι ή θλίψη οι τοιχογραφίες έδιναν την απόλαυση που δίνει το κάλλος! Τι χρώματα. Τι θέμα! Τρωγοπίνουμε, θάνατε, κι ας είσαι εδώ. Υπήρξε και η ζωή που θυμόμαστε, οι χαρές, οι φίλοι… Ή να το περίμεναν τάχα αυτό το συμπόσιο, μεταθανάτιο; Ποιος να ξέρει;
Ο φύλακας παράστεκε κι αυτός μην τυχόν και αγνοήσουμε την απαγόρευση προσέγγισης. Καλά έκανε, βέβαια. Απαντούσε κιόλας σε καμιά ερώτηση, δεν ήξερε και πολλά. Είχαμε θυμώσει και με την αναμονή, θύμωνα και με τη βαρεμάρα του… Καθώς φεύγαμε μας παρακίνησε να γράψουμε στο βιβλίο εντυπώσεων. Πρόσεξα τα τελευταία σχόλια, τον συνέχαιραν και τον ευχαριστούσαν. Για φαντάσου! Αυτός ο ίδιος;
Μπορεί. Κάτι να του συνέβη του ανθρώπου, ποιος ξέρει πόσο κουρασμένος είναι, τι μπορεί να έμαθε…
Κι εκεί που γύρναγε στο μυαλό μου η επιβεβαίωση ό,τι είναι μεγάλη ευτυχία να του αρέσει του καθενός η δουλειά του, όπως άρεσε προφανώς στις κυρίες της Ευρωπού, και μεγάλη δυστυχία (και καλά να πάθει) να μην ευχαριστιέται κανείς αυτό που κάνει, το ξανασκέφτομαι… Είναι τόσες οι όψεις των πραγμάτων…
Από τον περίπατο πάντως το ωραίο ήταν μια ακόμα εμπειρία από τη φροντίδα που ξεπερνά την απώλεια του θανάτου. Η ιδιότητα των ανθρώπων δηλαδή. Παρηγοριά!
*
© Ζωή Κατσιαμπούρα
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.