Τεοντόρα Ντίμοβα, Οι Μητέρες ―από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Τεοντόρα Ντίμοβα, Οι Μητέρες, εκδ. Έναστρον, 2023-08-05, Μετάφραση: Μπλαγκορότνα (Ρόνυ) Φίλεβσκα –Πανάγου)

Ένα ανάγνωσμα, εξαιρετικής επιλογής από τις @Εκδόσεις Έναστρον. Ένα βιβλίο με κίνηση εσωτερική, όπου η τραγικότητα των χαρακτήρων μεταφέρεται ζωντανά κι αβίαστα στην αναγνωστική οθόνη, καταφέρνοντας κάτι που συναντάται όχι συχνά: τη δραματοποίηση της αναγνωστικής διαδικασίας. Πρόκειται για ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να επιβιώσει δραματουργικά, ως θεατρικός μονόλογος και όχι μόνον, καθώς κάθε αφήγηση-κεφάλαιο, αν και αποτελεί μέρος μιας συνολικής πλοκής, κλείνει αυλαία βαθιά υποσχόμενο. 

Η αφήγηση της Τεοντόρα Ντίμοβα ρεαλιστική με σαφείς επιρροές από τον μαγικό ρεαλισμό, ζητά έμμεσα και άμεσα τη συνδρομή της ψυχαναλυτικής οδού, γεγονός που το κατατάσσει στη σύγχρονη λογοτεχνία. Ασθματική η γραφή, ασπάζεται τον μοντερνισμό, χωρίς να κουράζει, αντιθέτως διαχειρίζεται την τεχνική της με φειδώ και κεντά αριστοτεχνικά, σχεδόν με μια ανάσα, τις ιστορίες της. Η μετάφραση Μπλαγκορότνα (Ρόνυ) Φίλεβσκα –Πανάγου), αποδίδει την ουσία του κειμένου με σεβασμό στο κείμενο και τις πολιτιστικές – πολιτισμικές του ρίζες. 

Μητέρες, σύγχρονες μητέρες, σ’ ένα περιβάλλον μεταιχμιακό, όπως αυτό της μεταπολίτευσης στη Βουλγαρία, καλούνται να υπάρξουν ως ρόλος, ως σύζυγοι, ως εργαζόμενες, καθώς βιώνουν μια δυναμική πολιτισμική, οικονομική και πολιτειακή μετάβαση, παραμένοντας, ωστόσο, το φύλο τους, γυναίκες. Συνδετικός κρίκος ένα πρόσωπο που υπερβαίνει της θηλυκής ταυτότητας, αφήνοντας αιχμές ρόλων που φέρουν και τα δύο φύλα, αφού ο ρόλος που καλείται να παίξει αγγίζει την ουσία ενός σύγχρονου αγγέλου, ενός απεσταλμένου του θεού. Η Γιάροβα, η οποία εμφανίζεται ως από μηχανής θεός, μέντορας, φίλη, αναπληρώτρια μάνα, αερικό, τραγική Μαίρη Πόπινς.

Η ύπαρξη και η λειτουργία του χαρακτήρα της Γιάβορας, ένα ευφυές αφηγηματολογικό εύρημα της συγγραφέως, καθώς πέρα της συνδετικής της λειτουργίας, ώστε να καταστεί το κείμενο σπονδυλωτό, φέρει βαθύ συμβολικό προσανατολισμό, που συνδέεται βαθιά με τη θυσία, ακούσια και εκούσια. Θυσία, θυσία της μάνας; Όχι. Η μάνα, απογυμνώνεται από τον ρόλο της, είναι πια γυναίκα και εκφράζει όλα όσα δεν θα τολμούσε το βαθύ στερεότυπο μα και ο βιολογικός σφυγμός του θηλυκού «Άλλου». Η Γιάβορα, καλείται να καλύψει το κενό που αφήνει ο σύγχρονος τρόπος ζωής, το σπάσιμο της υπερκειμενικής αλυσίδας ως εργαλειακό λόγος, που αφήνει πίσω του ενοχικά, ή και όχι κενά, θυμό, ψυχικές ασθένειες αλλά και δύναμη, ανάγκη να υποστηριχθεί το υγιές ως ρόλος και ως ύπαρξη του φύλου. Μα πολύ σοφά και ευρηματικά, το κείμενο φέρει και αρετές «αστυνομικής λογοτεχνίας», αφού ο χαρακτήρας της Γιάβορας δεν αποκαλύπτεται αβίαστα. Παραμένει μια σκιά μέχρι την τελική της δραματική αποκάλυψη.

Οι κόρες και οι γιοί επιδιώκουν να της μοιάσουν, καθώς η Γιάβορα αντιπροσωπεύει τις επιθυμητές ισορροπίες, τις οποίες παλεύουν να βρουν οι σύγχρονες ή και όχι Μητέρες. «Ήταν αποδεκτή σιωπηρά ως η καλλονή και η χαϊδεμένη της τάξης μέχρι την εμφάνιση της Γιάβορας, τότε όλοι άρχισαν να λογομαχούν: ποια από τις δύο είναι πιο όμορφη και χωρίστηκαν στα δύο, και επειδή αυτό ήταν ανόητο, κράτησε ακριβώς ένα διάλειμμα και στο επόμενο κάποιος είπε ότι αν η Γιάβορα ήταν παιδί θα ήταν σαν τη Λία, ενώ όταν η Λία μεγαλώσει θα γίνει σαν τη Γιάβορα, κι αυτή η σολομώντεια λύση κατέστειλε τον σιωπηλό ανταγωνισμό μεταξύ των ομάδων, τον οποίο οι κύριες ένοχες, ωστόσο, δεν υποψιάζονταν καν.»  σελ. 57.

«Οι κύριες ένοχες». Οι Μητέρες ενοχοποιούνται, καθώς στην προσπάθειά τους να ισορροπήσουν μεταξύ φύλου και ταυτότητας, ρόλου και ύπαρξης, οδηγούνται στην ενδοοικογενειακή ρήξη, η οποία μπορεί και να είναι έως σκληρή αλλά και άδικη, όπως στην περίπτωση της ανύπαντρης μάνας – κόρης Πέτια η οποία «εκδικείται τον εαυτό της υποσυνείδητα, και εμφανώς την κόρη της και τη δική της μητέρα, για την υπαρξιακή ματαίωση του κοινωνικού της ρόλου.

Η Τ. Ντίμοβα, έχοντας, εμφανώς, υπόψη το αρχαίο ελληνικό δράμα, φτάνει στη λύση του, με μια θυσία. Εδώ, ο από μηχανής θεός, είναι και ο κύριος ρόλος του δράματος. Η ερμαφρόδιτη ουσία της Γιάβορας προκαλεί συναισθηματικό και κοινωνικό εθισμό και η αυλαία κλείνει, καθώς η νεανική ηθική υπακούει στους νόμους της επιβίωσης σπρωγμένη από τον φόβο της εγκατάλειψης. Ο θυμός γίνεται καταπέλτης, τοξικός αποχυμωτής και σπέρνει τον «έλεο και τον φόβο», υπό τη μορφή μιας προαναγγελθείσας σκληρής και αδυσώπητης τιμωρίας.

[…] «η Γιάβορα ήταν το καλύτερο και το μεγαλύτερο κομμάτι από τον καθένα τους, δεν μπορούσαν να της επιτρέψουν να τους αφήσει, δεν μπορούσαν να μείνουν χωρίς τον εαυτό τους, δεν μπορούσαν να μείνουν χωρίς το μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού τους…»._

©Κατερίνα Παπαδημητρίου