Ντέμης Κωνσταντινίδης, Σβήνουν όσο πάνε τα πρόσωπα

O τίτλος

Πεθαίνεις κι ανεβαίνεις
στο ράφι του συνοικιακού
βιβλιοπωλείου.
Σ’ αφήνουν εκεί
μια-δυο βδομάδες.
Μπαίνει πού και πού
κάνας περαστικός.
Παίρνει να ξεφυλλίζει
κάποια κυριούλα
λίγες σελίδες.
Της έχει κάνει εντύπωση
ο τίτλος. Το αίμα
δεν το ‘δε..
Σ’ αφήνει πάλι εκεί
που σε βρήκε.
Πεθαίνεις κι ανεβαίνεις.
Ούτε υποπτεύονται. 

*

Ο πίνακας

O πίνακας μένει κρεμασμένος
στο καρφί του.
Ο τοίχος γύρω του παίρνει να σκουραίνει.
Σβήνουν όσο πάνε τα πρόσωπα.
Αυτά που τόσο πάσχισε ο ζωγράφος.
Ακόμη και της αγαπημένης του.
Κι ας της έταξε κάποτε την αθανασία. 

*

Τα πρωινά

Τα πρωινά των σκοτωμένων ωρών
πού ονομάζονται «παραγωγικές»,
τα πρωινά των υποκριτικών συμβιβασμών
για ένα μεροκάματο του κώλου,
ευγνωμονείς τον Θεό γι’ αυτά
τα μακρά διαστήματα ανεργίας.
Τότε μαζεύεις το ακατέργαστο υλικό σου
βοτσαλάκι – βοτσαλάκι,
για να χτίσεις κάποτε
μια ονειρεμένη ψαροκαλύβα
στην έρημη ακροθαλασσιά. 

*

Οι τόποι

Mεταναστεύουν οι τόποι μέσα μας.
Έχουν τόσο συνηθίσει τη σκόνη
των παπουτσιών μας.
Ονειρεύτηκαν κάτι μακρινό,
ένα τοπίο χωρίς ανθρώπους.
Τις εποχές να κυλούν σαν στάλες βροχής
στη φλέβα του βράχου.
Mεταναστεύουν οι τόποι μέσα μας.
Και δεν τους λείπουμε ποτέ. 

*

Το λάθος

Έβαλε το βιογραφικό
μπροστά απ’ τη ζωή.
Κι ακόμα να βρει
το λάθος.

✳︎

©Ντέμης Κωνσταντινίδης

φωτο: Στράτος Φουντούλης