
Ο François-Auguste-René Rodin
υπέρ του έρωτος
Περπάτησε μες στη βροχή. Το Παρίσι δοσμένο στην ατμόσφαιρα την ομιχλώδη. Πέφτανε τριγύρω οι φυλλωσιές και ερχόταν παγωμένος ο άνεμος εδώ και εκεί, μια υπενθύμιση χειμώνα. Όμως εκείνος ήταν αποφασισμένος το σκοπό του να τον φέρει εις πέρας. Και προχωρούσε μες στην πόλη με τη λαμπρή του νεότητα σε πρώτο πλάνο. Τώρα όλα του μοιάζανε να δογματίζουν, η τέχνη ψεύτικη, η ζωή πρόστυχη και αστεία και μελαγχολική μια κάποια ώρα. Μια ζωή με αμφίβολη αισιοδοξία, με τους τεχνίτες στις σοφίτες τους κλεισμένους. Τίποτε δεν έχουν να πουν με την εποχή τους και για αυτό σε ολόκληρο το Παρίσι ξεχωρίζει μια ατμόσφαιρα πένθους. Κάθε τόσο, μια παρέα μεθυσμένη, δυο που αγαπιούνται, οι εργάτες της βάρδιας, οι υπάλληλοι του μετρό, κάτι επαγγέλματα που τα νόμισες χαμένα σαν εκείνα του Ετιέν Μπουαλό, περνούν μέσα από τις γαλλικές συνοικίες. Ξένο παιχνίδι, δραματικό ετούτη η ζωή και εμείς οι μινιατούρες της.
Σταμάτησε έξω από ένα σπίτι παλιό. Είχε τα μπροστινά του παραθύρια ανοιχτά, από τα μπαλκόνια του κρεμόταν ο αρχαίος κισσός. Περιφρονημένο στεκόταν εκείνο το αδειανό κουφάρι που ένας Θεός γνωρίζει πώς ξέφυγε από την αναπαλαίωση που μαστίζει ολόκληρη την πολιτεία. Σε κάποιο ποίημα του ο Ρεινάλντο Αρένας αναρωτιέται πότε τάχα θα λάβουν τέλος όλες αυτές οι αναπαλαιώσεις, αν τάχα θα τελειώσουν ποτέ. Το γέρικο κουφάρι δεν νοιαζόταν για τις προσόψεις που αλλάζανε, μόνο κοιτούσε κρατώντας μια πόζα απαράλλαχτη, μονότονη. Από τη σκεπή του θα λείπανε μερικά κεραμίδια και όσα είχαν γλιτώσει τη φθορά κατάμαυρα στέκανε. Κρατιούνταν από τον χρόνο και το βάρος του που ‘χε πέσει επάνω τους με ορμή, κουβαλάγανε επάνω τους τη μνήμη του νερού και του χιονιού. Είπε πως αυτό έπρεπε να’ναι. Το σπίτι του γλύπτη, εκεί που πάλεψε με πέτρες, με μάρμαρα και με μπρούτζους για να μεταδώσει αυτούσια την έκφραση, να πλάσει τη γλώσσα των μορφών, μια διάλεκτο πλαστική, γεμάτη δόξα και συναίσθημα. Είδε την πόρτα μισάνοιχτη, προχώρησε προς το εσωτερικό, έπειτα συλλογίστηκε πως ήταν αψήφιστη η απόφασή του και πως ίσως να κινδύνευε αν εκείνο το σπίτι το παλιό είχε τάχα μετατραπεί σε άντρο ανθρώπων επικίνδυνων. Το γαλλικό περιθώριο μοιάζει τόσο πλατύ καθώς βαδίζει με ένα κίτρινο γιλέκο μες στη ζωή που αλλάζει τόσο συντριπτικά. Κάθε μέρα θαρρείς και το Παρίσι ετοιμάζεται να ξαναζήσει ένα δράμα, με οδοφράγματα και απεργούς και ανυπόκτακτους.
Δεν φοβήθηκε περισσότερο όταν τινάχτηκαν εκείνα τα περιστέρια από το φεγγίτη της υποδοχής. Φτερούγισαν ξέφρενα διαγράφοντας κύκλους ομόκεντρους ώσπου χάθηκαν αφήνοντας λευκές μολυβιές σε γκρίζο φόντο. Το κτίριο ήταν άδειο και μόνο κάτι φυλλάδες παλιές μαρτυρούσαν πως κάποτε εδώ υπήρξε ζωή. Μερικά ποτήρια, κάτι εργαλεία σκουριασμένα, ένα κομμάτι σχοινί, μερικά μαδέρια βαλμένα σε μια στοίβα πλάι στο σβησμένο τζάκι. Παράξενα που είναι τα υλικά της μοναξιάς, πάντα τα ίδια, με μια αίσθηση συντριμμιού.
Και τότε την είδε. Την άνοιξη, την είδε που ‘χε το σώμα της γερμένο, που πέθαινε από ηδονή στα χέρια του Έρωτα. Συλλογίστηκε τις κριτικές και τις γνώμες, όσες απέδωσαν στη γυναικεία μορφή το ρόλο της ψυχής. Τις βρήκε ποιητικές, εύστοχες πολύ με μια ευθεία αναγωγή στους μύθους που κρατούνε όρθια την ανάπηρη φαντασία του καιρού μας. Η Ψυχή, λιγωμένη στα χέρια του Έρωτα, τώρα όλες της οι αντιστάσεις είχαν καμφθεί και πάλευε πια μοιρασμένη ανάμεσα σε εκείνον και το μάρμαρο. Κανείς δεν θα μπορούσε να την αποσπάσει από το θείο αγκάλιασμα, κανείς, μήτε και οι άγγελοι που ξέρουν τι αβάσταχτη που είναι η αγάπη. Δεν ήταν έργο εκείνο, δεν το ‘χε φτιάξει ο Ροντέν, μόνο μια επιθυμία για την ομορφιά το ‘χε γεννήσει μέσα από τ’αθάνατο υλικό. Τι μοναξιά που ένιωθε εκείνη η αγάπη μες στ’αδειανό το σπίτι, σχήματα έπαιρνε και μορφές συνώνυμες της ομορφιάς. Αδύνατο παραμένει να νιώσουμε εκείνη την τρυφερότητα, εμείς που μόνο μηχανές και νόμους φυσικούς έχουμε να αντιτάξουμε. Ποτέ δεν θα τη νιώσουμε ετούτη την αγάπη, ποτέ δεν θα συλλάβουμε τι έργο σκληρό και απαιτητικό είναι να μνημονεύσει κανείς το εφήμερο του έρωτα, της ψυχής τη συντριβή. Και όλα ετούτα μες στη λευκή απόχρωση του μαρμάρου με έναν τόνο γερό, ανθρώπινο, φυσικό. Έτσι γέρνει το πόδι της η Ψυχή, έτσι τα χέρια της αφήνει να πέσουν, φτερούγες αγγέλου καθώς εκείνη ακριβώς τη στιγμή φθάνει η ώρα για την αναπαράσταση του βαθύτερου κόσμου.
Πέταξε σκέψη, πέταξε. Θυμάται τον Βέρντι και έπειτα ο νους του πετά στη γοητεία της παράδοσης, στην αλήθεια της ιστορίας, στα πρόσωπά της τα ολότελα φυσικά που δεν αλλοιώνουν το μεγάλο έργο. Σε αυτό το φιλί θα βρει κανείς ανόθευτη την ανθρωπιά μας, μες στα σύνορα αυτού του εναγκαλισμού κοιμάται η πιο βέβαιη δόξα. Όλες των σωμάτων οι γραμμές καταλήγουν στην αποθέωση της δικής μας μοναξιάς, τότε και πάντα.
Βγήκε στο φως. Ο καιρός είχε φτιάξει και ο ουρανός ξάνοιγε στα βόρεια. Βρήκε τη διάθεσή του κάπως καλύτερη. Αποφάσισε να διασχίσει το πάρκο, έμενε ακόμη ώρα πολύ ώσπου να νυχτώσει. Και τότε τους είδε, εκείνους τους νέους, τους μύστες του έρωτος στα βάθη του κήπου. Την κρατούσε και μιλούσανε για πράγματα κρυφά που κανείς δεν καταλαβαίνει. Θυμήθηκε το έργο του Ροντέν, μια αιώνια άνοιξη, μια Ψυχή παραδομένη. Και εκτίμησε την ευφυΐα του δημιουργού, την ευκρίνεια και το θάμπος το ταιριαστό στην ένταση των αισθημάτων. Όσο για τη σιωπή που χαρακτήριζε τη σύνθεση, αυτή άνηκε σε έναν κόσμο που ‘ναι πάντα έτοιμος να γεννηθεί. Πολύ αργότερα διάβασε ότι το γλυπτό του Ροντέν μεταφέρθηκε στην Μόσχα, στο τοπικό μουσείο. Είχε λέει, αναδειχτεί στο πιο δημοφιλές έκθεμα και δεν ήσαν λίγοι που μιμούνταν στο περιστύλιο μα και αλλού, εκείνο το φιλί. Μόνο κάποιος κριτικός σχολίασε ότι τόση ομορφιά εξαίσια σημαίνει σπαραγμός και οδύνη, μα κανείς δεν έδωσε σημασία. Το ψεύδος, η ελαφρότητα, το μοντέρνο που αυτάρεσκα αναγγέλλει κάθε τόσο τον εαυτό του, κέρδιζαν στα σημεία την εποχή. Πού καιρός για αλήθειες.
Αργά ήταν όταν επέστρεψε. Συλλογίστηκε την ομορφιά των αγαλμάτων για να τη βρει τ’ αποτέλεσμα του έρωτος. Και έπειτα, θυμήθηκε διαυγέστερα εκείνο το άλλο που θέλει κάθε μίμηση να αποτελεί μια προδοσία. Ειδικά για το τελευταίο αισθάνθηκε τη σιγουριά της διατύπωσης του Τσαρούχη. Στο νου του έφερε εκείνους τους εκείνους τους νέους που ελαφριά απέκλιναν δοσμένοι στο φιλί, παραδομένοι το αίσθημα. Αυτοί, μόνον αυτοί μπορούσαν να πουν με τι αλήθεια, με τι σφρίγος δούλεψε ο τεχνίτης, με τι βυθούς επιχειρηματολόγησε ο Ροντέν, στο πλευρό της ομορφιάς πάντα ταγμένος, κάνοντας να ακούγεται εκκωφαντικά ο εσωτερικός του μαρμάρου ήχος.
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.