Έτσι που ταπεινώσαμε τις λέξεις, χάσαμε κάθε μας επαφή με το ουσιώδες. Τώρα όροι που κάποτε σήμαιναν κάτι πρώτα από την πλευρά του ανθρώπου, μεταμορφώθηκαν σε εξειδικευμένη ορολογία συγκεκριμένων προθέσεων και σκοπών. Καθώς όλα γίνονται συνθετότερα, οι λέξεις μπλέκουν μεταξύ τους ή καλύτερα δίχως κανένα περιορισμό αλλάζουμε τα νοήματά τους προχωρώντας και εμείς μαζί με τη γλώσσα μας στη βέβαιη φθορά της. Και έτσι όπως οι τέχνες πεθαίνουν, λιγοστεύουν και οι λέξεις και σώνονται τα νοήματα.
Και όμως ο τίτλος αυτής εδώ της στήλης είχε εφεύρει το όνομά της καιρό πριν, κρατώντας στο νου την ερμηνεία μιας ανταπόκρισης. Μια λέξης γεμάτης από την ιερότητα της χειρονομίας, του αντίδωρου, του πρώτου εκείνου, του θεμελιώδους βήματος που όταν γίνεται, κάτι αλλάζει στη μοίρα του κόσμου και ας μην το ξέρεις, και ας μην το ‘νιωσες χρόνια τώρα, πώς αλλάζουν τα πράγματα και πώς πληρώνονται με κάτι ακριβότερο από το νόμισμα του καιρού μας, το πάντα παλιό, να θυμίζει της Δημαράτης το πενιχρό αντίκρισμα. Είναι τόσα τα είδη της τρέχουσας ανταπόκρισης, εμπορική, επιστολική, η ανταπόκριση όμως σε ένα φιλί, σε ένα χάδι, η ματιά που λέει όλα όσα ποτέ δεν θα ειπωθούν, όλα ετούτα συνιστούν ένα άθροισμα από αισθήματα που γεννιόνται με το θάρρος και με τη σύνεση, με την καρδιά και με τη σκέψη σκηνογραφούν την τελετή, σκαλίζουν ξανά και ξανά τη λέξη που μας κλονίζει.
Η Όλγα σήκωσε το πρόσωπό της. Ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα πρόσωπα, ανάμεσα στις παγωμένες μάσκες, όσων είχαν απομείνει ζωντανοί στο Στάλινγκραντ κόντρα σε κάθε πιθανότητα, τον ξεχώρισε. Έφθανε ο ένας κοντά στον άλλον με κάθε τρόπο, με μια αόρατη γέφυρα μεταξύ τους κρατούσε δεμένη καλά τη ζωή. Κάπως έτσι, η Όλγα και ο Ίαν αποφάσισαν να συζήσουν, επειδή η Όλγα σήκωσε το πρόσωπό της. Που ήταν γερμένο. Από ντροπή.
Μια ανταπόκριση προσμένουμε σε όλη μας τη ζωή. Μια ανταπόκριση στους κόπους μας που θα μας στείλει κοντά στο όνειρό μας, μια ανταπόκριση στον χτύπο της καρδιάς μας όταν εκείνη τριγυρίζει ανάμεσά μας, μια ανταπόκριση από κάπου, είναι η αιτία και ο αρχαίος σκοπός του βίου μας. Να γίνουμε οι δέκτες και οι κοινωνοί , να απαντήσουμε με χίλιους τρόπους “ναι” σε κάθε πιθανότητα, σε κάθε εκδοχή. Σε εμάς πέφτει ο κλήρος να ανταποκριθούμε όταν όλα χάνουν την ισορροπία τους και η ζωή μας τρεμοπαίζει μες στον άνεμο. Και κυλάμε σε σταθερές τροχιές, αλλάζοντας συρμούς που έχουν ανταπόκριση με κάποια άλλη κατεύθυνση. Κάτω από τα πόδια μας τρέχει η ζωή, με περισσότερους κανόνες, δίχως αυθαιρεσίες, με την τάξη και την αταξία που ισορροπούν περίφημα. Πάει καιρός που δεν ανταποκρινόμαστε με επάρκεια σε αυτή τη δαπάνη.
Ένα κορίτσι γυρνά απότομα, στρέφεται προς την πλευρά της κάμερας, τινάζει τα μαλλιά της, φοράει ολόχρυσα σκουλαρίκια, πίσω της εργάζονται αδιάκοπα κάτι πελώριοι γερανοί, είδος ενδημικό των λιμανιών του Άμστερνταμ, του γκρίζου Λίβερπουλ και άλλων θρυλικών σταθμών.Το αγόρι τη φωτογραφίζει και έπειτα δίνουν ένα παθιασμένο φιλί. Σε μερικές ώρες από τώρα θα κάνουν έρωτα, με όλες τις βεβαιότητες χαμένες σε άστοχα πονταρίσματα, μπλεγμένες στα σεντόνια.
Μια ανταπόκριση με την άλλη πλευρά της πραγματικότητας, εκείνης που κατοικείται από αγαπημένους ανθρώπους, φίλους που ξαστόχησαν τόσο νωρίς, γονείς, ανθρώπους δικούς μας, πολύτιμους. Μια ανταπόκριση η γυναίκα με τις επτά δεκαετίες στην πλάτη της που προχωρεί κατά μήκος του εθνικού δρόμου ανάβοντας τα εικονοστάσια. Εδώ και εκεί φέγγουν δειλά οι ψυχές των ανθρώπων μας, δίπλα στη φωτογραφία ο άγιος, φθηνή, βυζαντινή απομίμηση. Μα τι να σου κάνει, αρκούν όλα αυτά για μια ανταπόκριση που ‘χουμε ανάγκη όταν πονάμε και όταν χάνουμε το κουράγιο μας. Μια ανταπόκριση , μια προσευχή με τα ίδια λόγια, τις ίδιες λέξεις, ανάβει κατά μήκος του δρόμου, μια ατέλειωτη σειρά νεκρών παιδιών μας αποχαιρετούν.
Και έπειτα πάλι όταν υποκύπτουν οι στρατοί μας και χάνουμε βάναυσα οι δυο μας, όταν μιλούν τα σώματα, όταν ανταποκρίνεται το σώμα σου στο δικό μου και όταν μου λες με χίλιους τρόπους , σε θέλω, σε αγαπώ, σε θυμάμαι, όταν με χίλιους τρόπους πεθαίνουμε μες στην αυγή ενός τρελού από έρωτα αιώνα. Τότε που ανταποκρίνεσαι, εγώ γελάω, κάτι τελευταίες υποψίες φθινοπώρων συντρίβονται κάτω από το βάρος της υγρασίας, μια αρχαιολογική επιτροπή μας γνέφει μέσα από τις κορνίζες. Και εμείς που ανταποκρινόμαστε σε όλα, με τα φρένα μας σπασμένα, με τα νεύρα μας τσακισμένα, όλο να ανταποκρινόμαστε και λέει, το σήμα να μένει αμετάδοτο.
Περισσότερο από όλα τον πείραξε που η Όλγα δεν σάλεψε καθόλου με την είσοδό του. Δεν ταράχτηκε, λοιπόν, δέκα έτη έρωτος σκορπίσανε, πού πήγανε, πού; την είδε που συνέχισε να γελά με τις φιλενάδες της και όταν πλησίασε ο τύπος που ‘χε τώρα στην καρδιά της πρόσβαση, εκείνη, λέει, ανταποκρίθηκε.
Μια ανταπόκριση στο ουσιώδες, μια τέτοια ανταπόκριση που αυτό εδώ το σημείωμα εννοεί, μπορεί να κρατήσει έναν ολόκληρο κόσμο πάνω από το νερό, για το υπερβατικό και το θαύμα λέει, να βάλει κάθε μέσο, όλη τη θέληση. Μια ανταπόκριση σχεδόν μεταφυσική, που θα ανοίξει την προσδοκία μιας χαμένης αιθρίας. Η φωνή σου που επιστρέφει, το αηδόνι που δίνει το χρησμό στο μπουλούκι των γεφυροποιών μες στη δημώδη μας παράδοση, τα ποιήματα που χτυπούν στους τοίχους μιας κάμαρης γυρεύοντας να φθάσουν παντού, ο Καζαντζάκης που στέλνει μια ανταπόκριση από τη Μόσχα, το Τολέδο, τα αβαθή του Γκρέκο, το βότσαλο του Ελύτη που ανταποκρίνεται στην ίδια μας την ύπαρξη, στο σχήμα μας και η μαύρη πεταλούδα του μοναστηριού του Πόρου που στερεώνει την ανταπόκριση του επέκεινα, τα πουλιά που χαλούν τον κόσμο τις Πλάτρες και αποκρίνονται όλο σοφία στην ιστορία που γράφτηκα, όλα ετούτα σαρκώνουν μια ευθεία απόκριση στην επίμονη μοναξιά μας. Λίγες οι στιγμές που κατορθώνουμε να υπερβούμε ή πάλι να μοιραστούμε τον εαυτό μας, για ένα τίποτε, για κάποιον μεγάλο μας σκοπό. Τότε είναι που ανταποκρινόμαστε στη φύση μας και το στοιχείο μας το πιο θεϊκό. Σαν τους ποιητές που χτυπούν επίμονα τις πύλες του τίποτε, ώσπου εκείνες να ανοίξουν φέρνοντας στο φως πρωτόγνωρες θεάσεις σαν βρουν την ανταπόκριση με τη μνήμη και το χρόνο τον παροντικό.
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
φωτο: Στράτος Φουντούλης

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.