Ελίνα Αφεντάκη, από αλάτι ―από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Από τις εκδόσεις θίνες

Καταμετρώντας τις απώλειες

Η Ελίνα Αφεντάκη μετά το «Παγοθραυστικό, (από τις εκδόσεις Θράκα, 2018), φτιάχνει ένα ποιητικό σύμπαν «από αλάτι», υπονοώντας την ευθραυστότητα της ποίησης, καθώς αυτή συνδέεται με το συναισθηματικό αντίκτυπο που μπορεί να έχει κάθε φορά η υποκειμενική αλλά και η αντικειμενική πραγματικότητα στον κάθε δημιουργό και κατ’ επέκταση στον κάθε αναγνώστη. Δανείζεται συχνά ένα ποιητικό υποκείμενο γένους αρσενικού, μα είναι φανερό πως η θηλυκή υπόσταση είναι η κινητήρια δύναμη της ποιητικής της μηχανής. Ταυτόχρονα,  το ποιητικό υποκείμενο, μετακινείται άλλοτε αυτοαφηγούμενο πρωτοπρόσωπα και άλλοτε τριτοπρόσωπα και ενδοδιηγηματικά.

Η ποίησή της Αφεντάκη διαπνέεται από συμβολισμούς, σουρεαλιστικές εικόνες, αφηγηματική πρόθεση και εσωστρέφεια, η οποία, έχει ως πρόθεση να εκθέσει και τις κοινωνικές της ευαισθησίες. Ο ρεαλισμός είναι ένα στοιχείο του ποιητικού της σύμπαντος που χρησιμεύει ως εφαλτήριο, για να περιγράψει ότι την ωθεί στον εσωτερισμό και στην ανάλυση του τραύματος. Οι λέξεις της χτίζουν ένα  ποιητικό σύμπαν που στοχεύει στην ψυχική αποκατάσταση, την αυτοθεραπεία, καθώς καταδύεται καταμετρώντας τις απώλειες.

Μοχλοί της ποιητικής της περιπλάνησης στα υπαρξιακά άδυτα είναι η φθορά, ο θάνατος, «Μα είναι δυνατόν ο θάνατος να επελαύνει με Θήτα;…/Ποιος τρελός θα διάλεγε αυτό το άνευρο/σύμφωνο για μπροστάρη;», (σ. 49), ο έρωτας, η ίδια η ποίηση, η πατριαρχία και το ευαίσθητο θέμα της κοινωνικής κατασκευής του φύλου, «Εσύ όχι!/ Τί όχι μάνα;/ Μη γίνεις η πέτρα της υπομονής, ακούς;/Κρίμα να σκοτωθούν τόσοι περαστικοί.» (σ. 15), ενώ είναι εκτενής και διάσπαρτη η εστίαση στην απώλεια των γονιών της. Στη σελίδα (53) το δίστιχο που τιτλοφορείται με το όνομα της πατρίδας της, της Τήνου, είναι χαρακτηριστικό της ικανότητας της να συνοψίζει με επιτυχία το ποιητικό της σύμπαν «Δεν είναι τόπος αυτός αγρίμι είναι με ανθισμένες οπλές.»

Η φθορά στην ποίηση της Αφεντάκη δεν απευθύνεται μόνο στο εφήμερο του βίου και σ’ ότι τον καθιστά, συχνά, δύσκολο ή και παραπλανητικά ελπιδοφόρο, αλλά στην ίδια την ποίηση. Φτιάχνει ποιήματα, από αλάτι, όπως θα δηλώσει στο ολιγόστιχο, μα αντιπροσωπευτικό ομότιτλο ποίημα στη σ. 37: «Έφτιαξα ένα ποίημα από αλάτι/Είναι υπέροχο/είπε/Μα προτού προλάβω να το τραβήξω/αναλύθηκες σε κλάματα./Πάει το ποίημα…», με την βεβαιότητα της φθαρτότητας, της διάλυσης, της υπαρξιακής αφαλάτωσης, απευθυνόμενη ψυχαναλυτικά, «Ότι κατάφερες σ’ έχει διαλέξει…» (σ. 11) στην ίδια την πηγή της δημιουργίας.

Το ποιητικό σύμπαν της Αφεντάκη διακρίνονται αρετές που αφορούν, είτε ειδολογικά στοιχεία. Είτε αφηγηματικές αρετές. Το διακείμενο εισβάλει στην ποίησή της με τον Μ. Σαχτούρη να εποπτεύει το ποίημα με τίτλο «Lα hora azul», ενώ στο ποίημα με τίτλο «Cadenza» δημιουργεί με αριστοτεχνικό τρόπο μια υπερρεαλιστική ατμόσφαιρα. Στον «Ένοικο του τρίτου» η έννοια της μάνας ενώνει ζωές μοναχικές, ίσως και σπαταλημένες και εκφράζει την κοινωνική της ευαισθησία, «Είναι γεροντοπαλίκαρο. Το μαρτυρούν τα πεσμένα παντζούρια στο μπαλκόνι και δυο γλάστρες με ξεραμένα φυτά…//Σαν να μετράει συλλαβές.//Μά /να /μου /λει /πει/ α/ κό/ μα». Αντιστοίχως, στο ποίημα με τον τίτλο «Κούκλα πτυσσόμενη, αυτός», τίθεται με εξαιρετικά ωραίο τρόπο το ζήτημα της ταυτότητας φύλου, ενώ στο ποίημα «Ντροπή», όπου εκφράζει και την ανησυχία της για το περιβάλλον.

Ο έρωτας στο ποιητικό σύμπαν της Αφεντάκη διεκδικεί το απόλυτο, ενώ επιτρέπει στην τρυφερότητα και το πάθος να διεκδικήσουν το μερίδιο τους στην αθωότητα, στην παρόρμηση, στη χρόνια συνύπαρξη. Άλλοτε στο δυτικό Λονδίνο σε γκροτέσκο ατμόσφαιρα, άλλοτε στην Καλλιθέα, «Να ταΐζει ο ένας τον άλλο/ αλκοολούχα φιλιά.», (σ. 31) άλλοτε πίσω από μια Polaroid, ή πάνω σε μια πολυθρόνα που «…ρουφάει βαθιά τα φιλιά των εραστών…» και που «…Από το ξύλινο πόδι της, αθόρυβα γλιστράνε/στο ισόγειο»,(σ. 36), ο έρωτας οδηγεί στην αναπόφευκτη φθορά η οποία οδηγεί στη σοφή ωριμότητα, αλλά εξακολουθεί να τον εμπεριέχει. «Εδώ θα μας βρουν μια μέρα//…Θα μας βρουν στην κουζίνα αγκαλιασμένους, σχεδόν αβαρείς.//Αυτή θα καταγραφεί ως ιδιαίτερη περίπτωση/Πρόκειται για αυτοανάφλεξη, θα υποδείξει ο ιατροδικαστής.» (σ. 29).

Η απώλεια και η οδυνηρή απουσία των γονιών είναι ένα θέμα που διατρέχει ένα μεγάλο μέρος της συλλογής, καθώς και η υπαρξιακή καταβύθιση του ποιητικού υποκειμένου «Τελικά έπρεπε να πιω πολύ/ για να καταλάβω/γιατί εκείνο το κορίτσι/που ορφάνεψε νωρίς από μάνα/κοιμόταν κάθε βράδυ/με τον πατέρα της» (σ. 9). Η μάνα, κυρίως, αλλά και ο πατέρας είναι μοτίβα που όταν δεν αναφέρονται, δηλώνουν την απουσία τους υπαινικτικά και σημαδεύουν τις χρονογραμμές της ποιητικής τής Αφεντάκη, «Βλέπω τα χέρια της να ξεσπορίζουν τις όψιμες/ντομάτες…//Τρυφερή, χωρίς ίχνος ταλάντωσης. Αν ήταν μουσικό όργανο,/θα ήταν κανονάκι φτιαγμένο από τριανταφυλλιά.» (σ. 42). Στο επόμενο ποίημα περιβάλλει με τρυφερότητα και ρεαλισμό έναν πατέρα που έχει καταφέρει να προσεγγίσει κρατώντας αποστάσεις πια από την στερεοτυπική σχέση γονιού – πατριάρχη και κόρης. «Ο πατέρας μου/ένα κανάτι κόκκινο/ψημένο από ήλιο και κάματο.//Μα εκείνος λείπει./Στην κινούμενη άμμο της λήθης/ξανά αγνοούμενος/Του ρίχνω τη ζακέτα στην πλάτη» (σ. 43). Ενώ, στο ποίημα με τίτλο «Τσάρλεστον», που είναι και το προτελευταίο της συλλογής το ποιητικό υποκείμενο περιδινίζεται σε μια ονειρική χοάνη, μια χρονοστιγμή, ανάμεσα στους δύο. «Λοιπόν, πού να πάω τώρα;/Αν κάνω πέντε βήματα μπροστά/βλέπω τον πατέρα μου σ’ ένα μακρύ διάδρομο…//αν κάνω δέκα βήματα πίσω…//Η μάνα μου μέσα στο κάδρο…» Το υπαρξιακό ταξίδι τελειώνει με μια διαπίστωση με τη μορφή της απεύθυνσης.

Φευ!
Πάτε και μπολιάζετε τη χαρά
Πάνω στο δέντρο της καρτερίας
Και μετά απορείτε και οδύρεστε
Για την τερατογένεση,_

*

©Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

✳︎