Ζωή Κατσιαμπούρα, Έλα να σου πω, Ιστορίες ―από την Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη

Από τις εκδόσεις Νίκας

Η Ζωή Κατσιαμπούρα, φιλόλογος με πολυσχιδή παρουσία στην εκπαίδευση, με ποικίλες δημοσιεύσεις σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, με δυο βιβλία της (2013 και 2015): Ιστορίες της Μανιάς  και  Μαθαίνεται η ζωή; (εκδόσεις Γαβριηλίδης) είναι και πάλι εδώ. Αυτή τη φορά με το νέο βιβλίο της από τις εκδόσεις Νίκας με τίτλο Έλα να σου πω, Ιστορίες. Προηγήθηκε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο η Οδός Άνω Κάτω (2021) και τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα αναγνωστική πρόσκληση, καθώς η συγγραφέας με τον εύγλωττο τίτλο του νέου της βιβλίου μας καλεί να μας κάνει κοινωνούς των ιστοριών της. Ενώ στα δύο προαναφερθέντα πεζογραφήματά της η Ζ.Κ. διαζώζει μνήμες ζωής μιας άλλης Ελλάδας στη θεσσαλική ύπαιθρο, που είναι και η γενέτειρά της, και αναμνήσεις οδύνης από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, στο βιβλίο της Έλα να σου πω, όπως και στην Οδό Άνω Κάτω που προηγήθηκε, συγκεντρώνει τριάντα επτά μικρές σε έκταση  ιστορίες. Η συγγραφέας επιδίδεται με μεγάλη επιτυχία στο είδος αυτό της μικρής φόρμας έχοντας κατακτήσει ένα απολύτως προσωπικό ύφος στις ιστορίες της, τις άκρως απολαυστικές, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την αφηγηματική της τέχνη και τεχνική.

Συνήθως αφορμάται από ένα μικρό περιστατικό της τρέχουσας καθημερινότητας,  προσωπικού ή ευρύτερου ενδιαφέροντος και ταχύτατα κερδίζει την  προσοχή του αναγνώστη παίρνοντάς τον μαζί της σε μια εκδρομή ή μια σύντομη απόδραση, σε μια αναγνωστική της εμπειρία, στο αντίκρυσμα μιας καταστροφής, σε μια γιορτή και σε όσα απρόοπτα αποκαλύπτονται στην πορεία της αφήγησής τους. Στις ιστορίες της ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει πράγματα που ίσως δεν γνώριζε, να αναμοχλεύσει δικές του σκέψεις και εμπειρίες, να συγκινηθεί, να χαμογελάσει, να απολαύσει το υφέρπον χιούμορ που συχνά έρχεται να υπονομεύσει, να εκτρέψει ένα σοβαρό γεγονός σε σοβαροφανές, καθώς ο αφηγητής της Κατσιαμπούρα απεχθάνεται τη σοβαροφάνεια. Αυτή η επιλογή και η συνειδητή στάση είναι σαφές πως προκύπτει ως αποτέλεσμα ωριμότητας και σοφίας, στον βαθμό που τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους με μια γλώσσα πλούσια, ευρηματική, τολμηρή στη δημιουργική της έκφραση. Ένα σπουδαίο στοιχείο των ιστοριών του βιβλίου είναι ότι δεν είναι  |   “πεποιημένες”. Αναβλύζουν ομορφιά και αλήθεια, γνώση και εμπειρία ζωής, κατανόηση του κόσμου μας και της εποχής μας.

Πόσο ωραίο να βρίσκεσαι ξαφνικά στον Ραμνούντα (αλήθεια πόσοι Αθηναίοι τον έχουν επισκεφθεί;) και να απολαμβάνεις ένα απόγευμα στην Ελευσίνα μια από “τις ωραίες μέρες με λιακάδα στην Αττική” και πόσο όμορφα διαπλέκεται στην ιστορία ο εσπερινός στη Μεσοσπορίτισσα και οι προσκυνητές του ναϋδρίου με τους Μύστες και το κάλλος της αρχαιότητας!(“Αρτοκλασία”). Όπως και εκείνη η συνάντηση της παρέας  στον Κεραμεικό (“Τα αρχαία”), στο αρχαίο νεκροταφείο της Αθήνας, με τον Ηριδανό να ρέει ακόμα και τις χελώνες να δίνουν τη συνέχεια της ζωής και του κόσμου μας! Και δεν είναι μόνο η γοητεία από τις αγιογραφίες μιας βυζαντικής εκκλησιάς (“Νο φωτό”) όπου απαγορεύεται η φωτογράφηση… ούτε η υπέροχη ξενάγηση από μια εμπνευσμένη αρχαιοφύλακα στη Μακεδονική γη που αγαπά και τιμά τον τόπο της και τη δουλειά της (“Η γάτα και ο καφές”) στον αντίποδα του μάλλον αδιάφορου φύλακα ενός μακεδονικού τάφου εκεί κοντά στην Πέλλα. Είναι ταυτόχρονα η συνοδός ομορφιά της φύσης, τα χρώματα  και οι μυρωδιές, η ανθρωπογεωγραφία και της ψυχής το άνοιγμα που επιτρέπει στον αφηγητή να δει τις τόσες  όψεις των πραγμάτων και την παραμυθία που ακολουθεί την οδύνη του θανάτου.

Άλλες φορές το περιεχόμενο ενός αγαπημένου βιβλίου (“Το κάτοπτρο”) γίνεται η αφετηρία μιας μικροαφήγησης που αναφέρεται στον θεό Διόνυσο καθώς παιδί αφαιρέθηκε να κοιτάζει το είδωλό του σε έναν καθρέφτη, τον βρήκαν οι Τιτάνες και τον διαμέλισαν. Η συγγραφέας θα γειώσει τον αρχαίο μύθο μιλώντας για τον δικό της καθρέφτη με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, αλλά και με τη σοφία του ανθρώπου να αντέχει το “γήρασμα…της μορφής” και την πραγματικότητα που δεν επιτρέπει τη διονυσιακή αναγέννηση. Ιδιαίτερο εδιαφέρον παρουσιάζουν ιστορίες που αφηγούνται  τυχαίες συναντήσεις με ανθρώπους που ζουν έξω από τον κλοιό του άστεως (“Το κολοκύθι της ερημιάς”), σε ένα χωριό, για παράδειγμα, σχεδόν άδειο, με ελάχιστους εναπομείναντες κατοίκους. Με τον φακό της  εστιάζει στο τοπίο, στα μεγάλα έρημα σπίτια, στα πρόσωπα που ζουν μια τόσο διαφορετική ζωή, όπως εκείνη η γυναίκα…ένας άνθρωπος “που κάθεται στη μοναξιά του τις φθινοπωρινές μέρες που όλο μικραίνουν”. Αλλά και σε μια Πρωτομαγιά στο Λαύριο μετά τον εγκλεισμό του κορωνοϊού (“Από τις σκουριές”). Η έξοδος από τον καταναγκαστικό περιορισμό απογειώνεται όταν δίπλα από τις σκουριές, τα απορρίμματα των μεταλλείων και την εγκατάλειψη το μωβ των αμάραντων σβήνει την ασχήμια. “Αμάραντα! Χιλιάδες μωβ αμάραντα λουλουδάκια…. δίπλα στο νερό”. Εξυμνείται η ομορφιά του νησιού (“Φτερά”), η αρχιτεκτονική παλαιών οικημάτων, οι θερμές πηγές του και πάνω από όλα τα θερμά λουτρά του σε ένα “…τοπίο μαγικό, με τους διαβρωμένους πολύχρωμους  βράχους και το νερό ν’ αχνίζει στο ρυάκι”.  Ό,τι αλλάζει ή εκπίπτει από την παλαιά του δόξα και τη χρήση του θλίβει τον περιπατητή, μια θλίψη που  υποχωρεί στη διαπίστωση ότι η αρχαιολογική σκαπάνη  φέρνει στο φως έναν παλαιολιθικό οικισμό. Το “τότε” και το “σήμερα”, η συνέχεια της ζωής  που ρέει σαν το  νερό μιας πανάρχαιας πηγής.

Σε δύο από τις ιστορίες του βιβλίου (“ Της γενιάς της το Πολυτεχνείο” και “Ο Γιαννάκης και το τανκ”) εξιστορούνται μνήμες από τη βιωμένη εμπειρία της συμμετοχής ενός κοριτσιού, φοιτήτριας τότε, στους αγώνες κατά του χουντικού καθεστώτος. Με ρεαλισμό, ευαισθησία αλλά και χιούμορ σε κάποιες στιγμές,  η συγγραφέας  αποδίδει το κλίμα της εποχής μέχρι την κορύφωση των γεγονότων στο Πολυτεχνείο. Το “τότε” και το “μετά”, το θαύμα της νεανικής ορμής και η έκπτωση  της τελετής μνήμης στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Πόση αλήθεια! Βεβαίως δεν λείπουν εξιστορήσεις που αφορούν σε παλαιότερα χρόνια  (“Έλα να σου πω”, που είναι και ο τίτλος του βιβλίου, “Γιατί ντε;”, Η χαμένη Μικρασία”, “Η φυγή”, “Χιόνια”). Στα κείμενα αυτά οι ιστορία γράφεται από αφηγήσεις απλών ανθρώπων. Οι ζωές τους ορίστηκαν από πολέμους, αντιξοότητες και βάσανα και στη δύση του βίου τους πια διασώζουν μνήμες, ανθρώπινες σχέσεις, αρχίζοντας από το ’14 και φθάνοντας στον εμφύλιο. Πληθυσμοί που πηγαινόρχονταν από τα Μικρασιατικά παράλια  στην εγγύς νησιωτική Ελλάδα σύμφωνα με τις επιταγές της ιστορικής συγκυρίας, κι όταν κάποτε επισκέπτονται τις χαμένες πατρίδες  πονάει η ψυχή  σαν αντικρύζουν την αλλοίωση της ομορφιάς που  άφησαν πίσω τους και συλλογιούνται τον θαμμένο θησαυρό που δεν βρέθηκε ποτέ,  εκεί στον κήπο του  σπιτιού τους στην Παλαιά Φώκαια. Και η πικρή ιστορία της Εβραϊκής οικογένειας μέσα στη δίνη των καιρών, απανθρωπιά και συναλλαγή. Άθλιες μέρες. Κι ύστερα η ιστορία του δεκαπαντάχρονου Βαγγέλη που ακολουθεί τους αντάρτες στην επίθεση του Δεκέμβρη του ’48 στην Καρδίτσα και όλη την περιπέτεια που βίωσαν στα χιονισμένα βουνά κυνηγημένοι από τον τακτικό στρατό.

Σε άλλα κείμενα του βιβλίου εξιστορούνται θέματα της επικαιρότητας όπως η φονική κακοκαιρία Ντάνιελ στη Θεσσαλία (“Με τη βροχή”, “Μετά τη βροχή”, “Πλημμύρα”). Ο πανικός, ζωές που χάθηκαν και άλλες που σώθηκαν την τελευταία στιγμή. Η διάλυση των πάντων και έπειτα το αντίκρυσμα του πλημμυρισμένου σπιτιού, μνήμες που θάφτηκαν στη λάσπη. Αφηγήσεις όπου από το επικαιρικό γεγονός αναδύονται σκέψεις, εικόνες, στιγμές της ζωής στην πρότερη κατάσταση και η νέα πραγματικότητα: “…Μιλάμε πάλι αύριο, να σου πω πάλι τα ίδια, αλλά και τι άλλο να πούμε; Τι άλλο να μας κάνει καρδιά;Πάω το βράδυ να κοιμηθώ στης θείας το  διώροφο και ούτε τηλεόραση δεν βλέπω, ούτε να σκέφτομαι θέλω, ούτε να αισθάνομαι…Πένθος, ναι, πένθος”.Κι έπειτα η ομορφιά και η μαγεία του χιονιού στην πόλη (“Χιόνι είναι…”) θα εξελιχθεί σε μια απίστευτη ταλαιπωρία για τους κατοίκους που βολεμένοι στις ανέσεις που αυτονόητα απολαμβάνουν, αδυνατούν να τις αποχωριστούν έστω και για λίγο. Ανακαλώντας εικόνες περασμένων χρόνων της ζωής στο χωριό, χωρίς να εξιδανικεύονται οι δύσκολες συνθήκες τότε, τις μέρες του χιονιού, ίσως η σύγκριση βοηθά στον περιορισμό της παρούσας “δυστυχίας”!

Σε άλλες ιστορίες ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε θέματα γνωστά που ίσως τα έχει προσπεράσει βιαστικά. Το αυτοσχέδιο σπιτικό μιας άστεγης στο δρόμο (“Χριστουγεννιάτικα  στολίδια”), εικόνα θλιβερή στον αντίποδα ενός κόσμου που απολαμβάνει την υλική ευμάρεια και τη ζεστασιά στο καταχείμωνο και τα ερωτήματα να αιωρούνται αναπάντητα: “Πώς να γίνει; Πώς να αλλάξουν αυτά τα πράγματα; Ποιο χριστουγεννιάτικο θαύμα μπορεί να θεραπεύσει τέτοια κατάντια;” Άλλοτε το θέμα  της μετανάστευσης, οι ξένοι που μιλούν ελληνικά στους δρόμους της πόλης και στις αγορές (“Λαϊκά”, “Λαϊκά πάλι”, “Σαν τον μετανάστη”) και η ανάκληση της μετανάστευσης των συμπατριωτών μας στις μεγάλες πόλεις της πατρίδας μας και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ανά τον κόσμο. Και ακόμα οι δικοί μας “ξένοι”, πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου που επέστρεφαν από το “παραπέτσμα” το 1965 και άλλοι από χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού μετά το 1974. Εξαιρετικές και τούτες οι ιστορίες ανθρώπων που χρειάστηκαν χρόνια, κόπος  και αγώνες να γίνουν αποδεκτοί και να ξαναρχίσουν τη ζωή τους από το μηδέν.

Η Ζωή Κατσιαμπούρα μάς προσφέρει την ενδιαφέρουσα ματιά της στον κόσμο, στο παρόν που συνομιλεί με το παρελθόν, στο καθημερινό που έχει την τέχνη να του δίνει βάθος και νόημα. Μοιράζεται μαζί μας τις ανακαλύψεις της, ανακαλύψεις που φωτίζουν τα δρώμενα της κοινωνίας μας στις διάφορες πτυχές τους, παρατηρεί, σχολιάζει, κρίνει με νηφαλιότητα, κατασταλαγμένη σκέψη, ευαισθησία και συναίσθημα. Οι ιστορίες της και τα θέματά της κάποτε συνειρμικά μάς φέρνουν στο νου κείμενα του Δημήτρη Νόλλα. Η παραλληλία, κατά τη γνώμη μας, αφορά  στην αισθητική και στην ποιότητά τους.

*

©Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη, δ.φ.

✳︎