Ανταπόκριση
από το χείλος του παραθυριού
Για αυτό
αγαπάμε την ποίηση
μπορεί
να μας τυραννεί,
μπορεί
να μας ευλογεί
Οδυσσέας Ελύτης
Η Τζούλια είναι συνδεδεμένη με ένα σωρό μηχανήματα. Πίσω της σέρνει μπερδεμένα σωληνάκια ενώ τη συνοδεύει πιστός φρουρός της θαρρείς, ένας ορθοστάτης. Αυτός διαθέτει προσαρμοσμένα διάφορα δοχεία που σταλάζουν αργά, καθένα στον αυστηρό του ρυθμό. Η Τζούλια παίρνει αγκαζέ τον ορθοστάτη της και περπατάει αργά μες στο δωμάτιο. Νιώθει τυχερή και είναι αστείο θα έλεγε κανείς, μα εκείνη έμαθε να αρκείται στα απλά και τα λίγα. Πάει η Τζούλια που σκορπούσε δίχως καμιά απολύτως δαπάνη τα χαμόγελά της, εκείνη που χόρευε μέχρι τα ξημερώματα, γιορτάζοντας τη ζωή. Τώρα περνάει μονάχη τις μέρες της και δεν αντέχει να ακούσει μουσική, ούτε για μια στιγμή. “Αν δεν μπορώ να χορέψω, δεν θέλω να ακούσω μουσική”, λέει και είναι μια Τζούλια αλλιώτικη, ένα χαλασμένο παιχνίδι.
Μα δεν σας είπα γιατί νιώθει τυχερή η Τζούλια. Μα για το βορεινό παράθυρο που δεν υπάρχει σε κάθε δωμάτιο. Και που της επιτρέπει να κοιτάζει κάτω στο δρόμο ως αργά τη νύχτα, τους περαστικούς, τους πωλητές του υπαίθριου εμπορίου, τις παρέες των παιδιών που χαλούν τον κόσμο, τον έφιππο ανδριάντα του Κανγράντε του Α’, έτοιμου να κινήσει σε μάχες και αγώνες, αιώνια νέους, αιώνια παλιούς. Άραγε να’ταν και εκείνος τόσο απροετοίμαστος για το θάνατο, όπως εκείνη; Όχι, όχι αυτός, δεν είχε απέναντί του ένα τέρας, μόνο κάτι τυχοδιώκτες που ‘θελαν να γίνουν Ποντεστά στη θέση του. Εκείνη έχει να παλέψει με έναν αόρατο εχθρό, να βρει την άκρη μες στα μπερδεμένα σωληνάκια που υπερασπίζονται τις μέρες και τις νύχτες της.
Δεν υπάρχει Ρωμαίος για εκείνη, μήτε που μπορεί να ευχηθεί καλή τύχη σε μια άλλη κοπέλα που γυρεύει από το πεπρωμένο μια ετυμηγορία. Δεν μπορεί να της χαρίσει μήτε μια στιγμή καλοτυχίας, επειδή αν κάνει πως αγγίζει το δεξί της στήθος,- μην λυπάσαι Τζουλιέτα, εκεί μέσα ανθίζει ένα λουλούδι-, δεν θα βρει μονάχα την φρέσκια πληγή. Στέκει στην άκρη του παραθυριού, τώρα πια δεν υπάρχουν Ρωμαίοι και νύχτες του καλοκαιριού, μαγικές και ανεπανάληπτες. Τώρα πια ο λύχνος έσβησε, κανείς δεν προσμένει στη γωνιά του δρόμου για ένα σινιάλο, για μια παρότρυνση, τον ήχο της νύχτας δεν τον ραγίζουν λέξεις αγάπης. Νύχτες επιγραμματικές, δίχως καμιά απολύτως ταραχή, δίχως τον έρωτα να σκαρφαλώνει από τ’απόκρημνα. Τώρα, τέτοιοι έρωτες, φαντάζουν μονίμως εκτός σαιζόν, κανείς δεν γράφει γράμματα, οι ορθοστάτες δεν μιλούν, δεν αγκαλιάζουν, δεν υπομένουν , μόνο τις μέρες και τα χρόνια μας κουβαλάνε κρεμασμένα ρετάλια μες στις προοπτικές των διαδρόμων. Τώρα κινεί η εποχή της μοναξιάς, η ανάγκη της επιβάλλεται τριγύρω. Παντού να βρέχει μια βροχή διάφανη και το φεγγάρι μήτε μια στιγμή παρήγορο, μήτε μια στιγμή.
Η Τζούλια ζει σε αυτό το δωμάτιο εδώ και μερικούς μήνες. Έχει καταφέρει να κάνει μερικούς καλούς φίλους από τα διπλανά δωμάτια. Και κάποιους πλανόδιους πωλητές, τούς έχει κερδίσει με τη μοναξιά της εκεί στο χείλος του παραθυριού. Όμως εκείνη δεν τους μιλά, μόνο χαιρετά υψώνοντας τρεμάμενο το χέρι της, εκεί στην άκρη του παραθυριού της, κάτι σαν ποιήμα που τρέχει σε έρημες ακτές και σε πλατιά άλση. Ανάμεσα στα τραμ που τρίζουν, στους θορύβους του καιρού, κανείς δεν ακούει τα μαργαριταρένια δάκρυα της Τζούλια, τη μόνη καλή βροχή. Ω ψυχή μου, γκρεμισμένη μου αρχιτεκτονική, νικημένη μου προσευχή.
Μια μέρα από αυτές θα ρίξει τα μαλλιά της, εκείνα θα κυλήσουν καταρράκτες, όπως τότε στα χρόνια τα ξέφρενα, την εποχή των θαυμάτων που δεν τα καταφέρανε. Μια μέρα από αυτές θα ριχτεί η αγάπη της από το χείλος του παραθυριού της, να πιαστεί να ανέβει ο Ρωμαίος της, ένα παιδί είκοσι χρονών από την Ακτή του Ελεφαντοστού, με το μαργαριταρένιο του χαμόγελο να της πει όσα δεν προλάβανε τότε. Και θα αρχινίσει το τραγούδι, περισσότερο κραυγή ενός πνιγμένου μες στο αίμα του. Και θα ξυπνήσει η ώρα η πιο μεστή, εκείνη της ποίησης και της ραγισμένης καρδιάς. Και θα ‘ναι ετούτο το νοσοκομείο και το παράθυρό της και η Βερόνα, μια ανοιξιάτικη πολιτεία, σκέτο χαμόγελο και τέχνη απλή της μεγαλύτερης συγκίνησης. Όχι, όχι απόψε να μην έρθει εκείνος, να μην τη δει με το χαμένο της στήθος, με τους καταρράκτες που στερέψανε, όχι απόψε, να μην την δει, να μην την ρωτήσει, πού τα παλιά σου κτένια, τα πλούτη σου τα παλιά που πήγανε.
Όχι , όχι απόψε. Ετούτη η νύχτα ανήκει στην ίδια και τον καβαλιέρο της, εκείνον τον ορθοστάτη με τις κρεμασμένες μνήμες. Όχι, όχι απόψε, Τζούλια, πένθιμη αλκυόνα μου.
Μετά από μέρες, η Τζούλια κίνησε για την άλλη πλευρά. Και από εκείνη τη μέρα όλα τρέμουν από την απουσία της. Και παντού στην Βερόνα μπορείς να ακούσεις να καρφώνουν την ομορφιά επάνω στο σταυρό της. Μα εσύ να μην αρνηθείς πως ένα παραμύθι αρχίνισε και τέλειωσε στην άκρη του παραθυριού του Δημοτικού Νοσοκομείου, πως τώρα πια, όταν θα έρχονται νύχτες γεμάτες φεγγάρι και άνεμο, η Τζούλια θα φέγγει, σαν ακέραιος αστερισμός. Και η αγάπη της, σαν πάντα, σκληρή, με τραγική απελπισία αργά θα πέφτει με τις πρώτες βροχές των φθινοπώρων.
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
φωτο: Στράτος Φουντούλης

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.