Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Ζεστές καρδιές

Αφήγημα

Ο Τομάς εργάζεται στο κέντρο διαλογής. Παρέα με τον κύριο Μπέρναρντ, – όχι πάντα, ο τελευταίος μεθάει τακτικά και αποκοιμιέται με τον ήλιο στη ράχη του, όπως λέει. Που σημαίνει ότι χωρίς τον καλοκάγαθο γέροντα καλείται να διεκπεραιώσει τον έλεγχο τετρακοσίων γραμμάτων το λιγότερο κατά μέσο όρο. Στο τέλος της μέρας, έχει ανακατευτεί τόσο πολύ στις ζωές των άλλων που δεν μπορεί να θυμηθεί ποιος είναι, αν υπάρχει κάποια δουλειά που πρέπει να επιμεληθεί, κάτι προσωπικό, η επίσκεψη σε έναν ιατρό, το κουρείο, το ζαχαροπλαστείο για έναν καφέ, βρε αδερφέ. Μα αυτός εξαργυρώνει την πιστή του αφοσίωση από τότε που ήταν νέος και έκανε ότι θελήματα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Για το κόμμα Τομάς και εκείνος δεν έφερνε αντίρρηση. Έμαθε από νωρίς να καπνίζει, να υπομένει και να διερευνά, πάει να πει έμαθε από τους καλύτερους χαφιέδες εκεί έξω. Και κέρδισε με το σπαθί του μια θέση στο νευραλγικό πόστο του τμήματος διαλογής του πρώτου τμήματος υποδοχής αλληλογραφίας και ειδών αποστολής. Βρήκε τον τίτλο πολύ καθώς πρέπει και το ωράριο καλό. Και ο μισθός σταθερός με ένα σορό επιδόματα, ειδικά για τους βετεράνους. Και ο Τομάς ήταν είκοσι οχτώ χρονών και όμως ήδη βετεράνος. Παράξενη που είναι η ζωή, πώς τάχα όλα συμβαίνουν ανάποδα και ήδη από τις παραμονές των τριάντα σου έχεις κερδίσει κιόλας τον τίτλο του βετεράνου; Κανείς δεν το ξέρει και η βούληση του Υψίστου παραμένει το μέγα αίνιγμα. Μεγαλύτερο και από αυτό που δικαιολογεί μια θέση με σταθερό μισθό και ένα σορό επιδόματα – ο κύριος Μπέρναρντ που διαρκώς τον διαβάλλω, είναι βετεράνος δις, δηλαδή τα διπλά και κάτι παραπάνω στα ρέστα αν με καταλαβαίνετε. Ο κύριος διευθυντής του σφίγγει πάντα το χέρι και ο κύριος Μπ. , για συντομία, υποκλίνεται υπό γωνία, το πολύ τριάντα μοιρών, αγγίζοντας το μπορ του καπέλου του. Πάντα φοράει καπέλο, δεν σας είπα τίποτε για αυτό, επειδή δεν είναι μήτε ο πρώτος αλλά ούτε και ο τελευταίος εκεί έξω που φοράει καπέλο. Θέλετε ο ήλιος, θέλετε τα αδιάκριτα βλέμματα, το στυλ, η μόδα, διαλέξτε όποια δικτατορία θέλετε, δικαιολογεί απολύτως τη χρήση τους. Τα πιλοποιεία μάλιστα θεωρούνται αρκετά επικερδείς επιχειρήσεις και κάνουν χρυσές δουλειές αν κρίνει κανείς από τις δεσποινιδούλες που πάνε και έρχονται με τα κυλινδρικά κουτιά τους, σαν παράδοξο μπαλέτο από χαριτωμένες μπαλαρίνες ντυμένες με τα χρώματα του κρίνου. Είναι τέτοια η αθωότης που σου κόβεται η ανάσα. Αν ήμουν ο Ρεμπό, θα ‘βρισκα κάτι πολύ ωραίο και μεταφορικό να πω, μα δεν είμαι μήτε ο Βερλαίν, ούτε καν κάποιος τυχαίος σύντροφος.

Μα αν ήμουν ο Τομάς θα ‘πρεπε να συγκεντρωθώ, επειδή στα συμφραζόμενα κρύβονται τα μυστικά. Ραντεβού, συμφωνίες, ειδοποιήσεις, όλα κυκλοφορούν μες στα γράμματα και ο Τομάς πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός και να μπαίνει στις ζωές των ανθρώπων. Μα και ακόμη περισσότερο και πιο πρακτικά, θα πρέπει να μην καταστρέφει τον φάκελο μα να τον χαράζει επιδέξια από τη μια άκρη στην άλλη, σαν χαμόγελο ή σαν το εκκρεμές. Ήταν επιβεβλημένο δε, να ειδοποιήσει αμέσως για τυχόν αποκαλυπτικές επιστολές ή διά την αλληλογραφία αξιωματούχων της κυβερνήσεως που λένε περισσότερα από ότι φαντάζεται κανείς.

Σήμερα, πρέπει να γίνει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να υπερβεί τον εαυτό του. Θα πρέπει να υπερβεί τα τετρακόσια γράμματα, γιατί πλησιάζουν γιορτές και πρέπει κανείς να τελειώνει με τις εκκρεμότητες αν θέλει να απολαύσει λίγο την εξοχή. Ο κύριος Μπέρναρντ τον περιεργάζεται. Καμιά φορά παίρνει και εκείνος κανένα, γελάει τρανταχτά, του διαφεύγει κάθε λεπτομέρεια που μαρτυρά συνωμοσία. Γελάει, τσαλακώνει το χαρτί, είναι ένας ωμός άνθρωπος που πολύ επιδεικτικά τσαλακώνει όποια ζωή του καπνίζει και δεν χαράζει σαν χαμόγελο τον φάκελο απ’άκρη σ’άκρη με τη λεπίδα που δεν στομώνει ποτέ. Αν τη φροντίσεις βεβαίως, αν κρατήσεις ζωντανές τις αιχμές της. Περισσότερο από όλα τον εντυπωσίασε σήμερα μια ευχαριστήρια επιστολή κάποιου φοιτητή Χ. Λ. , ο οποίος αφού αράδιαζε προς κάποιον αξιότιμο κύριο καθηγητή, ένα σορό ανδραγαθήματα βίου μαθητικού , αναγνώριζε κατόπιν και με τη μεγαλοψυχία του έκδηλη, ως προϊόν του χρόνου τάχα που φέρει τη σοφία, την αξία της μόρφωσης, τη δόξα και την αφοσίωση του ερημίτη που προϋποθέτει μια καριέρα ακαδημαϊκή. Οι συλλαβές της λέξης αυτή διαβάζονται με στόμφο, κάπως τραβηγμένες υποδηλώνουν έναν χαρακτήρα αλληγορικό, διαθέτουν συγκίνηση, υπόβαθρο.

Και ακόμη μία ξεχώρισε, ερωτική, την οποία όμως δεν την χαρακτήριζαν σωματικές περιγραφές που ευθύς θα την κατέτασσαν στις απεχθείς και βδελυρές σύμφωνα με το κόμμα. Ήταν διατυπωμένη με λεπτότητα λογοτεχνική, διέθετε κάτι το αιθέριο στο ύφος και με έναν τρόπο περίτεχνο κατέληγε σε συμπεράσματα διαπνεόμενα από ένθεη τρυφερότητα, αν ποτέ μπορούσε ποτέ να υπάρξει κάτι τέτοιο. Θεωρούσε έτσι, πως δεν υπήρχε πια τίποτε για να τον εκπλήξει και με νωθρότητα είναι  η αλήθεια, πήρε να καταβροχθίζει τις ζωές και τις ιστορίες των ανθρώπων. Πολλές φορές μισούσε κάποιον για τους τρόπους του ή την αυστηρότητα με την οποία απαιτούσε την εξόφληση κάποιας συμφωνίας. Τι σκληροί που γίνονται οι άνθρωποι όταν το ζήτημα αφορά το κέρδος. Ωστόσο, κλισέ θα έλεγε κανείς με δίχως θέση σε ένα αφήγημα που σέβεται τον εαυτό του.

Είχε φθάσει στο υπαριθμον τριακοσιοστό ενενηκοστό όγδοο γράμμα και ο διευθυντής από το καμαράκι του τον καμάρωνε και μια στο τόσο κουνούσε νευρικά το μηρό του σε ρυθμούς φοξ τροτ ή βερολινέζικου βαλς, ελαφρότατου, όχι σαν εκείνα τα βαριά για τις μεγάλες ορχήστρες. Και τότε διάβασε μηχανικά μα έπειτα με κλονισμό της ψυχής του, το όνομα Βερόνικα Λοκ, το κορίτσι που αγαπούσε μυστικά βεβαίως, διότι κανείς δεν τολμά να αγαπήσει σήμερα ένα κορίτσι και κινδυνεύει ο καθένας από κοινωνική καταδίκη αν τύχει και αγαπήσει μια δεσποινιδούλα δίχως προοπτική σοβαρή και ηθική. Αν έκανε τη δουλειά του δηλαδή δίχως συναίσθημα και δίχως ανδρισμό στις προθέσεις. Το κόμμα δεν ανακατώνεται σε αυτά τα ζητήματα, μα το συμπληρώνει η σεβαστή Εκκλησία και μπορεί κανείς να διαπιστώσει με πόσους τρόπους μπλέκουν μεταξύ τους με νάζι και σκέρτσο πρωτόγνωρο, όλες ανεξαιρέτως οι εξουσίες, σαν το βάλουν στόχο τους.

Εγώ αγαπώ τον Τομάς, τον αγαπώ με όλη μου τη δύναμη και καμιά φορά τρέμω σαν συλλογιέμαι πως μ’αγγίζει, τυχαία στην αρχή, έπειτα με ένταση, ω, είμαστε καταδικασμένοι να υποκύψουμε στον έρωτα, είμαστε καταδικασμένοι να πούμε “ναι”, με τις καρδιές μας ανοιχτές, με δυο σώματα σε τρελό χορό και άλλα τέτοια έγραφε η Βερόνικα. Ο κύριος διευθυντής είδε τον Τομάς κόκκινο, υπέθεσε πως ήταν η ζέστη, που ολοένα και περισσότερο κατηφόριζε στην πολιτεία, ίσως κάποια μνήμη που αρμόζει σε βετεράνους πάλι, ίσως αυτό. Πού να φανταστεί ο κύριος διευθυντής μες στο καμαράκι του ή ο κύριος Μπέρναρντ που κοιμάται μακαρίως με τον ήλιο στη ράχη, πως η καρδιά του Τομάς χτυπάει ξέφρενα. Και δεν υπάρχει η παραμικρή πρόθεση να καταγγείλει την επιστολή, να το κάνει θέμα. Μα δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό, μόνον ένας έρωτας που ανθίζει και αφήνει τριγύρω μια αύρα γιασεμιού – ίσως είναι από εκείνες τις επιστολές που τις ψεκάζουν με μια στάλα άρωμα τα κορίτσια των καλών οικογενειών. Δεν θα πει το οτιδήποτε. 

Ανασηκώνεται από τη θέση του, όλοι οι δρόμοι που μπορεί να φανταστεί οδηγούν δίχως αμφιβολία στο σπίτι της Βερόνικα, με τους βασιλικούς απ’όξω σε αρχαιοελληνικά μοτίβα, έκτακτα, βαμμένα μ’’ωχρα και βροχή. Και είναι η ώρα να τελειώσει η ιστορία και ο Τομάς να ξεχυθεί στη λεωφόρο, αφήνοντας πίσω του όλες εκείνες τις ζωές απείραχτες, προσωπικές, καλά κρυμμένες μες στις ιστορίες τους, όπως θα έπρεπε να είναι. Και είναι ώρα να αφήσει πίσω του το κόμμα, που δεν του είπε μια φορά και εκείνου ναι Τομάς μπορείς να ερωτευτείς κάτι περισσότερο χειροπιαστό από τα μοντέρνα μας συστήματα. Μα αυτά είναι περασμένα πια και ο Τομάς ανταλλάσσει όρκους αγάπης και κάτι πικρά φιλιά που κουβαλούν όλη τη νοσταλγία του κόσμου για όσα χάσανε, τα απογεύματα της άνοιξης, τα ατέλειωτα καλοκαίρια. Εκείνος και η Βερόνικα.

Ο κύριος διευθυντής ενημέρωσε περί της ανάγκης λήψεως μέτρων απόλυσης. Ο Τομάς δεν ξαναπάτησε το πόδι του. Η Βερόνικα αγαπήθηκε με έναν άλλον, που ‘χε πιάσει την καλή και ο Τομάς, δίχως θέση σταθερή και δίχως πρόσωπο εντός του κόμματος, κατάντησε ένας μέθυσος βετεράνος, ένας άλλος κύριος Μπέρναρντ με τον ήλιο στη ράχη του, που αποκοιμιέται και ονειρεύεται, σχηματίζοντας με τις επικρατούσες γεωμετρίες, μια γωνιά όχι πάνω από τριάντα μοίρες. Σωστά, μόνο τριάντα μοίρες.

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης

❀