Κατερίνα Σπυροπούλου, Μικροχιμαιρικό ―από τον Κωνσταντίνο Λουκόπουλο

Από τις ΑΩ Εκδόσεις, 2024

❧ Αναγνωστικά σχόλια για το βιβλίο ❧

ΜΙΚΡΟΧΙΜΑΙΡΙΚΟ,

Στο εναρκτήριο κείμενο της συλλογής διαβάζουμε:

ΓΙΑΤΙ ΜΙΚΡΟΧΙΜΑΙΡΙΚΟ;

Ο εμβρυομητρικός μικροχιμαιρισμός/ είναι μια σπάνια φυσική διαδικασία/ όπου κύτταρα από το εμβρυϊκό στάδιο του εμβρύου/ μπορούν να ενσωματωθούν στο σώμα/ της μητέρας και να παραμείνουν εκεί/για χρόνια μετά τη γέννα[…]

Ετυμολογικά η λέξη μικροχιμαιρισμός προέρχεται από τη Χίμαιρα,  ένα μυθολογικό ζώο που είχε σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού, και η ουρά φιδιού ενώ σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει πλάσματα ή αντικείμενα που δημιουργούνται από ετερόκλητα στοιχεία. Στη Γενετική η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει ζωντανούς οργανισμούς με διακριτούς γονότυπους πλέον του ενός. Οι περισσότεροι άνθρωποι γεννιούνται με λίγα κύτταρα γενετικά πανομοιότυπα με τη μητέρα τους αλλά το ποσοστό αυτών των κυττάρων μειώνεται σε υγιή άτομα καθώς μεγαλώνουν. Άτομα που διατηρούν υψηλό αριθμό κυττάρων γενετικά όμοιων με τη μητέρα τους έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν ορισμένα αυτοάνοσα νοσήματα. Οι μητέρες συχνά, έχουν επίσης μερικά κύτταρα γενετικά πανομοιότυπα με εκείνα των παιδιών τους. Σε αυτήν ακριβώς τη μοιρασιά του γενετικού υλικού ανάμεσα στο παιδί και στη μητέρα στηρίζεται το βιβλίο της Κατερίνας Σπυροπούλου. Όπως γράφει και στο ομότιτλο με τη συλλογή ποίημα:

[…]Στο οδυνηρό πέρασμα της ζωής/ σαν νήμα αόρατο συνδέεις τις δύο ψυχές σε μία./ Σε αχώριστη αγκαλιά οι δύο καρδιές/ χτυπούν ως ένας ήχος αθάνατος που αντηχεί στο χρόνο./ […]Μικροχιμαιρικό μου κύτταρο
σε ευχαριστώ που με αφήνεις να ονειρεύομαι.[…]

Επιχειρεί επομένως να κλείσει τους λογαριασμούς της με τη μνήμη και τη λήθη, ξεχρεώνοντας την οφειλή προς τη μητέρα της, την οποία έχασε σε σχετικά μικρή ηλικία από καρκίνο, τακτοποιώντας τις εκκρεμότητες του παρελθόντος και ατενίζοντας το μέλλον με δέος και αβεβαιότητα. Φτιάχνει λοιπόν μικρά, αφηγηματικά ποιήματα που δηλώνουν την απελπισία της απώλειας, προσκαλώντας τον αναγνώστη να ιχνηλατήσει τα χνάρια αυτής της διαδρομής ως συνοδοιπόρος. Σε κάποια ποιήματα, η μοναξιά που συνεπάγεται απ’ την απώλεια συναντά την αδυναμία της ποιήτριας να εξορθολογίσει την απώλεια αυτή με αποτέλεσμα την αυτανάφλεξη. Έτσι η πρόσληψη των ποιημάτων περιέχει το τραύμα που τα προκάλεσε, τόσο που οι στάχτες αυτής της αυτανάφλεξης ακόμα καπνίζουν μέχρις ότου ολοκληρωθεί το ποίημα κι ενώ η ποιήτρια ματαίως επιχειρεί να χωρέσει τον εαυτό της εντός του, καθώς αυτό αυτονομείται και αποκτά δική του οντότητα. Στο ποίημα ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ λέει:

[…] Στις μέρες που βγαίνει ήλιος ζεστός,/ που περιέργως ποτέ δεν καίγομαι./ Μόνο μια γλυκιά ζέστη προφταίνει να μπει/ και εκεί σε ψάχνω πάλι, μα μάταια.[…]

Ένας από τους στόχους της ποιήτριας είναι να δείξει ότι η μόνη σταθερά, σε έναν ρευστό κόσμο, είναι οι λέξεις. Μα ακόμη και οι  λέξεις δεν αρκούν για να σώσουν τη μνήμη, για να διαρρήξουν τη λήθη. Στο ποίημα ΣΙΩΠΕΣ γράφει:

[…]Πόσο με τρομάζουν οι σιωπές/ όταν η καρδιά κάνει θόρυβο./ Είναι αυτές οι στιγμές/ που θες να φωνάξεις δυνατά,/ να τα πεις όλα, μα οι λέξεις/ δεν χωρούν στην αγάπη. […]

Ο λόγος της είναι τρυφερός και βιωματικός, δίχως επιτήδευση, εξαιρετικά απλός (έως και απλοϊκός). Χαρακτηριστικό της απόστασης που διατηρεί από το τυπικό ποιητικό γίγνεσθαι είναι ότι – παρότι πρωτόλεια – από ολόκληρη τη συλλογή απουσιάζουν εντελώς τα ποιήματα ποιητικής.

Σε αυτήν την έκδοση, που φέρει την τυπογραφική σφραγίδα ποιότητας των εκδόσεων ΑΩ, η Σπυροπούλου ευτύχησε να έχει συνεργό της τις φωτογραφίες του Σωτήρη Καψαλάκη που συνοδεύουν τα κείμενα. Αν και διαφωνώ ριζικά με την ταυτόχρονη παράθεση ένα-προς-ένα φωτογραφιών και ποιημάτων στα ποιητικά βιβλία, οφείλω εδώ να ομολογήσω ότι, υπό την έννοια ότι δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με μιαν αυτόνομη ποιητική συλλογή παρά με μια κατασκευή που αποτίνει φόρο τιμής στον γονιό που χάθηκε, η συνύπαρξη δε με ενοχλεί, τουναντίον φαίνεται να συμπληρώνει την τιμή που γίνεται στην εκλιπούσα καθώς στην απελπισία των λέξεων προστίθεται η απελπισία των άδειων χώρων (αρκετές φορές με έκκεντρο τρόπο ευτυχώς).

Ξεχωρίζω ως ενδεικτικό μιας δυναμικής που έπεται και υπόσχεται να φέρει νέες γραφές, το ποίημα ΦΩΤΕΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, του οποίου ένα τμήμα παραθέτω:

Κάθε βράδυ που πέφτει σκοτάδι/έρχονται οι σκέψεις της μέρας./Άλλες πελαγωμένες,/άλλες με ένα δάκρυ,/στην κόγχη του ματιού/να στέκεται./ Όμως θυμήσου εκείνες/που το φως της μέρας παρέμενε/έως τα βαθιά μεσάνυχτα./Εκείνες που δεν είχε σημασία/πόσοι αλλά ποιοι /το γέλιο τους μοιράστηκαν μαζί σου/και την ψυχή σου φώτισαν/όταν το είχες ανάγκη.[…]

Συμπερασματικά

Η Κατερίνα Σπυροπούλου με αυτό το βιβλίο καταθέτει μια ελεγεία αποχαιρετισμού για την μητέρα της επιχειρώντας να διατηρήσει τα σημάδια της ύπαρξής της ανεξίτηλα. Το ξόδι της είναι ταυτόχρονα και κατευόδιο και επίκληση προς κάθε αβέβαιο μέλλον στο οποίο η τρύπα του γονιού θα είναι διακριτή ως μια χέουσα πληγή που αιμάσσει. Σε αυτή της την προσπάθεια προσέρχεται με άγνοια κινδύνου. Καταθέτει – σχεδόν ανεπεξέργαστες – τις σκέψεις της που προκύπτουν από τη θλίψη, από την αίσθηση της εγκατάλειψης, από τη μοναξιά. Δεν διεκδικεί ποιητικά εχέγγυα, δεν παλεύει με τη γλώσσα, δεν μελετά, δεν υποφέρει, δεν αγωνιά για τη ρίμα, για τη μουσικότητα, για την οντολογία, για τις μεταφορές, δε συμπεριλαμβάνει τον έρωτα (που είναι η αντιμετάθεση του θανάτου). Μ’ ένα της βήμα προσπερνά τις διερωτήσεις, τα υπαρξιακά, την εξωλογικότητα, τη μεταφυσική το οποιοδήποτε συναίσθημα πέραν εκείνου της απόλυτης συντριβής για το χαμό της μάνας. Προσπερνά δηλαδή τον ωκεανό της ποίησης. Και γιατί τότε επιμένει να γράφει ποιητικά; Γιατί δεν απευθύνει το λόγο της στα εικονίσματα, γιατί δε γράφει μια επιστολή δίχως παραλήπτη; Η απάντηση είναι το ίδιο αρχέγονη όσο και η παρόρμηση προς την ποίηση καθώς, τι είναι η Ποίηση; Ένα τραύμα που όλο το ξύνουμε. Ποίηση είναι το τραύμα εκείνο που δεν τ’ αφήνουμε να γιάνει. Γι’ αυτό λοιπόν και η Σπυροπούλου ασυνείδητα, δίχως καμιά συναίσθηση του ωκεανού που  ορμάει να την καταπιεί, αποφασίζει να εκφραστεί ποιητικά: Επειδή δε θέλει να απολέσει τα μικροχιμαιρικά της κύτταρα. Επειδή επιδιώκει η απώλειά της να γίνει το αυτοάνοσο που θα την καταδιώκει. Έτσι στην περίπτωσή της η γραφή γίνεται καταγραφή, η καταγραφή γίνεται παρηγορία. Θυμίζει όλο αυτό τους Λακανιστές ψυχολόγους που παροτρύνουν προς την θεραπευτική καταγραφή των σκέψεων, όχι άστοχα, καθώς ο άνθρωπος αφ’ εαυτού του, ακόμη κι αν δε λάβει αγωγή, αυτοιάται ψυχικά. Για την ποιήτρια το Μικροχιμαιρικό γίνεται η παραμύθα της. Βλέποντάς τη σήμερα, μερικούς μήνες μετά τη γνωριμία μας, ετούτο διαπιστώνω. Η συλλογή σε αυτό το διάστημα έζησε τη ζωή της, τον βίο που διάγουν τα βιβλία όταν τα γεννάμε στο καλάθι τους σαν γατιά. Το ένστικτο τούς δείχνει από πού να βυζάξουν και γρήγορα μαθαίνουν την άμμο όπου επιτρέπεται να κάνουν την ανάγκη τους. Μα η γάτα που τα γέννησε, ο δημιουργός τους, μαζεύει τα νύχια και κρύβει τα δόντια. Και σιγά σιγά μαθαίνει να ζει δίχως αυτά, καθώς τα πιο πολλά γίνονται κεραμιδόγατοι κι αλητεύουν τα βράδια εκτός εστίας, άλλα αλλάζουν σπίτια, άλλα αλλάζουν αφεντικά. Η ποιήτρια, απομακρυσμένη πλέον από το βιβλίο της, δείχνει ανακουφισμένη, πιο ήρεμη, μειλίχια, αυτάρκης. Κι έτοιμη να γεννήσει κι άλλα γατιά.  Και αυτό είναι επίσης ποίηση. Ένα reboot και μια αφαλάτωση που παραδίδει τη σκευή σου έτοιμη για τα επόμενα γάργαρα νερά. Εύχομαι και ελπίζω σε περισσότερες και λαμπρότερες ποιητικές συνέχειες.

✳︎

©Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος
Irish pub
Queen Granny
31/03/2025

✳︎