
Παραλλαγή του γνωστού μύθου
κατά το αστικότερον
και το εκσυγχρονιστικό
(Διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης. Μικρό δωμάτιο, φορτωμένο ρούχα, μια τηλεόραση που παίζει διαρκώς στο βουβό, κάθε τόσο χάνει το σήμα της, οι πρωταγωνιστές τη χτυπούν και εκείνη συνέρχεται. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στις πραγματικότητες. Μαζί με την τηλεόραση που δεν ακούγεται δουλεύει και ένα μονότονο, ηπειρώτικο μοιρολόι. Κάποιος πεθύμησε την πατρίδα, τι να γίνανε τα μέρη μας τα παιδικά, αχ τι να ‘γιναν, ίσως να χορταριάσανε και ποιος να τα ξεκρίνει κάτω από του χρόνου τα σπαρτά. Η μουσική πλανάται σε όλο τον ακάλυπτο. Είναι εκείνο το κομμάτι της πόλης που παρέμεινε μυστικά άχτιστο, μια πόλη κρυμμένη πίσω από τα σπίτια, σαν το οφθαλμιατρείο του “εξατμιζόμενου” Γεωργίου Μακρή. Ένας Θεός ξέρει πώς σώθηκε από το τέρας της αντιπαροχής.
Μια γυναίκα κάτι ταχτοποιεί, ένας άνδρας ξεφυλλίζει την εφημερίδα, καπνίζει και πίνει. Κάθε τόσο της ρίχνει μια άγρια ματιά, εκείνη του ζητά να κρατήσει την άλλη άκρη απ’το ρετάλι, τώρα τους χωρίζει μια άβυσσος και δεν υπάρχει θέατρο, δρόμος και καρδιά που να μπορεί να αντέξει το κενό που πλαταίνει. Από τον ακάλυπτο έρχονται λογιών θόρυβοι, όλοι βγαλμένοι από τη ζωή. Μα όχι όπως το λένε τα βιβλία και οι κριτικογραφίες, μα πιστά δοσμένα, σωσμένοι με το ύφος τους ακέραιο. Από τη ζωή τους, καπνός και ασήμι άλλοτε, σήμερα ετούτη η κάμαρη, όλη από στάχτη. Το καλοκαίρι που έρχεται, νύχτες ολόκληρες που θαρρείς πως έπεσε να αποκοιμηθεί ο κόσμος, πάνω στη θάλασσα, πάνω στη θάλασσα. Και όλα αυτά για να μεταφερθεί η αίσθηση, σαν μουσική παράξενη, κάτω από την πέτρα. Ν’ακουστεί προσμένει.
Η γυναίκα θα ονομάζεται Γκόλφω και ο άνδρας Τάσος. Πήραν τη ζωή τους λάθος συλλογίζονται καμιά φορά οι δυο τους και κοιτάζονται βίαια, αρπακτικά, με όλη την δύναμη της εκδίκησης. Αυτοί που κάποτε αγαπήθηκαν μέχρι θανάτου. Περνάει η αγάπη, Γκόλφω, της έλεγε η μάνα της. Δεν άκουσε και τη ρήμαξε την καρδούλα της, τη ρήμαξε. Μιλούν, ο φωτισμός επανέρχεται απότομα και η ζωή ξεκινά σαν να ‘χε παγώσει. Οι ηθοποιοί, καλοκουρδισμένοι παίρνουν μπρος, καθένας κουβαλώντας το ρόλο του. Μια ζωή ακόμη. Αν είναι θάνατος αυτό, είπε ο Μπέκετ, τότε πάμε.)
ΓΚΟΛΦΩ: (αδιάφορα δήθεν) Βρήκες τίποτε;
ΤΑΣΟΣ: (σαν απασχολημένος) Τίποτε.
ΓΚΟΛΦΩ: Τρία κατοστάρικα μας μείνανε. Δεν φτάνουν αυτά. Πρέπει να βρεις.
ΤΑΣΟΣ: Ψάχνω.
ΓΚΟΛΦΩ: Εγώ βλέπω να πίνεις! (πετάει βίαια ένα ρούχο που φροντίζει, απομακρύνεται λίγο, κάτι ανακατεύει σε ένα σκεύος, ισιώνει τα μαλλιά της, κάτι ψιθυρίζει)
ΤΑΣΟΣ: Εσύ μόνο αυτό βλέπεις δηλαδή;
ΓΚΟΛΦΩ: Απλά μου κάνει εντύπωση. Επειδή σήμερα συνάντησα την Σάρα, είχα βγει για λίγο πετρέλαιο, είναι φριχτό να το κουβαλώ ως το σπίτι, τα χέρια μου κόβονται. Καμιά φορά να το παίρνεις εσύ, είναι στο δρόμο σου. Το λοιπόν, μου κάνει εντύπωση επειδή ο δικός της, ο Θίο, εκείνος ο μεγαλόσωμος, έχει κιόλας βρει δουλειά στο ηλεκτρολογείο. Και έχει μπόλικα να κερδίσει, επειδή είναι καλός και δυνατός σαν άντρας. Και μου κάνει εντύπωση (πιο θυμωμένα) επειδή ο Νίκος, εδώ πιο κάτω, δουλεύει κιόλας στα λεωφορεία και έχει πιαστεί καλά, όσο εσύ, που Δεν πίνεις! (γελά ειρωνικά, ο Τάσος πετά χάμω το ποτήρι, το κάνει κομμάτια, εκείνη κάνει να το πιάσει, την αρπάζει από τον καρπό του χεριού της, παγώνουν όλα)
ΤΑΣΟΣ: Γιατί μου μιλάς έτσι; Δεν μ’αγαπάς πια ούτε μια στάλα; Κάναμε το γύρο του κόσμου, όλα τα γκρεμίσαμε. Συμφωνήσαμε θα ξεφύγουμε και μήτε που θα κοιτάξουμε πίσω. Θα’χουν το γράμμα για να διαβάζουν άμα τους λείπεις.
ΓΚΟΛΦΩ: (πειραγμένη) Εσύ δεν θα ξέχασες όμως. Το κέρδος, το κέρδος που έχασες μέσα από τα χέρια σου.
ΤΑΣΟΣ: Είσαι πρόστυχη!
ΓΚΟΛΦΩ: Πρόστυχη! Εγώ, εγώ παρ’όλίγο να φαρμακωθώ, με πρόλαβες γιατί με αγαπούσες. Μα γύρισαν τα χρόνια βλέπω και σκλήρυνε η καρδιά σου. Κάλλιο να μην σε γνώριζα ποτέ.
ΤΑΣΟΣ: Όμως με γνώρισες Γκόλφω, με γνώρισες και μαζί στολίσαμε την αγάπη μας, την κάναμε να μοιάζει πεντάμορφη και αυθεντική, το πιο τέλειο πετράδι του κόσμου.
ΓΚΟΛΦΩ: Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς.
ΤΑΣΟΣ: Κοίτα μέσα σου, εκείνα τα λείψανα.
ΓΚΟΛΦΩ: Μιλάς ωραία και θαρρείς πως θα με πείσεις. Όχι, όχι Τάσο, κάναμε λάθος. Εγώ σου στέρησα μια καλή ζωή και εσύ, εσύ με μίσησες για αυτό. Και να’μαστε εδώ λοιπόν, κυνηγημένοι δίχως ζωή και λεφτά και φίλους ή κάποιον άνθρωπο δικό μας. Αν τύχει και πεθάνουμε σε αυτήν την ξενιτιά τυχεροί θα’μαστε. Παντού θα μας γυρέψουν.
ΤΑΣΟΣ: Είναι μεγάλος ο κόσμος μάτια μου, δεν θα μας βρουν.
ΓΚΟΛΦΩ: (πιο τρυφερά, στον Τάσο του μύθου της) Μικρή ‘ναι η βαρκούλα μας και άγριο το πέλαγο. Θα πάει να τσακιστεί, θα το δεις, δεν θα αντέξει τους κυματισμούς, των βράχων το θρόισμα. Είναι τόσα πολλά για μας τους φτωχούς όλα ετούτα.
ΤΑΣΟΣ: Μην μου το λες αυτό, να χαρείς. Άλλο δεν έχω από την αγάπη σου.
ΓΚΟΛΦΩ: (αυστηρά, περιφρονητικά) Βρωμάς κρασί!
ΤΑΣΟΣ: (γελά ειρωνικά, τσαλακώνει την εφημερίδα, αρπάζει τα κλειδιά, τα τσιγάρα, κάνει να πάρει από το παλτό της όσα είχε. Εκείνη του αρνείται, τη χτυπά, από τον ακάλυπτο ακούγονται βλαστήμιες, θόρυβοι, ουρλιαχτά και έπειτα τίποτε. Χάμω η Γκόλφω γυρεύει να βρει τον εαυτό της)
ΓΚΟΛΦΩ: Θα φαρμακωθώ, Τάσο, θα φαρμακωθώ.
ΤΑΣΟΣ: Άιντε, μπρος! Να , πάρε, άιντε, σύρε να πεθάνεις.
ΓΚΟΛΦΩ: Μην φύγεις Τάσο, θα βάλω τέλος, να το ξέρεις, (εκείνος ανοίγει την πόρτα, σταματά για μια στιγμή, ύστερα την κοιτάζει, φεύγει ξαφνικά, εκείνη ουρλιάζει μια φορά υστερικά το όνομά του. Έπειτα παύση.)
(Ανάβει ένα τσιγάρο, στέκει χάμω πλάι στα σύνεργα της οικοκυρικής. Είναι ταραγμένη, κοιτάζει το κενό. Σκοτάδι στη σκηνή. Το φως επανέρχεται, τώρα βρισκόμαστε σε περιβάλλον σταθμού λεωφορείων. Η Γκόλφω κάτι γράφει σε ένα χαρτί. Όχι δεν θα φαρμακωθώ, θα φύγω Τάσο και μην με ψάξεις.
Έπειτα φώναξε το παιδί για τις δουλειές και του’πε να το πάει να το δώσει στον Τάσο που ‘ναι στην ταβέρνα. Είναι εκείνος που πίνει μονάχος του, ο πένθιμος.
Ο οδηγός φωνάζει η Γκόλφω επιβιβάζεται. Τα χαράματα τη βρίσκουν έξω από τα χωριά του Χελμού. Στέκει στην έρημη πλατεία, ήχοι πουλιών που ξυπνούν, νερά και ένα μακρινό αλύχτισμα. Έπειτα σκοτάδι στη σκηνή και τίποτε τη μέρα που επιστρέφει η Γκόλφω. )
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.