Απόστολος Δοξιάδης, Το τηλεφώνημα που δεν έγινε ―από την Μαρία Ιωαννίδου

Απόστολος Δοξιάδης, Το τηλεφώνημα που δεν έγινεΕκδόσεις Ίκαρος

Τον παλιό εκείνο τον καιρό τα τηλεφωνήματα ήταν κρίσιμα ως μοναδικά μέσα προφορικής και άμεσης επικοινωνίας ανάμεσα από άτομα που τα χώριζαν μεγάλες αποστάσεις – κυριολεκτικές ή μεταφορικές. Στο σύντομο αλλά συναρπαστικό μυθιστόρημα του Α. Δοξιάδη παρακολουθούμε την πορεία προς την ουσιαστική ενηλικίωση  ενός νέου στα χρόνια εκείνα.

Πρόκειται για ένα αφήγημα με πολλές ανατροπές. Η κύρια δράση εξελίσσεται μαζί με τον ψυχισμό του κεντρικού ήρωα. Αυτός διαμορφώνει αντίληψη για τη ζωή του και κάνει τις επιλογές του ενώ ταξιδεύει τον αναγνώστη σε παράδοξες καταστάσεις που σχετίζονται με τις σπουδές και τα ενδιαφέροντά του. Το κοίταγμα είναι αναδρομικό από τον παρόντα χρόνο.

Το ύφος, ο τρόπος του ξεδιπλώματος των γεγονότων και αναμνήσεων με τους εξαιρετικά ευφυείς  συνειρμούς ξεφεύγει από οτιδήποτε έχω συναντήσει σε ανάλογα αναγνώσματα. Ο δρόμος που ακολουθεί ο Α.Δ. είναι σχεδόν απάτητος. Το τσαλάκωμα εαυτού και ο τρόπος που συσχετίζονται καταστάσεις, ιδέες, καλλιτεχνικά έργα και ρεύματα είναι μοναδικός.

Ο Ελληνικός, Αθηναϊκός μάλλον, μικρόκοσμος της μεταπολιτευτικής κουλτούρας σκιαγραφείται με χιούμορ μεγάλης ακρίβειας. Εκτός από εργαλείο που στηρίζει τη πλοκή, ο τρόπος που περιγράφεται o χώρος και η επικρατούσα νοοτροπία, σπαρταράει μες τις σελίδες. Ο βασιλιάς είναι γυμνός και ο Δοξιάδης στρέφει τον μεγενθυντικό του φακό με σατυρικό αλλά και αγαπησιάρικο τρόπο. Άλλωστε όλο το έργο διαπνέεται από το πνεύμα της ανατομίας του παρελθόντος και ό,τι περιείχε με τη σημαντική παράμετρο, να μην δαιμονοποιείται τίποτα από τα γεγονότα του. Το δράμα είναι αλλού.

Γιατί ο Δοξιάδης δεν έγραψε απλά ένα γοητευτικό ηθογράφημα αφήνοντας τον ενδότερο εαυτό του σε ρόλο παρατηρητή. Αυτό θα ήταν και μια μεγάλη ευκολία και ένα ακλόνητο άλλοθι που θα τον απάλλασσε από τις ευθύνες έναντι μιας άλλης ισχυρής εσωτερικής του ανάγκης.

Δυνατή η ανάγκη, και από τη φύση της, στοιχειοθετημένη από τα πιο ευαίσθητα υλικά, κάνει αρκετούς κύκλους, η αναγνωστική εγρήγορση δεν χαλαρώνει ποτέ! Βοηθάει και η απελευθερωμένη αλλά τιθασευμένη χρήση της γλώσσας. Βρήκα τον μετρημένο λυρισμό επιτυχώς μπολιασμένο με την επιστημονική συγκρότηση του συγγραφέα. Το ίδιο ευτυχής είναι και η σύμπτωση εμφανών αυτοβιογραφικών και μη στοιχείων. Έτσι που ο αναγνώστης ούτε να ωθείται σε εικασίες ούτε να χάνει το συναισθηματικό έδαφος της ιστορίας που διαβάζει.

Μια ακόμα πρωτότυπη γωνία θέασης αφορά στην ενασχόληση με μια γενιά, που τυχαίνει να είναι και δική μου, και με μια φάρα, εφήβων, νέων και νέων ενηλίκων της μεταπολίτευσης. “Εμείς οι εκκρεμείς”* λοιπόν βρεθήκαμε απέναντι στους παλιότερους που καλούμασταν να ξεπεράσουμε. Ειδικότερα, τη μερίδα των μεταπολεμικών γενεών που έπιασαν κορυφές, στη μόρφωση, τη καριέρα και την κοινωνική, διεθνή ενίοτε, αναγνώριση.

Μας παρείχαν όλα τα εφόδια για να ανεβούμε κι εμείς τη σκάλα που μας είχαν στήσει και μας προίκισαν με ευαισθησίες και καλό γούστο. Με άλλα λόγια, προϋποθέσεις που υπόσχονταν αυτογνωσία και γνήσια ατομική δημιουργία. Ωστόσο εν πολλοίς συνέβη το παράδοξο: τα τέκνα των λιγότερο προνομιούχων είχαν να κερδίσουν σαφή και απτά στοιχήματα, της επιβίωσης της κατάρτισης, όπως και να διατηρήσουν μύθους και θρύλους ηρωισμού και αυτοθυσίας.

Εμείς, οι λιγότεροι αλλά και πιο μπερδεμένοι χρειάστηκε να σκιαμαχήσουμε. Ασθμαίναμε πάνω σε μία σκάλα με μη ορατό τέρμα. Μαζί και ό,τι  θα μας οδηγούσε στην πολυπόθητη ισορροπία που απαιτείται για αυτές τις ίδιες τις ακροβασίες. Ή ακόμα καλύτερα, και χωρίς αυτές.

Ένας ακόμα λόγος που θεώρησα κατά τη διπλή ανάγνωση -και διπλή, τριπλή αγορά του βιβλίου με σκοπό να το δωρίσω, ό,τι πιο βαθύ, τίμιο και τολμηρό, τρυφερό και συγκινητικό ανάγνωσμα των τελευταίων χρόνων.

✳︎

[*] Από στίχο του Δ. Σαββόπουλου

*

©Μαρία Ιωαννίδου

✳︎