Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Ποιος είδε την Μάλβα Μαρίνα Πέρεζ

Μαδρίτη, Αύγουστος του ‘34

[…Ο Νερούδα ποτέ δεν την αποδέχτηκε. Της γύρισε την πλάτη σαν είδε πως έπασχε από κάποια δυσμορφία. Και δεν την συλλογίστηκε ποτέ, μόνο την αρνήθηκε και μήτε που την επισκέφτηκε ποτέ εκεί όπου είχε ταφεί. Την κόρη του εκείνη την έλεγαν Μάλβα Μαρίνα Πέρεζ και πέθανε στα οκτώ της μόλις χρόνια. Καρπός ενός σκληρού έρωτα. Ο ίδιος γράφει: “«Ήταν η συνεύρεση ενός άνδρα και ενός αγάλματος. Κρατούσε τα μάτια της ορθάνοιχτα όλη την ώρα, εντελώς αδιάφορη. Είχε δίκιο που με περιφρόνησε”…]

Κανείς δεν παίζει με την Μάλβα. Όλοι τη δείχνουν και γελούν και της λένε πως είναι άσχημη πολύ. Και πως δεν έχει για πατέρα της κανένα. Η Μάλβα είναι νό-θα, η Μάλβα είναι νό – θα τραγουδούν τα παιδιά που δίχως να το θέλουν μπορούν σκληρά να γίνουν, πιότερο και από μια κατάμαυρη ψυχή.

Και η Μάλβα ζυγιάζεται ανάμεσα στον εαυτό της και στ’όνειρο. Πως είναι λέει σαν όλα τα άλλα τα παιδιά του κόσμου. Και πως δεν είναι εκείνη προορισμένη να χωρέσει πιο πολλές γνώσεις από τους συμμαθητές της μες στο νου της, όπως λέει η μητέρα. Μα ποια μητέρα δεν θα ‘βρισκε τον τρόπο να κάνει το παιδί της να αγαπήσει τον εαυτό του;

Για αυτό, πολύ την αγαπάει τη μητέρα. Για όλα όσα κάνει, επειδή της παραστέκεται σαν την πιάνει το παράπονο και ποτέ δεν την αφήνει μοναχή της.

Θα ‘θελε να ‘χε κοντά της τον καλό πατέρα. Ξέρει μονάχα πως του λόγου του είναι μεγάλος ποιητής. Σαν αυτούς που τριγυρίζουν τις πολιτείες του κόσμου και πιάνουν το τραγούδι και αλλάζουν τα πιο δύσκολα πράγματα. Ξέρει μονάχα πως σε κάθε γωνιά του κόσμου ψιθυρίζουν τα τραγούδια του και όταν μιλούν για εκείνον, λάμπουν τα μάτια τους και συγκινούνται. Απλώνουν μεγάλους μουσαμάδες στο κενό και ζωγραφίζουν σαν πρώιμοι στωικοί, τις λαμπρές αναπαραστάσεις.

Επειδή ο πατέρας της, λέει, μπορεί και τραγουδά με όλων των ανθρώπων τις φωνές, τόσο μεγάλη που ‘ναι η καρδιά του, τόσο πλατιά η όχθη της ποίησης του.

Όμως καμιά φορά νιώθει πως εκείνη δεν χωρά μες στα πράγματα της ζωής του. Και όλο λέει πως ένας ποιητής δεν θα άντεχε στιγμή εμπρός στην ασχήμια του κόσμου. Κάπου διάβασε πως δουλειά του ποιητή είναι να σώσει τον κόσμο από την ασχήμια, να ζωντανέψει την εντύπωση που τόσο ξαφνικά εχάθη, προτού προλάβουμε να την συλλάβουμε.

Η Μάλβα δεν γνωρίζει πως ο Πάμπλο Νερούδα, ο Νομπελίστας ποιητής ήταν ο πατέρας της. Μόνο πως ζει μοναχή της και άλλον στον κόσμο δεν έχει από τη μητέρα, μια αληθινά καλή γυναίκα. Αυτό ξέρει μονάχα και αγαπάει όλου του κόσμου τους ποιητές, σαν να’ταν όλοι τους άνθρωποι δικοί της, δίχως πρόσωπο, με τη βαριά ευθύνη ενός πατέρα.

Η Μάλβα Μαρίνα Πέρεζ ήταν η κόρη του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα και της Αντονέτα Χαγκενάαρ. Έπασχε από υδροκεφαλία και αποτέλεσε για πάντα το πιο σκοτεινό σημείο της προσωπικής ζωής του διάσημου ποιητή. Η ιστορία λέει πως έστρεψε για πάντα το βλέμμα του από εκείνη ο Νερούδα και πως μήτε όταν η μικρή πέθανε στην ηλικία των οκτώ ετών δεν προσήλθε στην κηδεία της, μήτε που την επισκέφτηκε ποτέ, παρά τις ικεσίες της Χαγκενάαρ.

Παράξενοι που ‘ναι οι ποιητές, μα πάνω από όλα άνθρωποι, αδύναμοι, κυνικοί και με τη σκοτεινιά τόπους τόπους στις γωνιές.

Στα ηχεία, ο Pablo de Giusto ερμηνεύει με την κιθάρα του, την Suite Popular Brasilena του Heitor Villa Lobos.

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

❀