Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Electra

το δυστύχημα είναι
όλη η γήινη μοίρα
της ζωής,
η πεσμένη ζωή
Ν. Καρούζος

Σταθήκανε μια στιγμή να ξαποστάσουν. Και ίσως να κλάψουνε μια στάλα. Για την κατάντια τους. Να τριγυρίζουν στις ερημιές, λέει, απλήρωτοι. Καλή και η τέχνη, δεν τ’αρνούνται μα πρέπει και να ζήσουν. Ας είναι, σήμερα βρίσκονται εδώ, αύριο εκεί, όπου το θέλει η ανάγκη και η περίσταση. Πότε με έναν μεγάλο ρόλο, άλλοτε κομπάρσοι, δεύτεροι, ταπεινωμένοι, ας είναι.

Κάθονται στις βαλίτσες τους, ορισμένοι έχουν βρει λίγο ίσκιο, μια πέτρα, κάτι που να τους κρατάει, μια πατρίδα για τη στιγμή. Άλλοι κάθονται χάμω και τα κορίτσια φτιάχνουν τα μαλλιά τους, ισιώνουν τα φορέματα, τις φουρκέτες γυρεύουν, ένα σορό πράγματα συμβαίνουν όταν κανείς κάθεται. Ο Αύγουστος τρέμει, οι γριές τρέχουν στις εθνικές οδούς και ανάβουν τα εικονοστάσια. Προσεύχονται μα τίποτε δεν κάνει. Η Σμύρνη καίγεται έναν αιώνα και βάλε πίσω.

Κάποιος ρώτησε πότε θα ‘ρθουν οι μηχανικοί και οι φροντιστές. Ένα κορίτσι ζήτησε τσιγάρο και έπειτα ευχήθηκε να ‘χανε λίγη μουσική. Χόρεψε για λίγο μονάχη της , έπειτα σαν να μελαγχόλησε, σταμάτησε, έφτιαξε από την αρχή τα μαλλιά της. Μια φωνή απάντησε πως η ορχήστρα φοβάμαι ότι δεν θα ‘ρθεί. Όλοι ανησύχησαν, η Έλσα είπε, δεν θα ‘ρθούν ποτέ;

Ύστερα από μια κάποια αμηχανία , βρήκε η Έλσα τη δύναμη και είπε. Χωρίς ορχήστρα και χορό δεν γίνεται τίποτε, καλύτερα να του δίνουμε, η δουλειά είναι φάρσα. Η ίδια φωνή από απέναντι απάντησε, θα περάσουν να μας πάρουν, ήταν όλα έτοιμα.

Κάποιος είδε μερικούς ανθρώπους που αχνοφαίνονται στην κορυφή. Έρχονται, κανείς δεν φρόντισε να ακυρώσει την παράσταση. Θεέ μου!

Η Έλσα, έτρεξε στο πλάτωμα, κοίταξε προσεκτικά κόντρα στον ήλιο. Τους διέκρινε πολλά μέτρα εμπρός, πίσω από το τρέμουλο του μεσημεριού. Το είπε στους άλλους, ο υπεύθυνος του βεστιαρίου, αποκαμωμένος άνοιξε το ντουλάπι και άρχισε να πετά τις φορεσιές. Γρήγορα, είπε η φωνή, ας μην πετάξουμε τα λεφτά, ίσως και έρθουν περισσότεροι. Τι παράξενα πράγματα αλήθεια. Άρχισαν να ντύνονται και σε λίγο στη σκηνή του θεάτρου έπαιρνε μπρος η ίδια παλιά ιστορία. Ο Ορέστης, ο Αίγισθος, η βασίλισσα και μια Ηλέκτρα τσακισμένη από τις φωτιές της ψυχής της. Όλοι ήταν εκεί. Και το μεσημέρι κρατούσε ακόμη. Παραμέρισαν τις βαλίτσες και πρόβαραν τα λόγια τους. Η Έλσα υποδυόταν την Ηλέκτρα, το κοινό έφτασε, μπαίνει τώρα, κοιτάζουν γύρω, τους ενθουσιάζει το φυσικό τοπίο. Δίχως χορό, δεν μπορούν να κάνουν τίποτε.

Η Έλσα τρέχει στο πλάτωμα – η σκηνή χρειάστηκε να ξανάρθει στο προσκήνιο με τη μέθοδο του μοντάζ – κοιτάζει, ο ήλιος δεν της κόβει το βλέμμα πια. Μπορεί να κοιτάξει όρθια, να την φυσάνε όλοι οι άνεμοι, έτσι που να μην τραβά πουθενά. Έρχεται ένα λεωφορείο, το είδα γιατί έχει αναμμένα χαμηλά τα φανάρια του. Χάθηκε στη στροφή και τόπους τόπους μαρτυρούσε πως ήταν εκεί. Έρχεται σας λέω, ένα ολόκληρο λεωφορείο! Και μάλιστα γεμάτο, ένα γεμάτο λεωφορείο. Κάποιος πρέπει να βγει με το καπέλο. Η Έλσα ξέρει τι λέει, είναι μικρό κορίτσι ακόμη μα διαθέτει μυαλό ξυράφι και αρκετό τσαγανό για να βάλει στη θέση του τον καθένα. Είναι ένας όμορφος άνθρωπος η Έλσα που πηγαίνει ξανά στο πλάτωμα. Ίσως να’ναι η λύση που ζητούμε, λέει η φωνή και όλοι απορούν. Η Έλσα που διαθέτει αρκετή πονηριά αμέσως καταλαβαίνει. Γνέφει στον Ορέστη, εκείνος πάντα φοβάται μην του ζητήσουν να το κάνει στ’αλήθεια. Την κοιτάζει με λίγη αγωνία, στο νου του έρχεται ο μύθος, τρέμει, η καρδιά του χειμωνιάζει. Θα γίνουν ο χορός μας, λέει η φωνή, το λεωφορείο κορνάρει χαρούμενο, θα νιώσουν από πρώτο χέρι με τι μετρήθηκαν κάποτε οι μοίρες των ανθρώπων, συμπληρώνει η φωνή. Το βαρύ όχημα είναι γεμάτο φαντάρους, τριανταφυλλιές, καλάθια, φοιτητές, μουσικές, βγαλμένο από τη ζωή τραβά το δρόμο του. Τώρα κορνάρει ξέφρενα, η Έλσα ουρλιάζει και γνέφει, το λεωφορείο ανταποδίδει.

Μες στο σύννεφο της σκόνης σταματά, σαν ζώο προϊστορικό που πέθανε τόσο ξαφνικά. Από μέσα βγαίνουν πρώτα οι φαντάροι, ορισμένοι φέρουν πολύ σοβαρά τραύματα, όμως είναι χαρούμενοι και καλοχτενισμένοι. Ένας άνθρωπος βγάζει τις τριανταφυλλιές προσεκτικά και ορίζει τη σκηνή. Εκείνοι του λεωφορείου και ορισμένοι άλλοι που ‘χαν βρει μια θέση, ήρθαν και κάθισαν κοντά. Η φωνή είπε, παίξτε. Η Ηλέκτρα πλησίασε τον Ορέστη, του ζήτησε εκδίκηση όπως πάντα, κάποιος από το κοινό έλεγε κάτι, οι άλλοι συμφωνούσαν, έκριναν, κάθε πράξη , κάθε κουβέντα της Ηλέκτρας τους προκαλούσε. Οι άντρες έστεκαν παράμερα, με τα καλοκαιρινά τους τα πουκαμισάκια. Και καπνίζανε αιώνια, πότε βρίζοντας και άλλοτε τραντάζοντας τη σιωπή με ένα γέλιο. Οι γυναίκες θύμωναν, ζητούσαν εκδίκηση, κάποια άρπαξε τον Ορέστη, του ζήτησε να φύγει, κάποιοι από τον χορό συμφώνησαν, οι άλλοι όρμησαν, γίνηκε χαλασμός, η νύχτα έπεφτε και έπεφτε ανυπόμονη να τελειώσει τη δουλειά της. Η Ηλέκτρα είναι αποφασισμένη. Η γεννήτρια του πλανόδιου με τα καλαμπόκια χαλάει τον κόσμο, τα παιδιά φωνάζουν, γελούν, ο τύπος έχει βάλει τριγύρω πολύχρωμους λαμπτήρες και το όλο τοπίο θυμίζει την αίσθηση ενός νησιού στο πουθενά της νύχτας.  Η βασίλισσα βγαίνει για τη θυσία, έπειτα ο Ορέστης την σκοτώνει, κάποιοι φωνάζουν , μια πέτρα χτυπά τον Ορέστη στο πρόσωπο, το αίμα τρέχει, μα εκείνος δεν νοιάζεται. Παραμερίζει την Ηλέκτρα, ορμά στο παλάτι, μια μικρή, φυσική εσοχή στο φόντο του αρχαίου θεάτρου, αρπάζει την Κλυταιμνήστρα. Εκείνη που την υποδύεται την λένε Άννα, μοιάζει πειστική μα είναι αδύνατο να την μισήσει κανείς. Και όμως ο Ορέστης δεν την λυπάται καθόλου, την μαχαιρώνει δίχως έλεος, η Ηλέκτρα, του ζητάει και άλλο, ο χορός κρύβει το πρόσωπό του, κάποιοι φωνάζουν, να φύγουμε, εμπρός, τόση αδικία. Φονιά, φωνάζουν μερικοί άλλοι, πετούν χούφτες τα χαλίκια, ο Ορέστης κρύβει το πρόσωπό του.

Όλα κινδυνεύουν να τιναχτούν στον αέρα. Τότε ο οδηγός κορνάρει, δείχνει το ρολόι του, πρέπει να φύγουν. Και το έργο; Τον ρωτούν και εκείνος επιμένει πως δεν έχει σημασία και πως ένα συμβόλαιο είναι συμβόλαιο. Η φωνή ζητάει από όλους να επιβιβαστούν, ο Ορέστης μοιάζει αδίστακτος τώρα πια. Η Ηλέκτρα τρέμει για εκείνο που γίνηκε ο γλυκός άλλοτε νέος. Κρύβει τον τρόμο της και προχωρεί προς το λεωφορείο που τώρα κορνάρει δίχως σταματημό και μαρσάρει, σηκώνοντας πίσω του σύννεφα σκόνης. Ο καιρός έχει χαλάσει, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μιας καταιγίδας. Τα καλοκαίρια οι καταιγίδες αφήνουν πληγές και μοιάζουν παράταιρες.

Οι άλλοι της παράστασης τρέχουν πίσω, προλαβαίνουν. Η Έλσα, ντυμένη με ένα ανδρικό κοστουμάκι, κατάλληλα μεταποιημένο, τριγυρίζει αργότερα, με το καπέλο τον διάδρομο. Οι κυρίες της χαϊδεύουν τα μαλλάκια και αφήνουν ένα γενναίο ποσό. Η Έλσα κάνει τα γλυκά μάτια στους καθώς πρέπει κυρίους και εκείνοι δεν της αρνούνται τίποτε. Όλοι τρίβουν τα χέρια τους. Έχουν ξεμείνει με τις φορεσιές τους. Ο Ορέστης καίγεται στον πυρετό, πάντα στο δρόμο έξω από την Θήβα, με σκισμένα τα γόνατα, τους αγκώνες, το πρόσωπό του αγνώριστο από το μαρτύριο.

Χαράματα το λεωφορείο φτάνει στην πρώτη στάση. Ένα βρώμικο βενζινάδικο με ένα ακόμη πιο βρώμικο σαλονάκι. Διαθέτει έναν πάγκο και πουλάει κάτι παλαιολιθικά τσιγάρα, με άλλα λόγια, ίσα που λειτουργεί. Όταν κάποιος σταματά ένας νέος κατηφορίζει από το σπίτι μισό μίλι εκεί επάνω. Κατεβαίνει με το πάσο του, σου βάζει βενζίνη, κοιτάζει τα λάστιχά σου, σκαρφαλώνει επάνω τους, σου ζητάει ότι του κάνει κέφι, στη ζώνη του έχει μια καραμπίνα κομμένη, η βενζίνη του είναι σκέτο νερό. Κοιτάζει τον θίασο που τραβάει για τις τουαλέτες.

Η Έλσα του χαμογελάει, αργότερα κάνουν βιαστικά έρωτα. Η Έλσα μένει έγκυος, θα επιστρέψει μήνες μετά, θέλοντας να χτίσει μια ζωή. Στο σαλονάκι μάταια προσμένει η φορεσιά την Κλυταιμνήστρα. “Στην πολυθρόνα από φτηνή δερματίνη απομένει το φουστάνι κάποιας νεκρής που την πήρε, λέει ο χρόνος”. Το λέει ο νέος, απολύτως φυσικά, όποτε τον ρωτά κάποιος οδηγός. Η Έλσα απλώνει τα ρούχα στο πλάτωμα και έχει πια χάσει για πάντα τη δραματική της υπόσταση

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης

❀