Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Εν δυο, εν δυο

[…ο μαθητής Βλαστός σκοτώθηκε στα Δολιανά. Ήταν το πρώτο θύμα του έπους του ‘40. Την επόμενη μέρα άλλοι τριακόσιοι εκτελέστηκαν. Ο μαθητής Βλαστός δεν παρέλασε ποτέ και πάει καιρός που άκουσε το όνομά του στο βραδινό το προσκλητήριο…]

Εμπρός μαθητική νεολαία μου, εσύ κρατάς το ίσο, εσύ μας τραβάς πιο πέρα και ας έχεις κιόλας δαπανηθεί. Εμπρός παιδιά, εν δυο, ένα αριστερό και δώσ’ του τα λευκά τα πουκαμισάκια που διαβαίνουν μέσα από όλα τα φθινόπωρα της ζωής μας. Και εμείς στο περιθώριο να χειροκροτούμε, περαστικοί μες στις ζωές μας, κιόλας ξεπερασμένοι, καταδικασμένοι να θηρεύουμε το ευτυχές και το ακατόρθωτο.

Και περνούν οι μαθητές και σαν τελειώσει αυτή η παρέλαση θα ‘ναι κιόλας μεγάλοι, με δουλειές και δανεισμούς και με σχέσεις περίπλοκες, με σπίτια κατακτημένα από τη μοναξιά. Εμπρός προσημειωμένη μου νεολαία, τράβα προς τη μοίρα σου και πίσω μην κοιτάξεις. Στο τέλος του δρόμου ησύχως τα παιδιά θα διαλυθούν και οι μπάντες στάχτη θα γίνουν, σαν να δείχνουμε με το δάχτυλο τις πεταλούδες της νύχτας που πεθαίνουν. Από τα ηχεία θα παιανίζει ο Νιόνιος και οι σύντροφοι που μέχρι χθες κάνανε πως δεν ακούγανε, ασάλευτοι θα μείνουν, ξεπερασμένοι θαρρείς για τώρα και για πάντα.

Εμπρός μαθητική μου νεολαία, για να γίνουν πράξη όλα τα παρακάτω, τ’απίστευτα που κάνουν λίγο πιο πιστευτή τη ζωή μας, λίγο πιο όμορφη.

“Κατηφορίζαμε την Πανεπιστημίου. Όλοι περίμεναν πως θα κρατήσουμε σταθερή την πορεία μας. Άνθρωποι του υπουργείου μας περίμεναν στο ύψος της Ομόνοιας. Εμείς όμως ολότελα αυθορμήτως, μα με τη βεβαιότητα εκείνου που γνωρίζει το χρέος του, στρίψαμε στην οδό Αμερικής. Φανταστείτε μας παρακαλώ, απολύτως παραταγμένους, με σίγουρο βήμα, εν δυο, εν δυο. Κάτι λίγοι που δειλιάσανε – πάντα υπάρχουν τέτοιοι σε κάθε γενιά, δεν πρέπει να τους μισούμε, φοβήθηκαν και έκαναν πίσω, ας είναι – διαλυθήκανε λίγο πριν την Σόλωνος. Εμείς πήραμε το δρόμο που βγάζει στην Πατησίων. Περάσαμε εμπρός από την Νομική, πέσανε δακρυγόνα προληπτικά, δεν κάναμε πίσω. Με κόκκινα μάτια, όπως των ζωντανών φθάσαμε στην πλατεία της Ακαδημίας. Αν κάνεις ησυχία θα ακούσεις τον ήχο από το γκάζι που ξοδεύεται, ήχους μεταλλικούς θα ακούσεις. Τον ήχο της φλέβας δεν θα τον ακούσεις, πρέπει να πλησιάσεις και αυτό είναι δύσκολο πολύ. Καλύτερα να κάνεις πως δεν βλέπεις. Εν δυο, εν δυο, τώρα διασχίζουμε την Πατησίων, οι άνθρωποι του υπουργείου ωρύονται, απειλούν, καταγράφουν, τιμωρούν. Όμως εμείς προχωρούμε, περνάμε από τις μοντέρνες πιάτσες, πιάνουμε την Αχιλλέως και έχει αλαφρύνει τώρα κάπως το βήμα μας. Νιώθουμε κιόλας μια μεγάλη παρέα, κοιταζόμαστε και γελούμε και δεν κάνουμε πίσω, ποτέ δεν θα κάνουμε. Οι άνθρωποι του υπουργείου κρατούν τα κεφάλια τους από την απόγνωση, οι εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού θα τους περιθάλψουν, έναν αιώνα τώρα η ίδια η ιστορία. Κάποιος ανοίγει το τρανζίστορ, το φαινόμενο της παρέλασης που διέφυγε της προσοχής των ανθρώπων του υπουργείου απαντάται σε κάθε μικρή και μεγάλη πολιτεία αυτής της χώρας. Στεκόμαστε στην Αχιλλέως και περιμένουμε, τα σήματα λένε πως φθάνουν σχολεία από την Ελευσίνα και την Κόρινθο. Άλλα καταφτάνουν με βήμα, σαν κάτι μετέωρα πλάσματα από την Κατερίνη και από αλλού. Τώρα σμίγουμε όλα τα παιδιά και  η πλατεία παίρνει ένα νόημα μεγαλύτερο και σπουδαιότερο.

Αυτό ήταν όλο, αυτό το πολύ, το αμέτρητο. Την επόμενη χρονιά η παρέλαση δεν πραγματοποιήθηκε. Φοβήθηκαν πως θα επαναληφθούν τα ίδια γεγονότα, πως θα πάρουμε λέει άλλο δρόμο, πως θα αψηφήσουμε τους κανόνες, τις συμβάσεις, τα βλοσυρά πρόσωπα των ανθρώπων του υπουργείου. Μα όλα αυτά είχαν κιόλας συμβεί και εμείς κάθε μέρα παρελαύναμε για τόσους και τόσους λόγους.  Και δεν υπήρχε άλλος δρόμος έξω από εκείνον που σημαίνει μια άλλη στάση, ένα άλλο ήθος για τη ζωή που μας δόθηκε.

Ιστορίες ενός καιρού χαμένου, θα μου πείτε. Οι παρελάσεις, το βήμα, τα νιάτα, όλα γίνανε χιόνι μες στην πορνογραφία του καιρού μας. Στο όνειρό μας, πάντα παρελαύνουμε κόντρα στο ρεύμα και τα θεωρήματα του καιρού μας, σιωπηρά, δίχως τίποτε να λέμε. Μόνο που ψάχνουμε απεγνωσμένα στα βραχέα να ακούσουμε πως κάπου αλλού οι άνθρωποι μας συμμερίζονται, μας νιώθουν και μας πιστεύουν. Και πως φτάνουν.

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

❀