Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Cento maroni

Έργο με κατάληξη τραγική
σε μια σκηνή
με μια μαχαιριά

αγωμένος δρόμος κάπου στο κέντρο της πόλης. Κανείς διαβάτης, χαμηλός φωτισμός, ξαφνικοί άνεμοι, κλειστές βιτρίνες. Όλα στολισμένα με λαμπιόνια που υπακούν στωικά στο τάδε ή το δείνα πρόγραμμα. Θα κάνουν το ίδιο μέχρι να καούν, να γίνουν παρανάλωμα. Μια φιγούρα περπατά με δυσκολία. Σέρνει πίσω της έναν υπολογίσιμο όγκο. Κάθε τόσο σταματάει, ρίχνει μια ματιά στο φορτίο του, στέκει μια στιγμή και έπειτα πάλι προχωρεί σέρνοντας το ακαθόριστο εκείνο πράγμα.Καθώς πλησιάζει στα φώτα της σκηνής, αντιλαμβάνεται κανείς πως πρόκειται για κάποιον που σέρνει ένα δέντρο. Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο που προορίζεται δηλαδή για στολισμό, καλύτερα, γιατί είναι κομματάκι παράξενο να δεις κάθε άλλη εποχή, κάποιον να κουβαλάει ένα δέντρο. Ο τύπος σταματάει στην άκρη του δρόμου, δεν υπάρχει κανείς. Είναι κατάκοπος και τα ρούχα του τσαλακωμένα. Όλα πάνω του μαρτυρούν την προσπάθεια. Ξάφνου ακούγεται μια φωνή. Είναι κάποιος παλιός γνωστός που του χρωστάει κάμποσα. Η κατάσταση από τούτη τη στιγμή περιπλέκεται. Τον τύπο με το δέντρο, τον πρωταγωνιστή δηλαδή, τον λένε Τζίνο. Τον άλλον, τον περιβόητο πιστωτή του, Αλμπέρτο.)

Αλμπέρτο: Ε, Τζίνο! Τζίνο! Ε, προς τα δω! 

(Ο άλλος με το δέντρο σαστίζει, κοιτάζει γύρω του. Στην είσοδο ενός ανοιχτού καφενείου κάθονται τρεις φιγούρες. Ο ένας είναι ο Αλμπέρτο, ένας γνωστός τοκογλύφος, άγριος πολύ όταν βλέπει να θίγονται τα συμφέροντά του.) 

Τζίνο: (νευρικά) Γεια! Καλησπέρα, δηλαδή κύριε Αλμπέρτο! Και στους κυρίους, την καλησπέρα μου!

Αλμπέρτο: (πλησιάζει γελώντας) Καλώς τον Τζίνο! Για πού το βάλες; Φτιάχνεις κανένα δάσος; (οι άλλοι από το τραπέζι σκάνε στα γέλια) 

Τζίνο: Να, βλέπεις ο μικρός μου ζήτησε ένα δέντρο. Για τα Χριστούγεννα δηλαδή μου το ζήτησε. Αλλιώς δεν θα είχε ποτέ σκεφτεί να μου ζητήσει ένα δέντρο. Μα τι να το κάνει έτσι και αλλιώς; Τα ξέρεις τα παιδιά, Αλμπέρτο. Όσο είναι μικρά ονειρεύονται, τα φώτα τα συναρπάζουν. 

Αλμπέρτο: Όχι, Τζίνο, δεν τα ξέρω. Και δεν με νοιάζει αν τους αρέσουν τα φώτα. Με νοιάζει τι αρέσει σε σένα. Και ξέρεις γιατί; (θυμωμένα) Γιατί καλέ μου Τζίνο, παλιόφιλε, αυτό που σου αρέσει, εμένα μου κοστίζει. Πόσο πήγε αυτό εδώ φίλε; Φαίνεται γερό και μεγάλο. Πόσο; (γυροφέρνει το δέντρο) 

Τζίνο: Α, ήταν κάποιου φίλου το δέντρο. Και δεν το ‘θελε και μια και γνώριζε το δράμα του γονιού, το δικό μου δηλαδή, προσφέρθηκε, κύριε Αλμπέρτο, να μου παραχωρήσει το κούτσουρο, να δώσω και εγώ λίγη χαρά στο παιδάκι μου. (γυρίζει ακολουθώντας το βηματισμό του άλλου)

Αλμπέρτο: Τι μου λες ρε Τζίνο! Τι δράμα είναι αυτό που ζεις ρε παλιόφιλε! Ώστε δίχως παρά το δέντρο, σωστά; 

Τζίνο: Σωστά! Και τώρα σας χαιρετώ κύριε Αλμπέρτο και τους κυρίους δηλαδή.

Αλμπέρτο: Ε παιδιά , πόσο το λογαριάζετε το δέντρο; (ακούγονται οι φωνές των άλλων, “ναι, σίγουρα, δυο μέτρα πάνω κάτω, γερό προσάναμμα!”. Έπειτα γυρίζει προς τον Τζίνο. Παίζει στο χέρι του το στιλέτο του με τρόπο.) Λοιπόν και εγώ κάπου τόσο το κάνω. Και σίγουρα κάτω στην αγορά πιάνει εκατό καφετιά. Όσα χρωστάς δηλαδή Τζίνο παλιόφιλε. Τι λες; Το δέντρο και πατσίσαμε! Να φύγεις, ξέχνα το! Εκατό καφετιά είναι αυτά παλιόφιλε! (πιο θυμωμένα, σχεδόν αρπακτικά)  

Τζίνο: Καλέ μου κύριε Αλμπέρτο, τι ωραία ιδέα! Μα το παιδάκι μου; Σας βαστάει η καρδιά να το πονέσετε έτσι; Όχι  πείτε μου. 

Αλμπέρτο: Ναι, Τζίνο, μου βαστάει μια χαρά! Το λοιπόν, δεν θα ρωτήσω ξανά, λογαριάζω πως συμφωνείς μαζί μου. 

Τζίνο: Ναι! Μα πώς! Εννοείται πως συμφωνώ! Και σας υπόσχομαι αύριο, να σας φέρω ένα ίδιο δέντρο, με την πρώτη ευκαιρία. Ο λόγος του Τζίνο είναι νόμος! (σοβαρά)

Αλμπέρτο: Όχι, αύριο Τζίνο παλιόφιλε! Απόψε, τώρα! (στο μεταξύ οι άλλοι έχουν μαζευτεί τριγύρω, ο Αλμπέρτο ορμά και καρφώνει το στιλέτο του στα πλευρά του Τζίνο. Έπειτα όλη η παρέα αποτραβιέται. Σχηματίζει ένα κύκλο, στο μέσον ο Τζίνο που παραπαίει. ) 

Τζίνο: Δεν, δεν , δεν χρειάζετ…(δυσκολεύεται), δεν χρειάζ…(πέφτει κάτω, γονατίζει, ανασηκώνεται κρατώντας τον κορμό του δέντρου), δεν είναι ανάγκη να προσφύγουμε σε λύσεις που δεν αρέσουν σε κανέν….(φτύνει αίμα, οι άλλοι γελούν), είναι για το π…(πέφτει κάτω στο δρόμο. Ο Αλμπέρτο στέκει εμπρός του. Κοιτάζει τα παπούτσια του που είναι μες στο αίμα του σκοτωμένου.)  

Αλμπέρτο: Να πάρει η ευχή! Πάντα να λερώνομαι με αυτές τις ιστορίες! Ο ανόητος, δεν χρειαζόταν να το παζαρέψει. Εκατό καφετιά και δίναμε σαν φίλοι τα χέρια. Μα εσύ, Τζίνο, το μόνο που σε νοιάζει είναι το παιδί σου. Μα άκουσε κύριε Τζίνο, είναι εξίσου σημαντικό να τακτοποιείς σαν άνδρας τις δουλειές σου. Εκατό καφετιά δεν είναι καθόλου λίγα. Θα πατσίζαμε Τζίνο, πόσο λάθος έκανες! Τς, τς, τς!

(οι άλλοι κάνουν το ίδιο, όλοι κουνάνε το κεφάλι καθώς κοιτάζουν το νεκρό. Ο Αλμπέρτο κάνει νόημα σε δυο από αυτούς, εκείνοι αρπάζουν το κούτσουρο και χάνονται στο στενό. Έπειτα ψαχουλεύουν τις τσέπες του θύματος, του  βγάζουν το παλτό, ο Αλμπέρτο παίρνει μια έκφραση επιδοκιμασίας. Ακούγονται βήματα, ο Αλμπέρτο και οι άλλοι χάνονται στα στενά. Τον νεκρό Τζίνο στο τελευταίο του ταξίδι, συντροφεύουν τα λαμπιόνια της βιτρίνας, εκεί κοντά που ανάβουν ρυθμικά. Μα ο Τζίνο, όχι ο Τζίνο πια, δεν αλλάζει καμία έκφραση και όλος μες στο θάνατό του βρίσκεται τώρα πια.)

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης