Νίκος Ι. Τζώρτζης, Αστοχία Υλικού-Αναψηλάφηση Γ’ ―Από τις εκδόσεις Κέδρος

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡΟΝΑΚΗΣ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΑΣΤΟΧΙΑ ΥΛΙΚΟΥ-ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ, Γ΄ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Ι. ΤΖΩΡΤΖΗ
Η αστοχία του υλικού και η αγωνία του ποιητή
Καθώς βλέπω τον κόσμο γύρω μου και καθώς αφουγκράζομαι το δοκιμαζόμενο φυσικό περιβάλλον κατανοώ πληρέστερα ότι όντως πρόκειται για «Αστοχία Υλικού». Η φράση αυτή, όρος του στρατού, της φυσικής και της μηχανολογίας, τώρα επιστρατεύεται και στο πεδίο της ποίησης προκειμένου να σημάνει μεταφορικά δύο (τουλάχιστον) θέματα. Το πρώτο αφορά στην απελπιστικά σκοτεινή περίοδο που διανύομε, με πολέμους, αύξηση του χάσματος ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους, συρρίκνωση της κοινωνικής πολιτικής, ρατσισμό, πλημμύρες ή ξηρασία και όλα εκείνα που φανερώνουν την διαρκώς επιδεινούμενη θέση του ανθρώπου. Το δεύτερο αναφέρεται στην εναγώνια αμφιβολία του δημιουργού των ποιημάτων της Συλλογής «Αστοχία Υλικού. Αναψηλάφηση, Γ΄», Νίκου Ι. Τζώρτζη. Αμφιβολία για το κατά πόσο το μήνυμα κωδικοποιήθηκε εύστοχα από τον αποστολέα-ποιητή και, στη συνέχεια, σε ποιο βαθμό αποκωδικοποιήθηκε επιτυχώς από τον αποδέκτη-αναγνώστη.
Η αμφιβολία αυτή κρίνεται δικαιολογημένη αν λάβουμε υπόψη και την ακόλουθη, συναφή με το θέμα, άποψη του φιλοσόφου Ζακ Ντεριντά: «… η θέληση να καταλάβω δεν αναγκάζει άραγε τον άλλο να λυγίσει, να συμμορφωθεί με τα σχήματα σκέψης τα οποία του επιβάλλω, και τα οποία παρακάμπτουν, εκ των πραγμάτων, τη δική του ιδιαιτερότητα; Με άλλα λόγια: το άνοιγμα προς τον άλλο εξαρτάται, άραγε, αναγκαστικά από μια προσπάθεια κατανόησης; Η υποψία αυτή μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή ενός παράδοξου: άραγε καταλαβαίνω τον άλλο όταν εγώ τον καταλαβαίνω;» (Jean Grondin, Η ερμηνευτική, 2024)
Αυτή η δυσκολία στην κατανόηση του άλλου, στη γλώσσα της ποίησης διαμορφώνεται ως ακολούθως: «Τα Εις Εαυτόν,Δ΄».
-Να λες εσύ όσα θα ήθελες να πει το κείμενό σου;
-Άλλη ερώτηση…
-Να λέει το κείμενό σου όσα θα ήθελες να πεις εσύ;
-Διακαής πόθος. Για γραφείς.
-Να λέει το κείμενό σου όσα θα ήθελε να πει το κείμενό σου;
-Διακαής πόθος. Για ποιητές.
Η απορία, παρά την αυστηρή δομή στη διατύπωση των ερωτημάτων (προσομοιάζει με τη διατύπωση της απόταξης και της σύνταξης στην τελετή του μυστηρίου του βαπτίσματος), παραμένει αναπάντητη ή μάλλον σε εκκρεμότητα.
Όμως ως προς το πρώτο θέμα, αυτό της δυσχερούς κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει και ασθμαίνει ο πλανήτης, τα πράγματα προσφέρονται καθαρότερα προς έλεγχο. Η «αναψηλάφηση» εδώ συντελείται από τον Ν.Ι.Τζώρτζη στο πεδίο της πρόσφατης ιστορίας μας, στα σημαντικά σύγχρονα προβλήματα, στις ανθρώπινες σχέσεις και στις αναζητήσεις του ποιητή.
Ακολουθώντας την οδό που διανοίγεται στον αναγνώστη, προ ιδεαζόμαστε για την κοσμοεικόνα που θα συναντήσουμε, με τους ακόλουθους εισαγωγικούς στίχους: «Αυτοχρηματοδοτούμενε ποιητή, στον κυκαιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;». Ο όρος «κυκαιώνας» ως ομώνυμο (κατόπιν συγγνωστής ποιητικής αυθαιρεσίας) του όρου «κυκεώνας» (=ανακατωσούρα) αποδίδει καίρια την κινδυνώδη ταραχή του αιώνα μας. Η ζοφερή ατμόσφαιρα δομείται μεθοδικά: σε ατομικό επίπεδο («ληγμένα ποιήματα», «μπαγιάτικες σελίδες»σ.10), σε κοινωνικό («Ξινά τα πορτοκάλια της/κι εφέτος» σ.13), και κυρίως σε εθνικό επίπεδο (Κύριε Υπουργέ μας των Εσωτερικών/ εύπλαστος λέξη στην Ελλάδα η εξουσία./ ταιριάζει στην ουσία, στη φαντασία,/ στην απραξία και στην ακολασία.»σ.111) Η αναφορά δε στην τελευταία (χρονικά) εθνική συμφορά, αυτή της χούντας των συνταγματαρχών, είναι εκτενής, δηκτικότατη και σατιρική. Ομοίως και η αναφορά στο γλωσσικό μας ζήτημα.
Θέματα που απασχολούν την οικουμένη βρίσκουν θέση και εδώ. Αναδεικνύεται η αδικία, το έγκλημα εις βάρος λαών και κρατών: (Ιερου-σα-λήμ/ Σε τρεις ναούς/ μοιρασμένη ….» σ.33), («… φλεγμονή κάποιας σαρκώδους μάζας/ μέσα σε μια λερή Λωρίδα Γάζας.»σ.34)
Ισομερώς σε έκταση και βαρύτητα ακολουθούν ποιήματα που έχουν λυρικό και ενίοτε ευφρόσυνο παιγνιώδη χαρακτήρα. Είναι θέματα επίσης σημαντικά και είναι εξίσου προσεγμένος ο τρόπος ανάδειξής τους. Αξιοποιούνται ο συνειρμός, οι μεστές μεταφορές («πιάτα να σπάσει η μονοτονία»),η σάτιρα, εύστοχοι νεολογισμοί [«τονοβολισμός» (προκειμένου για τη δίκη των τόνων)], το λογοπαίγνιο («ανθενωτικό έθνος»), η σκηνοθεσία, η ζωγραφική, η χορογραφία.
Χορογραφία στην ποίηση; Πολύ πιθανό. Βλέπουμε το ποίημα, «Οι Αμίλητες»(σ.14)
«Όρθιες πάντα,
σιωπηλές κι ενωμένες.
Αγκαλιάζονται ή παλεύουν;
Μεγαλώνουν και ψηλώνουν,
ψηλώνουν και ενώνονται
Παλεύουν ή αγκαλιάζονται;»
Η σκηνή βέβαια δύο δένδρων διαφορετικού είδους ,μιας ελιάς και μια αμυγδαλιάς, με μπλεγμένες ρίζες και κλαδιά, παραπέμπει σε εναγκαλισμό. Αλλά η αρχιτεκτονική των στίχων, με την επαναφορά και την απομάκρυνση ρημάτων που επαναλαμβάνονται(«αγκαλιάζονται» ή «παλεύουν», «μεγαλώνουν» και «ψηλώνουν»), με την παλινδρόμησή τους, υποστηρίζει κίνηση κυκλική, χορευτική, ρυθμική. Ένα είδος ποιητικού ταγκό θα λέγαμε. Παράλληλα εκπέμπεται ευκρινές και διευρυμένο μήνυμα – εξόχως κοινωνικό – αυτό της αγαστής συνύπαρξης παρά τις όποιες διαφορές.
Έχουν ρόλο λειτουργικό η σκηνοθεσία και η ζωγραφική στην ποίηση; Ασφαλώς. Στη σελ. 59 βρίσκουμε το ποίημα «Λεωφορείο Νο 2857», με τον υπότιτλο «(Ρόζα Παρκς)». Ποίημα που καταγγέλλει τον ρατσισμό.
«Μ΄ένα τράνταγμα ξεκινάτε. Κάθεσαι ήδη. Πού;
Μα φυσικά πίσω. Σκιά στο λευκό φόντο.
Φοράς μαύρα ……
Οι θέσεις μπροστά, οι λευκές είναι πιασμένες
Κι ο οδηγός ζητά στα λευκά απ΄τους μαύρους
Ν΄αδειάσουν τις πίσω θέσεις -σηκώθηκαν ήδη-
…………..
….. Εσύ, Ρόζα. Ρόζα Παρκς.
Μαύρη σε λευκό φόντο. Να αρνείσαι.
…… ……..
μ΄ένα μαύρο αριθμό σε λευκό φόντο-κι όμως,
άσπρο-μαύρο δεν είναι ποτέ. Το άσπρο τους
λάμπει λευκό. Το μαύρο σας γυαλίζει κόκκινο» (σ.59)
Οι μαύροι και οι λευκοί ταξινομούνται στο λεωφορείο-ποίημα με την προοπτική που θα συντασσόταν ένας πίνακας νεοϊμπρεσιονισμού ή αλλιώς πουαντιγισμού (Σημ. ο ζωγράφος χρησιμοποιεί καθαρά χρώματα σε μικρές κηλίδες και συνθέτει την επιθυμητή μορφή). Εδώ, οι επιβάτες υποκαθιστώνται σε μεγάλη έκταση από χρωματικές κηλίδες: κυρίως άσπρο και μαύρο για τους επιβάτες και ζωηρό το κόκκινο του αίματος. Εδώ εξυπηρετεί ιδιαίτερα αυτή η τεχνική, καθότι η κερματισμένη επιφάνεια σε χρωματικές κηλίδες ανακλά τον κατακερματισμένο κόσμο μας, τονίζει την αδικαιολόγητη-άδικη διάκριση και αισθητοποιεί το θέμα τού εις βάρος των μαύρων ρατσισμού .
Ως προσφιλές μέσο έκφρασης απαντά και η «ναρκοθεσία» των λέξεων, γεγονός που δηλώνεται και ποιητικά:
«….. Θα ναρκοθετώ όποιες λέξεις εδώ,
ευελπιστώ πως εκεί,
πως εκεί αν τις νιώσεις, θα κινδυνεύσεις
(φτάσε επιτέλους στη στερνή μου ρίμα
να εκραγεί μεμιάς βαθιά σου το ποίημα).
……» (σ.123)
Διαβάζοντας ή ξαναδιαβάζοντας τη Συλλογή «Αστοχία Υλικού. Αναψηλάφηση Γ΄» ( προσφέρεται, φυσικά, σε πολλαπλές επάλληλες αναγνώσεις) ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι είναι δομημένη σε συγκεκριμένη κατεύθυνση: αυτή που ορίζει το δίδυμο Έρις-Ερως. Από τα κρίσιμα πλανητικά ή εθνικά θέματα το ενδιαφέρον μεταπηδά σε θέματα με λυρικό χαρακτήρα. Από την αταξία που προκαλεί η έριδα σε εθνικό ή πλανητικό επίπεδο πραγματοποιείται μετάβαση στην ευταξία που συνεπάγεται ο έρωτας στο ατομικό ή στενό κοινωνικό πεδίο. Ό,τι υπόσχονται δηλ. ο τίτλος και ο υπότιτλος: «Αστοχία υλικού»: Η διαπίστωση του προβλήματος ως έργου της έριδας, η ταραχή. «Αναψηλάφηση»: προσδιορισμός των αιτίων της «αστοχίας», καθορισμός της δράσης που επιβάλλεται για την επανόρθωση, την ανάταξη, δηλ. το έργο του Έρωτα).
Και κάτι ακόμη. Ο Νίκος Ι. Τζώρτζης συνηθίζει να προσδιορίζει τον τόπο από όπου κατάγεται και δημιουργεί με υψηλού επιπέδου «τοπόσημο». Εν προκειμένω με τη μαντινιάδα. Μία ή δύο σε κάθε Συλλογή αναγγέλλουν τον χαρακτήρα της ενότητας που ακολουθεί, κατά κύριο λόγο, παράλληλα συνδηλώνουν το γεωγραφικό στίγμα της περιοχής , και ταυτόχρονα βεβαιώνουν το υψηλό επίπεδο της τέχνης του:
«Δυο συλλαβές έχει η χαρά, στα δυο δα τη χωρίσω,
Μια να φυλάξω μέσα μου και μια να σου χαρίσω.
δυο συλλαβές έχει η χαρά, στα δυο δα τηνε σπάσω,
Μα ο χωρισμός μας έχει τρεις, πώς να τονε μοιράσω; …»
Είτε στην ανατομική τράπεζα της φιλολογίας ελεγχθούν (θεματική αυτονομία στους στίχους και στα ημιστίχια, κρητικό ιδίωμα αμιγές, αρραγής δομή, άρτιος δεκαπεντασύλλαβος…) είτε στην αίσθηση και στο συναίσθημα αφεθούν, λειτουργούν υποδειγματικά. Η κάθε μια χωριστά αλλά και ως δίδυμο ποιητικό.
Συνεπώς, στην εναγώνια ενδοσκόπηση του Νίκου Ι.Τζώρτζη, στη γόνιμη απορία του για την επιτέλεση του σκοπού του, άρα και για την αξία του ποιητικού του έργου, η τελευταία του Συλλογή απαντά καταφατικά: Ναι, λέει το κείμενό του όσα θα ήθελε να πει το κείμενό του, πειστικά και ευφρόσυνα.
*
©Γιάννης Χρονάκης
✳︎
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.