Πέτρος Κυρίμης, Η Ξαδέλφη

Πεντάμορφη μου φαινότανε εκείνη η ξαδέλφη μου από την Αθήνα, που κάθε καλοκαίρι ερχότανε μαζί με όλη την οικογένεια στο χωριό για διακοπές. Την είχα σίγουρα ερωτευτεί μόλις την πρωτοαντίκρισα, γιατί από εκείνη τη στιγμή ζούσα μόνο για να είμαι δίπλα της, με όλα τα τεχνάσματα, που ένα μικρό δειλό χωριατόπαιδο μπορούσε να σκαρφιστεί.
Μόλις έμπαινε το καλοκαίρι και κάναμε διακοπές από το σχολείο, εγώ περίμενα εβδομάδα με εβδομάδα το καράβι από τον Πειραιά που μέσα τους θα ήτανε τα ξαδέλφια μου. Τα ξαδέλφια μου και εκείνη.
    Από το περασμένο καλοκαίρι κρατούσα το άρωμά της και το ανέπνεα όλο τον χειμώνα. Ήταν ένας έρωτας μεγάλος και απελπισμένος, γιατί καταλάβαινα ότι δεν θα είχε ποτέ ανταπόκριση κι αυτό γιατί εγώ ήμουνα εφτά-οχτώ χρονών κι εκείνη θα κόντευε τα είκοσι. Κι επιπλέον ήτανε και ξαδέλφη μου, που ρωτώντας έντεχνα από δω κι από κει, είχα μάθει ότι ένας γάμος μεταξύ μας, ήτανε αδύνατη υπόθεση. Παρ όλα αυτά άκουγα με μεγάλη προσοχή μια ιστορία που λέγανε για δυο ξαδέλφια που κλεφτήκανε και ζήσανε όλη τους τη ζωή μαζί. Ποιος ξέρει, έλεγα και εγώ μέσα μου και κάθε καλοκαίρι με το που έκλεινε το σχολείο στηνόμουνα στο μόλο κάθε που ερχότανε το καράβι και είχα μια προσμονή, που γινότανε λύπη και μοναξιά σαν τα κλειστά παράθυρα του σπιτιού της που πάνω τους έριχνα παρακαλεστικά βλέμματα, με τη σκέψη ότι βγήκαν και εγώ δεν τους είδα. Το σπίτι τους ήτανε το τελευταίο στην άκρη της θάλασσας, πάνω στα βράχια αντίκρυ στον φάρο μια πετριά απόσταση στο στόμιο του λιμανιού. Και μη φαντασθείτε όταν λέω λιμάνι κανένα από αυτά τα λιμάνια που ξέρετε, με τα καράβια και τις μαούνες να μπαινοβγαίνουν, τις φωνές και τα βρώμικα νερά. Δυο τρεις ψαρόβαρκες αραγμένες, ή το καράβι που έριχνε άγκυρα ανοιχτά μια φορά την εβδομάδα όπως είπαμε. Τίποτε άλλο. Την ημέρα, μόνο ο ίσκιος του γκρεμού από την μια μεριά και το αντιφέγγισμα των σπιτιών πάνω στον καθρέφτη της θάλασσας από την άλλη. Μα αυτό που θέλω να περιγράψω εδώ και που είναι απόλυτα συνδεμένο με τον έρωτα μου για την ξαδέλφη μου, είναι οι νύχτες του καλοκαιριών εκείνων κι όχι τόσο οι μέρες τους.
     Αχ, να ήμουν ποιητής μεγάλος, να σας τις περιέγραφα! Τώρα, μετά από χιλιάδες χρόνια που έχουν περάσει, ξέρω ότι στάθηκα ένας πολύ τυχερός άνθρωπος που τις έζησα και πως αυτές οι νύχτες και μόνο, άξιζαν για πληρωμή στην ασήμαντη μέχρι τώρα ζωή μου.
    Ποτέ οι νύχτες εκείνων των καλοκαιριών δεν ήτανε σκοτάδι. Αργότερα πολύ αργότερα γνώρισα «σκοτεινές νύχτες» εγώ σας μιλάω για νύχτες φωτεινές, πότε με ολόγιομα φεγγάρια και πότε με εκατομμύρια άστρα.
    Νύχτες βελούδα, νύχτες νύφες πριγκίπισσες αρωματισμένες με δυόσμους βασιλικούς, λυγαριές ανθισμένες και κρίνα, ζουμπούλια και έρωτες παιδικούς και αιώνιους, που γινόντουσαν φλοίσβος και αφρός, σιγανό μελωδικό μουρμούρισμα ανάμεσα στα μικρά χαλίκια και στις μικρές ζεστές φωλιές των βράχων. Και το άρωμα της! Αχ, το άρωμα της! Ως την νύχτα εκείνη που ποτέ δεν την ξαναείδα πια κι έμελλε να κουβαλάω από τότε μια ντροπή, που έγινε αιτία να τα καταχωνιάσω όλα μέσα μου για χρόνια πολλά, όπως τα παλιά κειμήλια μέσα σε βαθιά σεντούκια, ώσπου να έρθει η ώρα τους, να τα ξαναπιάσουμε στα χέρια μας, να ξεσκονιστούν οι μνήμες και μαζί τους η ίδια η ζωή μας.
Ήτανε μια νύχτα του Αυγούστου και κάτι σαν γιορτή ή σαν πάρτι δίνανε στο μεγάλο σπίτι τους τα ξαδέλφια μου. Εγώ δεν θυμάμαι ακριβώς τι έκανα μέσα εκεί. Αυτό που θυμάμαι πολύ καλά, ήτανε ότι ένας νέος που κι αυτός είχε έρθει για διακοπές, συνομήλικος της και που έβρισκα με μεγάλη στενοχώρια μου ότι πολύ της ταίριαζε, δεν ξεκολλούσε από δίπλα της και εκείνη έδειχνε ότι πολύ της άρεσε και εγώ θυμάμαι ότι πολύ ζήλευα, θεέ μου πολύ ζήλευα και σχέδια έκανα κι ευχές να τον παρατούσε λέει και να ερχότανε να μου χαϊδέψει το κεφάλι, όπως μερικές φορές το είχε κάνει κι ο ξάδελφος μου ήρθε και βρεθήκαμε έξω στο μπαλκόνι κι από κάτω η θάλασσα και τα βράχια κι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα εγώ την έβλεπα μέσα στη σάλα να γελάει με ότι ο άλλος της έλεγε και ζήλευα, θεέ μου πόσο ζήλευα και ξαφνικά αισθάνθηκα επιτακτική την ανάγκη να κάνω την «ανάγκη μου» και πώς να περάσω τώρα να πάω στο αποχωρητήριο, που εκείνη θα το καταλάβαινε κι είχα πέσει σε μεγάλη αμηχανία κι ο ξάδελφος μου λέει «ανέβα πάνω στα κάγκελα θα σε κρατάω εγώ» και σκαρφάλωσα στα γρήγορα κι έκανα την ανάγκη μου που σαν αλεξιπτωτιστής, πήγε κι έπεσε κάτω στα μυτερά βράχια και ίσα, ίσα που πρόλαβα να συμμαζευτώ, γιατί βγήκε εκείνη μαζί με τον άλλον και το φεγγάρι ακριβώς από πάνω μας τους είχε φαίνεται μαγεμένους, γιατί αυτό κοιτούσαν μόνο και σημασία σε μένα καθόλου δεν έδωσαν και η ξαδέλφη μου έπιασε και με τα δυο χέρια τα κάγκελα και τεντώθηκε προς τα πάνω, λες και ήθελε να το φτάσει μες την ευτυχία της μα ξαφνικά άρχισε να τσιρίζει γεμάτη σιχασιά δείχνοντας τις παλάμες της που ήταν γεμάτες από τη δική μου «ανάγκη».
Ο φακός της μνήμης «πέτρωσε» πάνω στο βλέμμα που μου έριξε.
    Μετά από πάρα πολλά χρόνια που ξαναπήγα στο χωριό, πήγα κάτω από το μπαλκόνι να δω πάνω στα βράχια αν υπήρχαν ακόμα τα σημάδια μα ο χρόνος με είχε προλάβει και ίχνος δεν υπήρχε, μόνο κάτι μεγάλες παχιές και στρογγυλές πεταλίδες που με κοιτούσαν συνωμοτικά, μου γέννησαν ξαφνικά τη συμπάθεια κάνοντας τη σκέψη ότι οι καημένες αυτές με υπομονή και εγκαρτέρηση κάτι τέτοιους παιδικούς έρωτες περιμένουν για να χορτάσουν τη πείνα τους.
*
©Πέτρος Κυρίμης
photo©Angela Kelly, 2000