W.G. Sebald, Οι ξεριζωμένοι

W.G. Sebald, Οι ξεριζωμένοιμετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης, εκδόσεις Άγρα, σελ. 278

Γιατί, «Οι Ξεριζωμένοι» του W.G.Sebald

Γράφει ο Στράτος Φουντούλης

Θα μου συγχωρεθούν ορισμένες φάλτσες απόψεις που σκέφτομαι να εκθέσω στη δημόσια θέα ειδημόνων που κάνουν συχνά τη τσάρκα τους από τούτα ‘δώ τα μέρη, ας μου συγχωρήσουν ταις αυθαδιάσεις μου, διότι κάποτε θα γράψω και για τον «φιλόξενο καρδινάλιο» του Ε.Χ.Γονατά, που θα πάει, πόσο ακόμη θα παίζουν κρυφτούλι μέσα μου δράμα και μαράζι. Ο Sebald σε αντίθεση με τον Ε.Χ.Γ.-μιας και παρεμπιπτόντως τον ανέφερα- δεν συμπιέζει το χρόνο της αφήγησής του, σε μερικές βραδιές μέσα στον οποίο κινείται. Ο χρόνος του αφηγητή απλώνεται μεν, ομολογεί όμως δε, ότι «Δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον» μέσω της μνήμης που –όπως και στο άλλο του βιβλίο, το «Άουστερλιτς»…«Η σχέση του χώρου με τον χρόνο, έτσι όπως την βιώνουμε ταξιδεύοντας, έχει ακόμα και σήμερα ένα στοιχείο εξαπάτησης και αυταπάτης, γι’αυτό κάθε φορά που γυρνάμε από κάπου δεν ξέρουμε ποτέ με βεβαιότητα αν είχαμε όντως λείψει.» Επιλέγει τη σκιαγράφηση της ζωή των ξεριζωμένων γερμανών εβραϊκής καταγωγής μεταναστών, φορώντας επιδέξια το προσωπείο της μοναχικότητας (χαρακτηριστικό και της ζωής του συγγραφέα…), στοιχείο κοινό με τους χαρακτήρες που περιγράφει. Τα αμέτρητα θύματα των πολέμων και των επαναστάσεων του περασμένου αιώνα, ο γερμανός (μη-εβραϊκής καταγωγής) Sebald αφήνεται στη δίνη των γεγονότων που επέλεξε να αναπαραστήσει. Η επιλογή του αφηγηματικού ύφους εισχωρεί με κατανόηση στην ανθρώπινη κατάσταση εκείνων που οι δυνάμεις τους παραπαίουν, μεταφέρονται, κινούνται χωρίς τη θέληση τους, χωρίς καμία εξουσία ή έλεγχο της μοίρας τους. Ο Sebald έμμεσα ή άμεσα τονίζει την κακοήθεια της Ιστορίας με σεβασμό στην αφηγηματική πλαστικότητα, τη δύναμη της αλληγορίας, πλάθει με ζωντάνια την (ταυτισμένη με τον εαυτό του, ένας ξενιτεμένος συγγραφέας) ιδιαιτερότητα των χαρακτήρων-θυμάτων, μιλά για την αίσθηση της εμμονής, κυρίως της απομόνωσης, μας υπενθυμίζει ότι το έγκλημα της Ιστορίας, συνεχίζεται, υπάρχει πάντα σαν θύτης. Ιστορία: ένα ακόμη ανθρώπινο δημιούργημα-θύτης όπως αυτό του Θεού. Το μάτι εστιάζει σε χαρακτήρες όπως του Σέλγουιν που ευφυέστατα τοποθετείται στο μέσο μιας αγροτικής έκτασης, «στο βάθος οι απαλοί κυματισμοί των αγρών και οι λευκές συννεφοκορφές στον ορίζοντα.» και μέσω του Σέλγουιν, ο Sebald εστιάζει παρέα με τον τυχερό αναγνώστη σε ένα ηλικιωμένο άνδρα με το κεφάλι ακουμπισμένο στο λυγισμένο του μπράτσο, μοιάζει βαθιά προσηλωμένος στη θέα ενός τόσο δά κόκκου γης μπροστά στα μάτια του. […] «I was counting the blades of grass, είπε για να δικαιολογηθεί για την νοερή του περιπλάνηση.» […] «Αδέξιες και συνάμα μεγαλοπρεπείς έμοιαζαν οι κινήσεις του• αλλά και ο τρόπος με τον οποίο μας συστήθηκε […] φανέρωνε μάλλον μια παρωχημένη ευγένεια». Μέσω του ζωγράφου Μαξ Φέρμπερ που εστάλη από τους γονείς του στην Αγγλία για να γλυτώσει τους ναζιστικούς διωγμούς και αργότερα μαθαίνει τον θάνατό τους στο Νταχάου, ο αφηγητής ζει μαζί του την βιομηχανική παρακμή ενός ζοφερού, σκοτεινού, παρακμασμένου Μάντσεστερ που• και ο ίδιος έχει βιώσει.Ο Sebald μετακινεί με μαεστρία τις αισθήσεις, καθοδηγεί τη ματιά του αναγνώστη με σεβασμό, στα ιδιαίτερα προσωπικά αντικείμενα των ηρώων του, η περιδιάβαση στο γραφείο του Άμπροζ Άντελβαρτ -ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα λογοτεχνικής διακριτικότητας, η διεισδυτικότητα της μεγάλης τέχνης. Γράφω για τους «ξεριζωμένους» του και για το φινάλε, το επέλεξε στοχαζόμενος πρόσωπα από παλιές φωτογραφίες, κάποτε υπήρξαν κι αυτά  ζωντανοί, άνθρωποι, με όνειρα, πάθη, σάρκα και οστά. Πλάθει το παρελθόν των τόπων βασιζόμενος σε παλιές κρεμασμένες φωτογραφίες, τις τόσο «παράξενα ακατοίκητες όπου δεν υπήρχε ψυχή», στη συγκεκριμένη πόλη της αφήγησης ζούσαν κατά καιρούς μέχρι και εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ψυχές. Μέσω των φωτογραφιών αποθανατίζεται με «υποδειγματική εσωτερική οργάνωση του γκέτο, το ταχυδρομείο, την αστυνομία, το δικαστήριο […] μέχρι και «την υπηρεσία εκκένωσης των βόθρων…». Μέσω όλων αυτών τελειώνει, γράφοντας, όπως μόνο η τέχνη ξέρει πώς· να  γεμίζει με φθόνο την  ίδια την Πραγματικότητα:

«Πίσω από το κατακόρυφο καφάσι του αργαλειού κάθονται τρεις νεαρές, πάνω-κάτω εικοσάχρονες κοπέλες. Το χαλί που υφαίνουν έχει ένα ακανόνιστο γεωμετρικό σχέδιο, που ακόμα και τα χρώματά του μου θυμίζουν την ταπετσαρία του καναπέ που έχουμε στο καθιστικό μας, στο σπίτι. Δεν γνωρίζω ποιες είναι οι τρεις νεαρές γυναίκες. Το φως πέφτει πάνω τους από τον παράθυρο στο φόντο, κι έτσι δεν μπορώ να διακρίνω καλά τα μάτια τους, τα νιώθω όμως καρφωμένα επάνω μου, καθώς στέκομαι βέβαια στο ίδιο σημείο όπως και ο Γκένεβαϊν, ο λογιστής, με τη φωτογραφική μηχανή του. Η κοπέλα στη μέση έχει ξανθά μαλλιά και κατά κάποιον τρόπο μοιάζει με νύφη. Η υφάντρα στα αριστερά της γέρνει ελαφρώς το κεφάλι προς το πλάι, ενώ η κοπέλα στη δεξιά άκρη με κοιτάζει τόσο επίμονα και ανελέητα, ώστε αποστρέφω το πρόσωπό μου. Αναρωτιέμαι πώς να ήταν άραγε τα ονόματά τους –Ρόζα, Λουΐζα και Λέα ή μήπως Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος, οι κόρες της Νύχτας, με το αδράχτι, τη ρόκα και το ψαλίδι.»

Δεν εξαντλώ με το κείμενο αυτό τις σκέψεις μου για το βιβλίο, εφόσον μου το επιτρέψει η ζωή κι οι ασχολίες της, ίσως βάλω σε τάξη αρκετές ακόμα σκόρπιες σημειώσεις για το βιβλίο, αλλά βεβαίως, και τον συγγραφέα.

Τέλος, η αναγνωστική απόλαυση του βιβλίου, δεν θα ήταν ποτέ δυνατή χωρίς την υποδειγματική, γεμάτη φροντίδα, αγάπη και πάθος, έξοχη μεταφραστική εργασία του συγγραφέα Γιάννη Καλιφατίδη.

*

[Α’ δημοσίευση: agrimologos.com