Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: «Φαίδρα, ποιος στέλνει τις ψυχές Στον παράδεισο, Ποιος;»

…αντί να απαριθμεί
Λεπτομέρειες,
Θα πλάσει όγκους…
Β. Γουλφ

‘Εργο σαν άστρο
που παίχτηκε σ΄ άλλες πολιτείες

[Κλειστό δωμάτιο με πράγματα αξίας και ίσως μιας άλλης εποχής. Βαριά γραφεία, φωτιστικά δαπέδου σε μορφή κύκνου, κορνίζες και βραβεία μιας μαθητείας πολύ μακρινής πια. Ταφτάδες, κουρτίνες κίτρινες με δαντέλες και κρεμασμένα κουδουνάκια. Η διαφάνεια του κόσμου καραδοκεί πίσω από το παράθυρο, καραδοκεί ζωγραφισμένη με φωνές παιδιών που παίζουν και μεγαλώνουν άθελά τους, με γυρολόγους, πορτοφολάδες, πλανόδιους μανάβηδες και έναν σωρό ειδικότητες κρυμμένες χρόνια τώρα στο πηγάδι αυτής εδώ της ζωής. Στο δωμάτιο βρίσκονται δυο άντρες. Μια ανάκριση βρίσκεται σε εξέλιξη και κάποιος οφείλει μερικές απαντήσεις για έναν μυστηριώδη φόνο, με πολύ προφανή κίνητρα. Μα η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις  και νύχτες πολύτιμες. Ο σεναρίστας, ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός συνιστούν ρόλους που εκπληρώνονται από την αυτή μορφή, δίχως παραλλαγές στα πρόσωπα, όπως ακριβώς συμβαίνει, όπως ακριβώς συμβαίνει στην ζωή. Οι δυο άνδρες μιλούν, πίσω τους το πρωινό, αθωότερο των παιδιών. Λησμόνησαν τούτες οι οδηγίες να σας επισημάνουν πως ο ένας από τους δυο άνδρες είναι άνθρωπος του νόμου και ο άλλος, το μικρότερο, δειλό άστρο που παλεύει να εξομολογηθεί, που παλεύει να κρατηθεί από την κλονισμένη λογική του.]

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: (καπνίζει, το πρόσωπό του παραμένει πίσω από το παραπέτασμα του καπνού που είναι η ομίχλη μιας μυστικής θάλασσας.) Δεν είναι καλύτερα να το τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα;

ΑΝΔΡΑΣ: (γελά τρανταχτά και με μια λειτουργική αποφασιστικότητα συμμαζεύει δίχως αιτία τα ήδη τακτοποιημένα πράγματα αυτού του δωματίου.) Αρχύτερα; Βαρεθήκατε κιόλα; Μα εδώ βρισκόμαστε για να σώσουμε μια ζωή που ξοδεύτηκε. Μου φαίνεται πως ο χρόνος δεν ταιριάζει καθόλου μες σε αυτό το δωμάτιο.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: (θυμώνει και συγκρατημένα επιπλήττει τον άνδρα για την διάθεσή του.) Θα ΄πρεπε να γνωρίζετε την θέση σας ως τώρα. Και να ΄χατε τουλάχιστον συλλογιστεί τον κίνδυνο που σας κατατρέχει. Ξέρετε για τι πράγμα σας μιλώ;

ΑΝΔΡΑΣ: Ώστε κίνδυνος! Λέτε πως πρέπει να φυλάγομαι; Λέτε πως ο κίνδυνος είστε εσείς; Θαρρείτε πως η μοίρα μου έφθασε κιόλας στο τυφλό της σταυροδρόμι; Αυτό λέτε;

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Όχι, κύριε! Λέω πως μια γυναίκα, η σύζυγός σας βρέθηκε νεκρή μες σ΄αυτό το σπίτι. Και λέω πως άλλος δεν θα΄χε λόγο για να προβεί σε μια τέτοια πράξη, έξω από εσάς, κύριε. Αυτό λέω.

ΑΝΔΡΑΣ: Έχετε δίκιο, συγχωρείστε με. (κοιτά τον αστυνόμο απαξιωτικά και ύποπτα.)  Έπρεπε να το φανταστώ πως ο κίνδυνος διαθέτει κοστούμι με λονδρέζικο κόψιμο, πως καπνίζει βαριά τσιγάρα, πως γνωρίζει σε βάθος το σενάριο αυτού του κόσμου, τους καλύτερους ήρωές του. Έπρεπε να το ξέρω. (σταματά, στέκει μελαγχολικά εμπρός από τον καθρέφτη του σκρίνιου. Στο βάθος εκείνη, όπως παλιά.)

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: (πλησιάζει και τον χτυπά φιλικά στους ώμους.) Για μια στιγμή πίστεψα πως με κοροϊδεύετε. Ή πως είστε παράφρων, ένας μυστικός τρελός, ένας διαρκής κίνδυνος για τον ίδιο σας τον εαυτό. Όμως τώρα…

ΑΝΔΡΑΣ: Τώρα, τι;

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Τώρα γνωρίζω πως έχετε συναίσθηση της φριχτής σας πράξης, πως νιώθετε την απελπισία αυτής της επιλογής. Προς στιγμή συλλογίστηκα πως είστε μια εξωφρενική βινιέτα, το ιδανικό αντικείμενο του πιο σκοτεινού μυαλού.

ΑΝΔΡΑΣ: Όλα αυτά; Όλα αυτά τα σκεφτήκατε για μένα; Τι τιμή, Θε μου! Τι τιμή!

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: (γυρνά τα νώτα του στον άνδρα που έχει παραμείνει απολιθωμένος στην ίδια, αρχαία του θέση.) Για σας, ναι. Και ακόμη συλλογίστηκα πώς αν προβείτε στην αφήγηση όλης της ιστορίας, δίχως τίποτε να κρύψετε, ίσως, το λέω ίσως, να έχω την ευκαιρία να σας συντρέξω την ώρα που απονέμεται η δικαιοσύνη.

ΑΝΔΡΑΣ: (πλησιάζει, γονατίζει και φιλά τα χέρια του αστυνόμου που παραμένει έκπληκτος πίσω από τον καπνό του, σαν να΄ναι θάλασσα ομιχλώδης.) Σας ευγνωμονώ! Σας ευγνωμονώ γιατί νιώσατε το βάρος της κατά κόσμον ζωής μου. Ωστόσο πριν την ιστορία και τον σπασμένο λαιμό της Μαργαρίτας, θα ήθελα να σας δείξω κάτι πολύ προσωπικό.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: (δείχνει ενδιαφέρον) Μα για τι πράγμα μιλάτε;

ΑΝΔΡΑΣ: (ανοίγει το έπιπλο του καθρέφτη, από μέσα βγάζει ένα ξύλινο κουτί. Το κούμπωμά του μιμείται έναν ωραίο ακροβάτη σε ένταση αγωνιστική.) Δεν σας μίλησα ποτέ. Ξέρετε τι φυλώ εδώ;

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Το λοιπόν…

ΑΝΔΡΑΣ: Εδώ κοιμάται ο άγριος όγκος που κλόνισε τις αντοχές της, την αγάπη της για τον κόσμο.Να κοιτάξτε, χτυπά σαν την καρδιά του παιδιού, το κόκκινο αίμα κάνει τον χτύπο της μια πράξη καθοριστική στην κόψη τούτης της νύχτας.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Δεν καταλαβαίνω.

ΑΝΔΡΑΣ: Μα είναι τόσο απλό και ξεκάθαρο όσο διάφανος παραμένει τούτος ο τουφωτός ουρανός. (δείχνει το κουτί του και τριγύρω ο κόσμος σκοτεινιάζει σαν να΄χει κάτι να πει, σαν να΄ναι εκείνος ο φονιάς με τ΄άλικο λουλούδι και τις γραμμές του μαχαιριού του κάτω από το σακάκι του.)

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: (κοιτάζει έξω στον καιρό) Έρχεται καταιγίδα.

ΑΝΔΡΑΣ: (αφήνει το κουτί του πάνω στο τραπέζι. Οι δυο τους κάθονται απέναντι, μοιάζουν έτοιμοι να αναμετρηθούν με ποιος ξέρει, τι άγριο θηρίο.) Έλιωνε μες στην κάμαρη. Η μια άνοιξη διαδεχόταν την άλλη, ο ρυθμός καλά κρατούσε. Τις νύχτες ούρλιαζε, ροδάνι που χάλασε ο κόσμος και δεν γυρνά. Στεκόμουν στο προσκέφαλό της, μετρούσα τους χτύπους της καρδιάς της, ζωγράφιζα για εκείνη τον άγγελο. Και άμα πληγωνόμουν πολύ, σκαρφάλωνα στην κόψη του κεραυνού και ταξίδευα, σαν σφαίρα. Καταλαβαίνετε; Κάθε βδομάδα η άμαξα την κατέβαζε στο ιατρείο. Την έφερναν κουβάρι από τον πόνο, καταλαβαίνετε; Είχε ένα δαγκωμένο πρόσωπο, θες από τον πόνο, θες από το χρώμα που ξεθωριάζει πιο γρήγορα από τον χρόνο, είχε ένα πρόσωπο,(σκοτεινιάζει, συνεχίζει και μιλά.) Της είπα, ένα όνειρο θα μας ελεήσει, της είπα ο λαιμός σου είναι μια παλιά γεωμετρία, ένας αυθεντικός κάλυκας, της είπα, οι έρωτες πεθαίνουν εκεί έξω Φαίδρα, της είπα, καμιά Αριάδνη δεν έχει ανάγκη τον μίτο της, της είπα. Και έπειτα…

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Τ΄ομολογείτε!

ΑΝΔΡΑΣ: Ναι! Το ομολογώ πως κόντρα σε κάθε ιστορία πολιτισμού, με δάκρυα στα μάτια ράγισα τον λαιμό της που έτρεμε από τον πυρετό, το βάρος της ζωής φτερούγισε, χάθηκε πια και πάει. Μόλις πέθανε εκείνη η αρρώστια που την πολιορκούσε ξεβράστηκε στις θάλασσες. Εκείνος ο κατακόκκινος όγκος υπήρξε για μένα το παιδί που μεγαλώναμε με φάρμακα και αλοιφές, μακριά από τα μάτια του κόσμου. Αυτό το παιδί μεγαλώνει, μεγαλώνει διαρκώς, κατάπληκτο, ρόδινο περνά από αιωνιότητα σε αιωνιότητα, παγώνει τον χρόνο όπως ο χειμώνας τα περιβόλια του τρυφερού εκείνου κόσμου που άφησα πίσω μου. Να, κοιτάξτε πώς ανασαίνει, κοιτάξτε!

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ : Είστε τρελός! Πρέπει να συλληφθείτε!

ΑΝΔΡΑΣ: Να προσέχετε το παιδί μου. (φτιάχνει την γραβάτα του, τακτοποιεί το σκρίνιο, την τραπεζαρία, το ριντό με την βαθιά σκόνη του χρόνου, ανάβει το τσιγάρο του και ήσυχα, αφήνει το κουτί του εμπρός στον αστυνόμο. Δίχως να δώσει στόχο ξεχύνεται σαν Ίκαρος από τ΄ανοιχτό παράθυρο.)

[Εδώ και χρόνια το σπίτι ερήμωσε. Ένα παιδί μεγαλώνει ολομόναχο, ισορροπώντας επάνω στην σιδερένια γέφυρα με τα κανόνια που σκοτώνουν.  Η σύλληψη ποτέ δεν έγινε, ετούτο το έργο δεν είχε στερνά λόγια, σκετς, σκηνοθεσίες. Μόνον εκείνον που λάμνει μες στον άνεμο, αντικρίζοντας για πρώτη και τελευταία φορά την κάτοψη μιας τροπικής πολιτείας με βλάστηση πυκνή και ανεκδοτολογικές αναγωγές για το σύμπαν και την ζωή.]

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→