
Η επίμονη μνήμη κρυμμένη
σε τόσα υλικά περίφραξης
πάσχουσα
δυο τρείς κομμένες λαμαρίνες
σύρματα, γλάστρες σπασμένες
χώμα νωπό, παγωμένα σίδερα
να ζεσταθεί πασχίζει, χώνεται ανάμεσα
πάσχουσα
ταΐζει τα σκυλιά της εικόνες
μισομαγειρεμένες.
Η επίμονη μνήμη περπατά με δυσκολία
ισιώνει τα μαλλιά της με τα χέρια της
μουσκεύει ψωμί, το μοιράζει
συλλαβίζοντας ακατάληπτα
στο φράχτη δένει το άλογό της.
Η επίμονη μνήμη
πρόσφυγας είναι
σε λάθος πατρίδα.
Να μη σε χάσω, σκέφτομαι
και στης θάλασσας την άκρη περπατώ
ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο
ξυπόλητη στην άμμο.
Να μη σε χάσω στη σκέψη μου έρχεσαι
και ο φόβος μου κύματα ξεφυλλίζει ανάγνωσης
ενός παρατεταμένου σε αγωνία μυθιστορήματος
που ο ταξιδιώτης του δωμάτια αλλάζει στο νερό
και ο καθρέφτης της θάλασσας το βλέμμα του εγκλωβίζει
και παίζει αυτός με τη ζωή του
κι η ζωή μου με τους αστερίες της εδώ, να
και πάλι
να μη σε χάσω
να μη σε χάσω.
Και πίσω μου μαζεύω τα ίχνη σου
ένα ποτάμι που το τυλίγω όπως όπως
και πρόχειρα τοποθετώ στη τσέπη
και να φωνάξω θέλω πως είσαι εσύ το νησί μου
και ο βυθός μου
και το καλοκαίρι μου για όσα ακόμη καλοκαίρια
που δεν θα μάθουμε ποτέ τον αριθμό
και μυρίζει ο αέρας, το χώμα κι η θάλασσα από σένα
και δεν ξέρω τι να την κάνω αυτή τη μνήμη
που κρύβεται στις κοιλιές ετούτων των ψαριών
κι αστράφτει στον ήλιο
σαν άλλος λαβύρινθος νερού με τη σοφία του
έτσι που εγώ να πλέω προς τα σένα
φτάνοντας
κι εσύ μπροστά μου το χέρι να μου απλώνεις
φεύγοντας.

© Έφη Καλογεροπούλου