Αρχείο 21/03/2014
όμως ωραία δεν ήτανε πάνω εκεί στο χαλί ; όπως καθόμαστε ; που ακουμπάγαμε ο ένας πάνω στον άλλο ; και γινόμαστε αμέσως φίλοι διατηρώντας τήν αφόρητη μοναξιά μας καθώς μάς είχαν ρίξει εκεί οι μεγάλοι να τά βγάλουμε πέρα μόνοι μας μέσα σ’ ένα πηγάδι από πλήθος, και δεν έχουμε τότε τήν αίσθηση ότι είμαστε παιδιά αλλά ότι είμαστε στον μεγάλο καινούργιο κόσμο ότι είμαστε ο μεγάλος καινούργιος κόσμος, ότι είμαστε ο κανονικός κόσμος εμείς, καθισμένοι εκεί στο χαλί στο ύψος σχεδόν τού χαλιού έτοιμα να μιλήσουμε αλλά μην ξέροντας τή γλώσσα ακόμα, προσπαθώντας να μάθουμε τή γλώσσα για πρώτη φορά γιατί τότε συναισθανόμαστε για πρώτη φορά έτσι όπως είμαστε ο ένας πλάϊ στον άλλον ότι η γλώσσα που μιλούσαμε μέχρι τώρα στο σπίτι ήταν ανεπαρκής κι ότι υπάρχει μια γλώσσα που τή μιλάνε όλοι παρέα φωνάζοντας, κι ότι υπάρχει μια γλώσσα που τή φωνάζουμε όλοι ζητώντας αν και δεν ξέρουμε ακόμα τί πρέπει λοιπόν να ζητήσουμε, ότι υπάρχουνε γλώσσες λοιπόν ατελείωτες που πρέπει να τίς μιμηθούμε και από μέσα του ο καθένας είναι σίγουρος ότι μόνο αυτός δεν τίς ξέρει ότι μόνο αυτός καθυστέρησε κι ότι όλοι οι άλλοι είναι ένα σύνολο πέρα απ’ αυτόν, που ’χει αρχίσει πιο πριν, προχωρήσει πιο πριν, μάθει πράγματα απολύτως πιο πριν, κι έτσι εκεί στο χαλί τραγουδώντας κοιτώντας αντιγράφουμε μυστικά και επίφοβα ο ένας τόν άλλον μαθαίνοντας και τήν γλώσσα τού τρανταχτού γέλιου και τήν γλώσσα τού τρανταχτού φόβου και τού τρανταχτού ουρλιαχτού και τού θόρυβου τού τρανταχτού και τού ομαδικού και τής διασκέδασης τής τρανταχτής και τής ομαδικής και τής αποδοχής και τής αναμονής και τής υπομονής
—-και τών ανακρίσεων τών τρανταχτών
—-και τών εκπλήξεων τών τρανταχτών που θα μάς πέσουν στο κεφάλι από τό άγνωστο μαύρο σκοτεινό εκείνο τετράγωνο τής μαύρης τρύπας εκείνης τής σκηνής
—-και τής ανάκρισης τής σκοτεινής
—-κι αυτός ο κόσμος είναι για πρώτη φορά τόσο γεμάτος από άγνωστες γλώσσες κινήσεις συμπεριφορές
—-και ανακρίσεις
—-και αν θυμάσαι κρυφοκοιτάζαμε ο ένας τόν άλλον να δούμε τί έπρεπε να κάνει και πώς έπρεπε να φερθεί και ένιωθες μέσα απ’ αυτήν τήν μίμηση συμπεριφορών μια συντροφικότητα κάπως περίεργη – αυτή πιστεύω εγώ είναι η πρώτη μορφή γλώσσας που τή μαθαίνεις μέσα σε μια συντροφικότητα πηγαδιού στο οποίο σέ πετάν δια τής βίας : η γλώσσα τού μπάρμπα–μυτούση
—-ναι συντροφικότητα στη δυστυχία και τήν αγωνία
—-και έτσι λοιπόν μαθαίνουμε πρώτα να ουρλιάζουμε για να αρχίσει τό έργο, και να φωνάζουμε : ύστερα να τραγουδάμε : ύστερα να χειροκροτάμε, ή μάλλον να χτυπάμε τά χέρια μας ενώ τραγουδάμε : τό θυμάσαι τό τραγούδι που μάς έβαζε μια κυρία να λέμε ; μια κυρία μπροστά που μάς έδινε τόν τόνο και που χτύπαγε τά χέρια της για να μάθουμε να τά χτυπάμε τά χέρια κι εμείς, μια ψηλή κυρία : Δε μού λες, λες αλήθεια να ’χαμε συναντηθεί καμία φορά, λες να ’χαμε κάτσει και δίπλα–δίπλα ; Μη μού πεις, τί μαγεία αυτά τά τεράστια σώματα από λιλιπούτεια πλάσματα μες στο σκοτάδι, δηλαδή σιγά–σιγά τρεμόσβηναν τά φώτα και χαμήλωναν μέχρι να γίνει τό σκοτάδι τέλειο και να φωτιστεί ξαφνικά εκειπάνω ψηλά η σκηνή : όμως ενώ όσο ακόμα είχε φως περιεργαζόμαστε εμείς τά περήφανα μέλη τού γενναίου καινούργιου κόσμου που μόλις είχε βγει απ’ τ’ αυγό (και γι’ αυτό ήταν τό σημαντικότερο πράγμα τό να είναι τό μέγεθός σου ελάχιστο) όμως με τ’ απόλυτο ξάφνου σκοτάδι, ξάφνου τά ουρλιαχτά μας γινόντουσαν πραγματικά ουρλιαχτά, δηλαδή γνήσια απόλυτη και ώριμη πλέον σιωπή, σαν να ξέραμε τί θα συμβεί πλέον στο μέλλον
—-και ότι θ’ αρχίσει κανονικά η ανάκριση : (Τό ξέραμε κι αυτό, ή τό μαθαίναμε : κι αν δεν τό ξέραμε τήν πρώτη φορά τό ’χαμε μάθει πια τή δεύτερη)
και έτσι λοιπόν είμαστε πάλι ζωάκια που μυρίζαμε τό ένα τό άλλο πάνω κεί στο χαλί για να ξεπατικώσουμε φωνές και να μάθουμε επιτέλους τή γλώσσα με τήν οποία έπρεπε να μιλήσουμε σ’ αυτόν τόν κωλόγερο
—-ώστε να ξέρουμε μετά πώς να ουρλιάξουμε όταν θα άρχιζε πια μετά κανονικά η ανάκριση που δεν ξέραμε σε ποιο κεφάλι θα πέσει – και η οποία από τήν αρχή κρεμόταν πάνω εκεί στα κεφάλια μας – περισσότερο απ’ όσο κρεμόταν η ίδια η ωραία αυτή σου σκηνή
—-και τής οποίας η ώρα θα ερχότανε κάποτε βέβαια και τελικά ήρθε : Ορίστε λοιπόν ανυπόμονη : τώρα είναι η ώρα της, τώρα που ανοίγει και φωτίζεται η σκηνή ψηλά εκεί πάνω κι όχι τόση ώρα, που φαγώθηκες λες κι ήθελες να μού κόψεις τήν όρεξη τή ρέντα και τόν ειρμό : είχα ρέντα, ωραία δεν τά ’πα, ε ; Πώς μού ’ρχόντουσαν έτσι ωραία οι ιδέες : δεν τά ’χω ξαναπεί αυτά έτσι ωραία αν θες να ξέρεις. Ήμουν σε φόρμα μέ ενέπνεε τό περιβάλλον : Λέγε λοιπόν τώρα, άσχετη που μόνο εσύ θέλεις να μιλάς : πολυλογού που δεν ξέρεις ούτε καν τήν σειρά τών πραγμάτων : ακόμα δεν έμαθες τρόπους ; δεν έμαθες τίποτα ανεπίδεκτη ; Λέγε λοιπόν : Τί σέ πείραζε από τήν ανάκριση ; Δεν έτρωγες όλο τό φαΐ σου κακό κορίτσι ;
—-και γιατί δεν ήσουν ήσυχο παιδί Μπετούλα ; Γιατί στενοχώρησες τή μαμά σου Νικολάκη ; Και γιατί δεν έπεσες νωρίς για ύπνο χτες Γιαννάκη ;
—-και γιατί τρως τά νύχια σου Βασιλάκη ; Και γιατί στενοχωρείς τή γιαγιά σου Δημητράκη ;
—-και γιατί κουνάς τά πόδια σου όταν τρως Φωτεινούλα ;
—-και γιατί ρουφάς τή μύτη σου όταν σού μιλάει ο μπαμπάς Αργυρούλα ;
—-και γιατί έσπασες τό ωραίο πιάτο απ’ τόν μπουφέ Γιαννούλα ; Και γιατί ζωγραφίζεις στον τοίχο με τά χρωματιστά μολύβια που σού πήρε ο θείος Μαχούλα ; Και γιατί χορεύεις όλη τήν ώρα Ισιδωρούλα ;
—-και γιατί μικρή Ντιάνα κυνηγάς τ’ άλλα παιδάκια ;
—-και γιατί μικρή Ελένη κυνηγάς τά αγοράκια ; Τό σοκ δεν ήταν τόσο, η διαπόμπευση δεν ήταν τόσο επειδή ήξερε τί έχω κάνει και μέσα στο σπίτι κιόλας τό οποίο ήταν πολύ μακριά και στο οποίο ήμουνα σίγουρη ότι δεν είχε έρθει ποτέ αυτός ο διαολικός μπάρμπας επίσκεψη, κι ούτε καν τό ότι ήξερε καλά και φώναζε κιόλας δυνατά τ’ όνομά μου, μπροστά σε όλους, άσχετα από τό αν αυτοί δεν τό ξέρανε (κι αυτό ήταν η μόνη μου παρηγοριά (κι άρχισα σιγά–σιγά να μαθαίνω ότι αυτό ήταν κι η παρηγοριά και τών άλλων επίσης, κι έτσι, αντί να μάς ενώνει οτιδήποτε πάνω εκεί στο χαλί που ωραία εσύ τό αναγόρευσες σε σπουδαίο και ηρωικό και περίφημο, μάς χώριζε ακριβώς και μάς σκέπαζε προστατευτικά και μάς κουκούλωνε τό ότι είμαστε απόλυτα ξένοι και ότι ξένοι ελπίζαμε για πάντα να μείνουμε) (τό ότι δεν είχαμε και δεν θα είχαμε, αν είμαστε έστω ελάχιστα μέσα στην ατυχία μας αυτή τυχεροί, καμιά με κανέναν εκεί απόλυτα σχέση)) όχι λοιπόν τόσο τό ότι έλεγε εκεί ενώπιον όλων όλα τά φοβερά και φριχτά που ’χα κάνει, όσο τό ότι συμφωνούσε απολύτως δηλαδή με τή μάνα μου στο ότι αυτά ήταν όντως φοβερά και φριχτά : και αυτή ήταν μια μεταφυσικής τρομαχτικής ισχύος νίκη που αυτή κατάφερε αποδεδειγμένα εναντίον μου και τήν οποία αμέσως κατάλαβα ότι δεν θα τής συγχωρέσω ποτέ. Αν κάτι έμαθα εγώ τότε, επειδή τά είπες τόσο ωραία και γλαφυρά προηγουμένως, δεν ήταν ούτε να μιλάω πάνω κεί σέ εκείνο εκεί τό χαλί ούτε να γελάω ούτε να κλαίω αλλά να κρύβομαι ακριβώς μες στο πλήθος, πάνω εκεί στο χαλί, αν κάτι μού ’μαθε δηλαδή αυτός ο παλιόγερος δεν ήταν κανενός είδους κοινά ιδιώματα γλώσσες και λοιπά και λοιπά και πολύ λυπάμαι αν σέ στενοχωρώ γλωσσολόγα μου, αλλά τό ότι μες στο πλήθος χάνεσαι, ότι μπορεί να λουφάξεις και να κάνεις τόν ψόφιο κοριό μες στο πλήθος. Κι αυτό γιατί σύντομα (πανικόβλητη όπως ήμουν και συνεπώς και γι’ αυτό και μόνο πανέξυπνη) διαπίστωσα ότι δεν κοιτούσε καν προς τή μεριά που καθόμουνα όταν μιλούσε για μένα ο μυστήριος πάνινος πάνσοφος αλλά τελείως αλλού και μέ παρηγόρησε (πολύ χαιρέκακη παρηγοριά, σημείωσέ το σέ παρακαλώ) τό ότι δεν ήμουνα μόνη μου στην συγκλονιστική αυτή ψυχρολουσία αλλά τό ότι όλοι κοιτούσαμε μέσα στα δήθεν γέλια που νόμιζες εσύ ότι μάς ένωναν, απλώς ποιος ψυχρολουζότανε κάθε φορά ή ποιος είχε ήδη ψυχρολουστεί και ακριβώς τό ότι δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τίποτα ήταν τό μόνο που μάς παρηγορούσε επίσης : έτσι ακριβώς μάθαμε να κρυβόμαστε μέσα στο πλήθος κυρία μου (σημείωσέ το : εντελώς κουτοπόνηρα) και να χαιρόμαστε με τήν αόρατη αλλά σίγουρη (και πρόσεξε : όσο πιο αόρατη τόσο πιο σίγουρη, όσο πιο πολύ γελούσαμε τόσο πιο πολύ πονούσαμε) δυστυχία ο ένας τού άλλου :
—-και με τήν ακόμα πιο αφόρητη δυστυχία (ανατριχιάζω και μόνο που τό θυμάμαι, θυμάσαι ; ) κάποιων ακόμα περισσότερο δυστυχισμένων – τά θυμάσαι αλήθεια αυτά τά κακόμοιρα – που σαν υπνωτισμένα από τά πάνινα χέρια και τό πάνινο κεφάλι πάνω εκεί στη σκηνή, σαν μαγεμένα με τό στόμα ανοιχτό μόλις ακούγανε τ’ όνομά τους τού απαντάγανε κιόλας : τί φρίκη. Και μόλις καταλαβαίναν τό λάθος τους κοιτάζανε γύρω : ντρεπόντουσαν, πόσο ντρεπόντουσαν : και μεις χαιρόμαστε πόσο χαιρόμαστε (που υπήρχανε κάποιοι που τήν είχαν πατήσει : επιβεβαιώνοντας ότι εμείς δεν τήν πάθαμε : ) έτσι επιβεβαιωνόταν η αντίληψη (που ακολουθεί τόν κόσμο σ’ όλη του τή ζωή) (και για τήν οποία ο κόσμος, εμείς (δηλαδή οι έξυπνοι που μετράμε τά λόγια μας και δεν μιλάμε με ξένους ούτε στον δρόμο ούτε στο πεζοδρόμιο ούτε στις γκαλερί) καμαρώνουμε) περί τής δικής μας εξυπνάδας εφόσον υπάρχει η χαζομάρα τών άλλων : Εμείς είμαστε οι έξυπνοι δηλαδή κυρία ζωγράφα μου απλώς και μόνο διότι υπάρχουνε κι οι άλλοι που, εφόσον είναι παραδομένοι στην μαγεία τού θέατρου τού σκοταδιού και τής τέχνης, είναι χαζοί. Πόσο πρέπει να αγαπούσαν τά κακόμοιρα αυτά τό θέατρο και πόσο να θεωρούσαν σωστό τό αυταπόδεικτο που δεν υφίσταται πουθενά όμως πλέον, δηλαδή να πάρουνε αυτό τό πράγμα τό αστείο στα σοβαρά – και να ’ναι ειλικρινέστατα εκειπέρα εκεικάτω μαζί του : νομίζω αυτοί είναι στους αιώνες τών αιώνων αμήν και για τόν αιώνα τόν άπαντα οι πιο απόλυτα γνήσιοι τίμιοι παραδομένοι δηλαδή και μαγεμένοι στη μαγεία του θεατές
που όμως δεν πηγαίνουν ποτέ τους στο θέατρο : δεν πρέπει να ξαναπήγαν ποτέ από τότε δηλαδή διότι πρέπει να τούς έγινε μάθημα : ναι, φρίκη : πόσο πρέπει να τό μισήσαν αυτοί ακριβώς τότε τό θέατρο, ε ; Αυτοί οι τόσο τέλεια παραδομένοι και γνήσιοι αυτοί οι πιο τίμιοι απ’ όλους όπως λές θεατές βάζω στοίχημα ότι δεν πηγαίνουν πλέον ποτέ τους στο θέατρο
—-χα. Λες να μην πηγαίνουνε πλέον, να μην ξαναπήγαν ποτέ από τότε ; Λες δηλαδή να μην υπάρχει ούτε ένας ; ούτε ένας ; ούτε μία ποτέ ;
—-πιστεύω λοιπόν ότι αυτό ήταν ένα απ’ τά πιο δύσκολα μαθήματα που έπρεπε μετά μεγαλώνοντας όλοι – αν είμαστε λίγο τυχεροί φυσικά – να ξεμάθουμε : αν τό ξεμάθαμε φυσικά, αν θελήσαμε να τό ξεμάθουμε φυσικά, κι αν μπορέσαμε – είναι κι αυτό – να τό ξεμάθουμε, είναι κάτι που μοιάζει λίγο με τό πώς πρέπει να ξεμάθουμε να ζωγραφίζουμε μετά, όταν πάμε μετά εκεί στο σχολείο
—-ή με τό πώς πρέπει να ξαναμάθουμε να μιλάμε μετά, αφού αφήσουμε μετά εκεί τό σχολείο, αφού πάψουμε να γράφουμε τίς εκθέσεις που γράφαμε δηλαδή εκεί στο σχολείο
δεν ξέρω εσύ πάντως πότε κατάλαβες ακριβώς τί συμβαίνει και τί χρωστάς στη μαμάκα σου, αλλά εγώ τό χρωστάω στον αδελφό μου αυτό : μάλιστα, τόν πιτσιρίκο :
στην αρχή ήμουνα μόνη, ολομόναχη πάνω εκεί στο χαλί όπως λες και εσύ. Έφαγα όλες αυτές τις ψυχρολουσίες εκεί ολομόναχη – κι έντρομη
—-τό κακόμοιρο
—-κατάλαβα όμως καλά τί συμβαίνει όταν άρχισε πλέον να παίρνει η μάνα μου και τόν αδελφό μου μαζί : Βέβαια είχα μεγαλώσει κι εγώ πλέον τότε λιγάκι : Και για όλα έφταιγαν αυτές οι κουίντες που δεν ξέρω πώς τά λέτε καλά στο θέατρο εσείς – αυτή η αυλαία τέλος πάντων εκεί, η κουρτίνα, όχι η μικρή η ασήμαντη αυτού τού ασήμαντου μικρού παράθυρου που ήταν τό κουκλοθέατρο αλλά η άλλη, η μεγάλη, η μαύρη, που μπερδευόσουνα και χανόσουνα μέσα της που σέ περίμενε, μαύρη μυστηριώδης ακίνητη παλλόμενη μετά τήν μεγάλη γυάλινη είσοδο αν θυμάσαι μάς περίμενε ακίνητη, και ήταν αυτή η είσοδος τής σπηλιάς με τήν οποία αν μπλεκόσουνα έμπαινες μέσα, μέσα στην τεράστια αίθουσα αυτή με τά παιδιά εκεί χαμηλά στα χαλιά, και όλον τόν κόσμο εκεί χαμηλά στα χαλιά,
—-και όλες τίς πολύχρωμες φωνές και τά γέλια και τά τραγούδια και τήν αναμονή χαμηλά στα χαλιά : και τόν καινούργιο κόσμο που κοιτούσε τριγύρω να δει τούς άλλους καινούργιους που θα καθόντουσαν κι αυτοί εκεί χαμηλά στα χαλιά –
—-όμως, όμως, πριν μπεις μέσα, ήταν αυτή η κυρία εκεί στο χωλ αριστερά και μού πήρε τόσον καιρό τόσο απίστευτα ηλίθιο καιρό να καταλάβω ότι τήν ώρα που η μάνα μου μ’ έσπρωχνε μες από τήν κουρτίνα και μού ’λεγε, Προχώρα και θά ’ρθω εγώ μετά να κάτσω πίσω με τούς μεγάλους, καθώς εγώ προχωρούσα μες απ’ τήν βελουδένια υφή προς τό βελουδένιο χαλί, αυτή έδινε σ’ ένα χαρτί γραμμένα χαρτί και καλαμάρι τά χαφιεδίστικά της στην κυρία αυτή που ήταν στο χωλ και τήν είσοδο : Γι’ αυτό ήταν αυτή η κυρία στο χωλ και τήν είσοδο : για να παίρνει πληροφορίες για μάς, κι όχι για να παίρνει εισιτήριο. Κι όταν μάς πήγε μια μέρα η μαμά μου με τόν αδελφό μου μαζί, τόν έσπρωξα τότε μια μέρα μέσα από τήν κουρτίνα κι εγώ με τό χέρι μου κι έμεινα πίσω για λίγο με τή μαμά μου εγώ, και τήν κυρία αυτή στο χαμηλό τραπεζάκι, και τότε άκουσα τό φριχτό προεόρτιο τού θεάτρου : τότε άκουσα τούς απαίσιους ψίθυρους τότε άκουσα τόν κοφτερό ψίθυρο (κοφτερό πιο πολύ, ζεματιστό πιο πολύ, επειδή ήταν χαμηλόφωνος σιωπηλός χαμογελαστός δημητράκης φωτεινούλα ισιδώρα αργυρούλα και γιαννάκης και κωστάκης μάχη νίκος και ανθούλα – ονόματα συριστικά σαν δαγκώματα σε λίγο φιδιού, υπόκωφα σαν κατραπακιά σε λίγο από γκιλοτίνα) που τίς ένωνε όλες αυτές τίς μαμάδες με τά υπέροχα κασκόλ μαντίλια παλτά αρώματα νάϋλον χρώματα καμηλό και καρρώ μάλλινα χρώματα που περιμένανε συνωμοτικά όλο ψίθυρο στη σειρά υπομονετικά μιλώντας σιγανά μεταξύ τους κι ανταλλάσσοντας κασκόλ και καρρώ και πουά και τουήντ κι ήταν αυτή αυτονών η συμμετοχή κι η δημιουργία που θα είχαν ποτέ τους αυτοί με τήν τέχνη, ψίθυροι ήταν η τέχνη τους, σφυρίγματα μες στα τουήντ κατραπακιές στη σειρά μέσα στο φωτεινό μεσημέρι (νομίζω ότι μάς πηγαίνανε πάντα χειμώνα) μεσημέρι που έλαμπε πάντως από τή μυρωδιά (και τήν σκόνη) τών διαστημικών τών διαπλανητικών χριστουγέννων –
© χάρη σταθάτου, απόσπασμα από τό μυθιστόρημα «έκθεση βαθυτυπίας» εκδόσεις «απόπειρα», 2006 | η χάρη σταθάτου διαδικτυακά βρίσκεται στο simiomatario kipon
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.