Αρχείο 26.1.2015
Ήτανε προχωρημένη νύχτα όταν ειδοποίησαν το πατέρα μου ότι η θεια μου η Καλή ήτανε ανήμπορη στο διπλανό χωριό. Η θεία μου η Καλλιόπη που τη λέγαμε Καλή ήτανε όνομα και πράμα, προπαντός για μένα που με αγαπούσε και δεν έχανα ευκαιρία να την επισκέπτομαι γιατί κοντά της είχα και του πουλιού το γάλα, που στη περίπτωση της θείας μου ήτανε από κατσίκα. Άσε εκείνες οι τηγανιές πατάτες με αυγά που ήτανε όλες για μένα, άσε τα κρεμυδοπίτταρα και άσε τα παραμύθια. Μα πάνω από όλα η γλυκιά και καλοσυνάτη φωνή της. «καλώστη τη κορώνα μου» έλεγε και άνοιγε τα χέρια της διάπλατα να πάω να πέσω μέσα, κι εννοούσε τη βασιλική κορώνα ανώτατη διάκριση για όλα τα αγόρια, ύψιστο έμβλημα πάνω κι από το φωτοστέφανο του Αγίου στα μέρη μας.
Όταν είδα λοιπόν τον πατέρα μου να ετοιμάζει το λαδοφάναρο να ξεκινήσει νυχτιάτικα, εγώ άρχισα να τον παρακαλάω να με πάρει μαζί και εκείνος ποιος ξέρει παρέα ήθελε μου είπε να ετοιμαστώ γρήγορα. Μόνο είπε: «κοίταξε κερατά μη σκιαχτείς και βάλεις τα κλάματα γιατί θα σε παρατήσω μόνο σου». Εγώ έδωσα το λόγο μου όχι και τόσο σίγουρος και ξεκινήσαμε. Κατάλαβα ότι ήτανε λάθος μου μόλις βγήκαμε από το χωριό και πήραμε το δρόμο για το άλλο, μέσα από βουνά και λαγκάδια. Έκανε κρύο, αλλά το χειρότερο ήτανε ότι φυσούσε αέρας και έτσι όπως ήτανε ανοιχτός ο τόπος δημιουργούσε παράξενους αντίλαλους που ερχόντουσαν σε μένα σα φωνές από το πουθενά ή από το υπερπέραν. Αγριεύτηκα! Ιστορίες που είχα ακούσει για σκοτωμένους που ζωντανεύουν και ζητούν το δίκιο τους ξανάρθαν στο νου μου τώρα ακριβώς που δεν τις χρειαζόμουνα. Με μεγάλη δυσκολία κρατιόμουν να μη βάλω τα κλάματα και με παρατήσει μονάχο ο πατέρας μου – γιατί τον είχα ικανό να το κάνει – και θα τα κατάφερνα αν δεν έπαιρνα είδηση ότι για να κόψει δρόμο έπαιρνε το μονοπάτι που περνούσε μέσα από το νεκροταφείο. Αυτό ήτανε πάνω από τις αντοχές μου και το θάρρος που επιστράτευα όλη την ώρα. Γιατί το νεκροταφείο αυτό που το είχα περάσει μια φορά με τη μεγάλη μου αδελφή, αλλά πρωί, δεν ήτανε ακριβώς νεκροταφείο. Ήτανε ένα σχεδόν εγκαταλειμμένο νεκροταφείο που εκτός από ένα δυο τάφους που είχανε ξεμείνει δίχως κληρονόμους, όλα τα άλλα ήτανε μόνο σταυροί ξύλινοι και μάλιστα πεσμένοι οι πιο πολλοί καταγής.
Το μονοπάτι πέρναγε πάνω από αυτούς τους πεσμένους σταυρούς, δηλαδή περπάταγες πάνω από τους πεθαμένους. Έφερα κατά νου τα λόγια που μου είχε πει η αδελφή μου τότε για να σταματήσω να κλαίω ότι δηλαδή οι πεθαμένοι βγαίνουν μόνο καταμεσήμερο ή τα μεσάνυχτα αλλά αυτό με αποτέλειωσε γιατί τώρα που περνάγαμε ήτανε μεσάνυχτα και οι σκιές από το φανάρι γινόντουσαν τεράστιες κι ο αέρας λυσσομανούσε κι εγώ έβαλα για καλά πια τα κλάματα κι ούτε μπρος ούτε πίσω πήγαινα. Ο πατέρας μου άρχισε να με σέρνει βλαστημώντας την ώρα που με πήρε μαζί αλλά είδε ότι έτσι δε γινότανε δουλειά, ίσως και να φοβήθηκε μη πάθω και τίποτα από το κλάμα, άρχισε να με παίρνει με το καλό, να μου λέει αστεία και διάφορα άλλα κι όταν κάπως ησύχασα περνούσαμε από εκείνον το μοναδικό μεγάλο τάφο κι ο πατέρας μου έλεγε εκείνη τη στιγμή ότι οι άνθρωποι όταν πεθάνουν τέλειωσαν, γίνονται χώμα κι ούτε ακούν ούτε μιλούν κι ούτε νοιάζονται τους ζωντανούς και λέει «Να δες και μόνος σου» και όπως περνάγαμε ακριβώς δίπλα από τον τάφο κάνει δυνατά «καλησπέρα πεθαμένοι.» Εγώ ήμουνα έτοιμος να τον πιστέψω κι είχα αρχίσει να ντρέπουμε κι όλας όταν ξαφνικά ακούμε ξεκάθαρα μέσα από τον τάφο μια υπόκωφη απάντηση στον χαιρετισμό του πατέρα μου που πράγματι δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. «καλησπέρα ζωντανοί!» Από κει και μετά δεν θυμάμαι τίποτα γιατί μάλλον λιποθύμησα κι όταν συνήλθα ήμουνα στο χωριό και είδα ανθρώπους ταραγμένους να χειρονομούν και τον παπά ντυμένο με όλα τα καλά του άμφια και το θυμιατό στο χέρι να καίει λιβάνια και τη λέξη «φαντάσματα» να έρχεται κάθε τόσο στα αυτιά μου. Θυμάμαι ότι άρχισα πάλι να κλαίω γιατί κατάλαβα πως θα πήγαιναν εκεί πίσω πάλι και μένα θα με άφηναν μόνο μου με τη θεια μου. Άρπαξα το χέρι του πατέρα μου και δεν το άφηνα με τίποτα. Έτσι όταν όλο το χωριό ξεκίνησε με το παπά μπροστά να ψέλνει και να θυμιατίζει εγώ ήμουνα στη πρώτη γραμμή και πίσω φανάρια να φέγγουν μια εικόνα που ποτέ δεν ξέχασα μέχρι σήμερα αλλά πια δε φοβόμουνα με τόσο κόσμο μαζί και προπαντός με τον παπά που ήξερα ότι φαντάσματα και διαβόλοι τον έτρεμαν. Εγώ το ήξερα, όμως ο παπάς φαίνεται ότι δεν το ήξερε ή μάλλον δεν το πίστευε όσο κι εγώ, γιατί όταν φτάσαμε στο νεκροταφείο ολόκληρη η πομπή έμεινε αρκετά μακριά κι ο παπάς άρχισε δυνατά να λέει τους ψαλμούς και τα ξόρκια του κατά τη μεριά του τάφου που τον διακρίναμε λίγο πιο πέρα σκοτεινό κι απειλητικό και μάλλον τα πράγματα θα μένανε έτσι μέχρι το πρωί τουλάχιστον, ο παπάς να ψέλνει από απόσταση ασφαλείας και εμείς να τουρτουρίζουμε από το κρύο και το φόβο αν ξαφνικά ο παπάς μέσα σε μια κρίση φόβου, θυμού και γενικά απόγνωσης ποιος ξέρει, δεν σταματούσε τους ψαλμούς και δεν έβγαζε μια πελώρια φωνή που πρέπει να ακούστηκε όχι μόνο μέσα στο τάφο αλλά μέχρι κάτω βαθιά στον Άδη «δεύρο έξω σατανά» και είδαμε τότε μια σκιά σαν κεφάλι ανθρώπου να προβάλει από το άνοιγμα του τάφου και ήτανε τόσο μεγάλος ο τρόμος όλων που μέχρι κι ο πατέρας μου με παράτησε στο έλεος των σκοτεινών δυνάμεων τρέχοντας αλαλιασμένος να σωθεί μαζί με τους άλλους. Έμεινα τσαλαπατημένος και παράλυτος από το φόβο μου κουλουριασμένος ανάμεσα σε πεσμένους σάπιους σταυρούς κι αγριόχορτα, κατάμονος στο έλεος του διαβόλου ώσπου είδα μια αδύνατη φλόγα φαναριού να πλησιάζει προς το μέρος μου από τη μεριά του τάφου κι άκουσα ξέπνοος μια φωνή που μου φάνηκε γνωστή να ρωτάει «ντί έγκινε μπρε παιντί μου, μεγκάλο παρτιντί άκουσα… έλα μέσα τάφο μην γκριώνεις.» και σηκώνοντας μετά βίας τα μάτια είδα τη γνωστή φάτσα του γύφτου που τον είχανε στο χωριό για όλες τις δουλειές του ποδαριού. Πίσω του φάνηκαν η γυναίκα του και μερικά κουτσούβελα στην ηλικία μου.
Από τότε μέχρι σήμερα όποτε το έφεραν οι περιστάσεις και βρέθηκα σε νεκροταφείο, μόλις βλέπω μεγάλο τάφο χωρίς να το θέλω κάνω τη σκέψη αν μέσα χωράει μια οικογένεια γύφτων να φάει και να κοιμηθεί.
*
©Πέτρος Κυρίμης
φωτο©Στράτος Φουντούλης, Φαιστός 2013
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.