Ασημίνα Λαμπράκου, Εικόνες [2015]

Αρχείο 17.4.2015

fav-3

Α

τι όμορφα. τι όμορφα.
πορτοκαλόχροες εκτινάξεις φωτός. στο πλάι νε-
ραντζιές. θέλω να ισιώσω τον γιακά σου. όχι. θα
κρυφτώ. τι ωραία. τι ωραία. αυτή η θαλπωρή.
με ανθρακικό παρακαλώ. σηκώνεις τα μανίκια
σου. δες πως αντάρτης μηρός ο δικός μου. θα
βγάλω δυο ψίχουλα άχνης από τη μπλούζα σου.
η πορτοκαλί τέντα. το κρόσσι στη σχισμή της. ο
άνεμος στα μάτια σου. να μη βγάλω. όχι. δεν θα
βγάλω τα δάχτυλά μου από τα δικά σου. τι αί-
σθηση. τι ωραία. τι ωραία αυτή η δύναμη των
δαχτύλων σου στα δικά μου. ένα φιλί. βεβαίως.
μη κλέψεις τη στιγμή μου. θα στρέψω το κεφάλι.
χείλη σε μάγουλο.

τώρα πια έχω κάτι από τη ζέστα σου ._

fav-3

Β

Ανάμεσα Κασσιανής και Κωνσταντίνου
τόση η ωρίμανση που
καρπός πορτοκαλόχρους
η ευμένεια
να μην αρκείται στο χαμηλό της φωνής
και το ψηλό του δέντρου.
Ο Δούρειος Ίππος παιδί
κι η συνάφεια ο δισταγμός του.
Το άλμα του σκύλου εξωσκελετό.
Ψυχή χαμηλού κόστους συναρμογής
το κόκκινο
στο πράσινο του χόρτου.
Οι ρίζες θα διατρυπούν το στέρεο του αστικού
τοπίου
κι ο δρόμος θα με γυρίσει Περσεφόνη αφίλητη
στη μάννα μου.
Οι σπόροι απ’ το χωράφι στο στόμα του σπίνου
και μια γουλιά ουίσκι στη γλώσσα του.
Μη κοιτάς τα περιστέρια.
Σε ρόλο αντιπερισπασμού.

Ο δρόμος κι ο άνθρωπος.
Να σου φανερώνονται κι εσύ να συναινείς και να
δοξάζεις.

Αυτό το γλυκύ στο βλέμμα
ανακλαδιζόμενο
πώς έφηβη με πετάει στη στιγμή…

fav-3

Γ

στο μεταξύ
ανωνύμου οστού και ισχίου
ποταμός
και Άτλας
όπως μ’ αριστερό στο βάρος
βάδισμα και γερτό τον ώμο
και στο βλέφαρο
η έγνοια του κόσμου όλου
η άλλη
μελισσούλα στη περιφέρεια
του θολωτού
την είπαν
οι πέριξ
στις όχθες από άμυνα
ισχυρίστηκαν θροΐσματα κι
αιφνίδιους ίσκιους στα σκοτεινά
μόνον ο σκύλος διέκρινε
φωνήματα ξωτικών στ’ αφτιά του
κι ας σιγούσε ο άνεμος
θα ’ταν που
τα φύλλα υψώνονταν
αντίστροφα
στο εντός του ποταμού
ψάρια φωσφορίζοντα
οι φανοί
επιμέριζαν το σκοτάδι
σαν αντήχηση της σιωπής

Ουρανός δεν ευρέθη
ξέμεινε αγνώστου κρύπτης
ως το επόμενο ποίημα ._

fav-3

Δ

α! σκοταδάκι εσύ που και τις σκιές τις σβήνεις
πώς την αψάδα πήρες απ’ των ματιών τις άκρες
και των βλεφάρων του τη σκληρή καμπύλη!
είδες; τα πιόνια στήσαμε απέναντι και τη παρτίδα ανοίξαμε
με δάχτυλα ανάγγιχτα μέχρι το τέλος κι ας μετέωρη η χούφτα
κι η επιθυμία δίπλα με τα δάχτυλα διπλωμένα στις τσέπες
ως και το θάνατο άφηνε καθ’ ύψος αμήχανο σε κίτρινο χρυσό
και κόκκινο της αλμύρας του χαλκού κι αν τ’ αεράκι δρόμο του
άνοιγε μεσ’ από κρόσσι ουρανού μήνες δυο κι η οικειότητα
εκεί στα καθημερινά της

τρομάξαν οι περίοικοι
ακούς;

*

©Ασημίνα Λαμπράκου
φωτο©agrimologos.com -Edmonton, Alberta, Canada 2011