Αρχείο 23/04/2015
Καθίσαμε γύρω απ’ το τραπέζι, είμαστε 16 μαζί με τους τέσσερις γάλλους φίλους της Έμυλη –μια μητέρα με τρία μεγάλα παιδιά και το ζευγάρι των Αυστριακών που έρχεται κάθε χρόνο στο κτήμα. Σε λίγο έφτασε το γκαρσόνι για την παραγγελία.
Ένοιωσα το κίνδυνο με ένα προειδοποιητικό εσωτερικό σφίξιμο που με έβαλε αυτόματα σε επιφυλακή. Συσπειρώθηκα. Προσπάθησα να βρω μια γρήγορη και εύκολη λύση. Να παραιτηθώ για παράδειγμα από την ευωχία προφασιζόμενη ανορεξία, αδιαθεσία, κάτι τέλος πάντων… αλλά τελικά υπέκυψα- γιατί να τους χαλάσω το κέφι; – κρατώντας ωστόσο την ανησυχία μου ανέπαφη.
Συνήθως δεν ανακατεύομαι στις παραγγελίες. Όχι πως δεν είμαι λαίμαργη και δεν υποκύπτω στους πειρασμούς, αλλά ξέρω πως είναι ιδιαίτερη τέχνη να ικανοποιείς τις προσμονές μιας ολόκληρης ομήγυρης. Το ρόλο αυτό τον παίζει θαυμάσια η Νατάσα. Δεν χρειάζεται καν να κοιτάξει τον κατάλογο, χρόνια καλοφαγίας την έχουν κάνει να γνωρίζει περίφημα τα πλεονεκτήματα της κάθε ταβέρνας. Με σταθερή καμπανιστή φωνή αναγγέλλει τα πιάτα με τη σειρά τους. Σαλάτες, ριζότα, σαχανάκια , τηγανιές ψαριών και λαχανικών… καταιγισμό από εδέσματα για καλοκαιρινές πείνες, εκείνες τις χαρακτηριστικές που νοιώθεις όταν έχεις κολυμπήσει, έχεις ψηθεί στον ήλιο και τίποτε δεν σου φαίνεται ωραιότερο από ένα τραπέζι στη σκιά φορτωμένο με λαχταριστά εδέσματα.
Του πουλιού το γάλα λοιπόν παρήγγειλε εκείνο το απομεσήμερο η Νατάσσα κόντρα στον άνεμο της κρίσης και τη μιζέριας που τον τελευταίο καιρό μας έχει καταδικάσει στο σουβλάκι, ρωτώντας μάλιστα στο τέλος το γκαρσόνι μήπως ξέχασε κάτι από τις γαργαλιστικές σπεσιαλιτέ του φημισμένου μαγαζιού του που μας υποδέχεται μια φορά κάθε καλοκαίρι.
Οι Αυστριακοί γνωρίζοντας τις συνήθειές μας δεν επενέβησαν. Ξέρουν πολύ καλά πως σε τέτοιες περιπτώσεις που όλοι τρώνε κατά κόρον κι ο λογαριασμός μοιράζεται στα ίσια. Το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να τιμήσουν γενναία το μενού! Οι Γάλλοι μη γνωρίζοντας τους κώδικες επέμειναν να παραγγείλουν τα «τουριστικά» τους. Το γκαρσόνι κατέγραψε την παραγγελία και απομακρύνθηκε.
Εκείνος είχε καθίσει στην άκρη του τραπεζιού πλαισιωμένος από τους δικούς του. Βρήκε πως η παραγγελία δεν είχε ολοκληρωθεί εφόσον δεν είχε συμπεριληφθεί και η δική του ιδιαίτερη επιθυμία.
Πάντα το θεωρεί σαν φόρο τιμής στον γκουρμέ εγώ του να φάει κάτι το ξεχωριστό, το ιδιαίτερα εκλεκτό. Τι σημασία είχε αν είμαστε μια παρέα σε κοινό τραπέζι και σε μια τέτοια περίπτωση οι παραγγελίες μας θα έπρεπε να είναι μετριοπαθείς, κάπως «οικονομικές», γιατί όλα τα πορτοφόλια δεν είναι το ίδιο γεμάτα; Θεωρώντας τον εαυτό του ανεξάρτητο πήγε στην κουζίνα να διαλέξει το έξοχο φαγκρί της αρεσκείας του. Δήλωσε μάλιστα πως θα το πλήρωνε ξεχωριστά.
Τα εδέσματα έφτασαν με σχετική ταχύτητα κι ήταν σαν να άνοιξε το κέρας της Αμαλθείας και το τραπέζι ξεχείλιζε τόσο που ήταν έτοιμο να καταρρεύσει. Παρατήρησα μάλιστα πως η Νατάσα αυτή τη φορά υπήρξε ιδιαίτερα εμπνευσμένη. Ήρθαν και τα «τουριστικά» και οι Γάλλοι βάλθηκαν να τα τρώνε φανατικά δείχνοντας μια απίστευτη δυσπιστία για τα υπόλοιπα, αν και μια από εδώ μια από κει «δοκίμασε κι αυτό» «πάρε κι από τούτο» ξερυτιδιάσανε υπό την επίδραση των ανακαλύψεων! Ήρθε και ο το φαγκρί-τεράστιο και μοσχομυριστό με μπόλικο λαδολέμονο και έξτρα λεμόνια απ’ την Αργεντινή- κι έμεινε εκεί στην άκρη του τραπεζιού ολόκληρο στην διάθεσή του, να το ξεκοιλιάσει με το ανόρεχτο πιρούνι του.
Όλοι ρίχτηκαν ενθουσιασμένοι στο φαί πίνοντας το βαρελίσιο του ταβερνιάρη που γρήγορα μας έφερε σε χαρούμενη διάθεση. Κι εκείνος με το φαγκρί, ολόκληρο δικό του να το τσιμπολογά βγάζοντας που και που θαυμαστικά επιφωνήματα : φρεσκότατο, σωστή αμβροσία… προτείνοντας ένθεν και ένθεν γεμάτες πιρουνιές.
Όλα ήταν υπέροχα μέχρι τη στιγμή που ήρθε ο λογαριασμός ο οποίος, αντικειμενικά, δεν ήταν και ιδιαίτερα αρμυρός! Ξεπερνούσε βέβαια κατά κάμποσα ευρώ την τιμή που διαθέτει κανείς για το καθημερινό γεύμα του, αλλά μια εξαίρεση δεν καταλύει τον κανόνα…. Έτσι σκέφτηκαν μερικοί από μας που δαγκώθηκαν αλλά δεν έβγαλαν τσιμουδιά.
Στην Ελλάδα να μιλήσεις για λεφτά στο εστιατόρια είναι χυδαίο. Μπορείς να το κάνεις αλλού, να κλαις τη μοίρα σου, να παραπονιέσαι, να δηλώνεις πως είσαι απένταρος, πως σ’ έχει γδύσει το Κράτος, πως έχεις καταστραφεί… να κλαις και να ωρύεσαι οπουδήποτε αλλού όχι όμως στο εστιατόριο τη στιγμή του λογαριασμού. Εκεί σε καθηλώνει το φιλότιμο. Εκεί πρέπει να καμωθείς τον χουβαρντά, να τσακωθείς να χαλάσεις τον κόσμο για να πληρώσεις. Ειδικά όταν σε ξέρουν, όταν έχεις πάρει τη συνήθεια να κερνάς κι ο ρεφενές σου φαίνεται ξεπεσμός.
Το χαριτωμένο αυτό ελληνικό βίτσιο άρχισε βέβαια να εκλείπει τον τελευταίο καιρό. Στις μέρες μας δεν μπορείς να κάνεις το γενναιόδωρο όσο θα το επιθυμούσες. Σε χαλεπούς καιρούς ο καθένας να πληρώνει αυτό που του αναλογεί. Όλα φαίνονταν λοιπόν να βαίνουν αισίως προς το τέλος, όταν ξαφνικά κάποιος έβγαλε μια κραυγή. Ήταν η Γαλλίδα.
-Πως; Τόσα πολλά; Μα που είμαστε τέλος πάντων; Στο Μαξίμ; Από πού προέκυψε αυτό το υπέρογκο ποσό; Εμείς φάγαμε αυτά που τρώμε κάθε μέρα γιατί τώρα πρέπει να πληρώσουμε σχεδόν τα διπλά! Είναι απαράδεχτο! Ουρλιάζει αναστατωμένη.
Κατακόκκινη είναι εκτός εαυτού. Φωνάζει και χειρονομεί και δεν λέει να ανοίξει το πορτοφόλι της. Η Έμυλη με την γλυκιά συμβιβαστική φωνή της προσπαθεί να της εξηγήσει τις συνήθειές μας. Μάταιη προσπάθεια, τίποτε δεν καταφέρνει να κατευνάσει τη δίκαιη οργή της. Την ομήγυρη διαπερνά ένα ρίγος τύψεων, αποτροπιασμού και τέλος διαμαρτυρίας. Τι αντιπαθητική συμπεριφορά … Τι σπαγκοραμμένη γυναίκα τέλος πάντων, να κάνει έτσι για λίγα ευρώ…
Γελάω. Δεν ξέρουν πως αυτά τα λίγα ευρώ κάνουν όλη τη διαφορά. Όχι της τιμής του μενού αλλά μια ολόκληρης φιλοσοφίας!
Οι Γάλλοι αγνοούν το φιλότιμο –το αμφίρροπο νόημα του οποίου καταντάει καμιά φορά γελοίο… Αντίστοιχη λέξη δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους. Έχουν άλλο σύστημα αξιών. Η αξία στη Γαλλία δεν είναι να είσαι γενναιόδωρος, δηλαδή σπάταλος, αυτό είναι μια τρέλα. Η αξία είναι να κρατάς τα λεφτά σου και να τα αποταμιεύεις, να είσαι φειδωλός, καιροσκόπος, προνοητικός.
«Χουβαρντάς, μπεσαλής» λέξεις συμπαθητικές που έρχονται από την ανατολή, που ανήκουν σε κόσμους με συστήματα που δεν έχουν σχέση με την Ευρώπη. Ένας λόγος που βρισκόμαστε σε κρίση είναι ίσως που τις κρατάμε ακόμη στα μπαγκάζια μας, που τις πραγματοποιούμε πάση θυσία.
Από την άλλη άκρη του τραπεζιού, ανάμεσα στα άδεια μπουκάλια τις χαρτοπετσέτες, τα υπολείμματα φαγητών κοιτάζω την Γαλλίδα με συμπόνια. Πόσο η φιλοσοφία της θα πρέπει να δοκιμάστηκε, η καημένη είναι στα όρια της αποπληξίας! Αλλά και μείς, κι ας μην έχουμε πλήρη συνείδηση, είμαστε στα όρια. Σε μια Θάσο ανάμεσα σ’ ανατολή που αφήσαμε και τη δύση που ίσως ποτέ δεν κατακτήσαμε, που δεν μας δέχτηκε, ανάμεσα στο χτες που μας έχει εθίσει σε φτιαχτή ευημερία, στο σήμερα που τείνει να μας περιορίσει και το αύριο που απλώνεται μπροστά μας σκοτεινό και πιο άδηλο παρά ποτέ… Σε τι άραγε θα μας βοηθήσει το φιλότιμό μας;
©Ευρυδίκη Τρισόν Μιλσανη
(από την ανέκδοτη συλλογή «Παραθεριστές στη Θάσο» )
φωτο©Στράτος Φουντούλης-agrimologos.com -”Γεύμα στα Χανιά”, 2012
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.