Αρχείο 30/04/2016
Όπου, ωστόσο, δεν πρόκειται ούτε για λίβελο, ούτε για χρονικό.
Το 2003 – 2004, δηλαδή την επόμενη χρονιά μετά τη Βριζούπολη, ο Κάκκολης έκανε μόνο ένα χρόνο «κράτει», για να βεβαιωθεί ότι δε θ΄ άλλαζε τίποτα με τη νέα πολιτική κατάσταση. Ο Πρασινάκιας αφέθηκε να πάρει ένα πρωτάθλημα (νταμπλ μάλιστα) και νόμιζε πως κάτι έκανε. Μα επί της ουσίας, τόσο με το παλιό καθεστώς του Ήλιου, όσο και με το νέο του Δαυλού, τίποτα δεν άλλαξε. Μετά τη σύντομη αυτή παρένθεση, ο Κάκκολης συνέχισε τα ίδια: το πρωτάθλημα μόνο για τυπικούς λόγους γινότανε, ο Ελλιμενισμένος συνέχισε ν΄ ανακηρύσσεται πρωταθλητής κατά τα ειωθότα. Βέβαια έβγαινε στην Ευρώπη και κατά κανόνα γέλαγε ο κόσμος, αλλά τους τοπικούς τίτλους στην Αιωνία Γελλάδα τούς κέρδιζε. Πότε βάζανε κάτι πλέι οφ, πότε τα βγάζανε- για τους άλλους εννοείται, όχι για τον Ελλιμενισμένο. Άλλοι τερματίζανε δεύτεροι, άλλοι τρίτοι, άλλοι πέφτανε κατηγορία. Όμως ο Ελλιμενισμένος εκεί, ισόβιος πρωταθλητής. Έπαιρνε πάντα το πρωτάθλημα, με κάθε μέσο και κάθε τρόπο, συμπεριλαμβανομένων και ποδοσφαιρικών αγώνων. Αιτία δεν ήτανε μόνο το γόητρο, αλλά και τα φράγκα από την Ουέφα και το Τσάμπιονς Λιγκ. Επιχείρηση.
Πολλές φορές (και σίγουρα τις σχετικά περισσότερες στα 13 χρόνια) είχε όντως την καλύτερη ομάδα και δικαίως έπαιρνε τα πρωταθλήματα: τότε τα πλάγια μέσα παρείλκαν, αλλά χρησιμοποιούνταν έτσι κι αλλιώς από συνήθεια, από κεκτημένη ταχύτητα ή με σκοπό να διατηρούνται ζωντανά για το μέλλον. Τις άλλες όμως φορές αυτά ακριβώς τα μέσα τού έδιναν τα πρωταθλήματα: τι στα χαρτιά, τι αποβολές αντιπάλων, τι ακυρωμένα γκολ των άλλων, τι πέτσινα πέναλτι (τυχαία βγήκε το «Δώσε στο ‘θρύλο’ πέναλτι»- στο ‘θρύλο’, όχι σε άλλη ομάδα), τι φάουλ ανάποδα, τι κόρνερ, τι παράγκες («ο Ελλιμενισμένος μόνο και το Εχάλεω να κερδίζουνε και οι άλλοι να πα΄ να γαμηθούνε»), τι μηδενισμοί αντιπάλων, τι κακές διαιτησίες εναντίον των ανταγωνιστών (του Πρασινάκια, της ΕΑΚ, του ΠΟΑΚ), τι τρομοκρατίες.
Τρομοκρατίες. Πολλοί είχανε κάνει και πρωτύτερα τέτοια πράματα, δεν ήταν όμως ακριβώς τέτοια. Των αλλωνών ήταν σαν τέτοια, μοιάζανε με τέτοια. Αλλά η Βριζούπολη ήτανε κορυφαία. Ήτανε κορυφαία γιατί έγινε τον 21ο αιώνα, σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί τα όργανα του κράτους της Αιωνίας Γελλάδας (αστυνομία, διατητές, εισαγγελείς, Ποδοσφορική Ομοσπονδία κλπ) έκαναν τα στραβά μάτια ή συνωμότησαν ανοιχτά υπέρ του Ελλιμενισμένου και γιατί είχε πολλαπλή, εφευρετική τρομοκρατία. Ο σκοπός ήταν απλός: η δεύτερη στη βαθμολογία ομάδα του επίσημου πρωταθλήματος της Α΄ Εθνικής (ο Ελλιμενισμένος) έπρεπε οπωσδήποτε να κερδίσει την πρώτη (Πρασινάκιας), να ξεπεράσει τους δυο βαθμούς διαφορά και να κατακτήσει το πρωτάθλημα. Όντως, το «ματς» έληξε 3-0 και ο Ελλιμενισμένος του Κάκκολη πήρε τον τίτλο.
Οι παίχτες του Πρασινάκια δεν τόλμησαν να παίξουν τη μπάλα που ήξεραν, δεν τόλμησαν να νικήσουν, αντίθετα με κείνους τους Σοβιετικούς αιχμαλώτους των Γερμανών, που λέγεται πως είχαν νικήσει τους δεσμοφύλακές τους κι εκτελέστηκαν μετά το ματς. Κι αν οι παράγοντες του Ελλιμενισμένου ήταν ναζί, οι παίχτες του Πρασινάκια δεν ήταν Σοβιετικοί. Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει που τρομοκρατήθηκαν, απελούμενοι κι απροστάτευτοι, σε μια θάλασσα Ελλιμενισμένων; Τρομοκρατήθηκαν κι έχασαν.
Και η αντίδραση του επίσημου Πρασινάκια: μηδέν. Μηδέν ο Πρασινάκιας. Μηδέν στη Βριζούπολη, μηδέν πριν τη Βριζούπολη, μηδέν μετά τη Βριζούπολη. Ούτε διοικητική παρουσία στο «ματς», ούτε αποχώρηση της ομάδας πριν το «ματς». Ούτε μηνύσεις, ούτε προσφυγές, ούτε αγωγές μετά το «ματς». Ηγεσία μηδέν. Έμφοβη. Έντρομη. Δέος. Σοκ. Γι΄ αυτό και η Βριζούπολη αποτέλεσε ποιοτική διαφορά ως προς τα πριν και ως προς τα μετά. Η Βριζούπολη έθεσε νέες προδιαγραφές στο θέμα «νίκη και τίτλος με κάθε τρόπο». Εκεί φάνηκε πόσο αδίστακτος ήτανε όχι κανένας από τους υποτακτικούς του, μα ο ίδιος ο ηγέτης του Ελλιμενισμένου, ο Κάκκολης, Το δέος απλώθηκε σε κάθε πιθανό ή απίθανο αντίπαλο του Ελλιμενισμένου (είπαμε, εντός της Αιωνίας Γελλάδας).
Μέτρησε η Βριζούπολη κανονικά, μέτρησε το 3-0 που όλοι, μα όλοι, ξέρουνε πώς διαμορφώθηκε; Ε τότε, όλα όσα έχει κάνει κάνει ο Ελλιμενισμένος μετράνε, κι όλα όσα κάνει στη συνέχεια θα μετρήσουν. Τα πάντα. Οτιδήποτε. Δικαιοσύνη.
Λίγον καιρό μετά, μετά το νταμπλ, ο τερματοφύλακας του Πρασινάκια στο «ματς» της Βριζούπολης, ο Αντώνης Πολυνικίδης, μεταγράφτηκε στον Ελλιμενισμένο. Δεν είπε λέξη για τη Βριζούπολη, δήλωσε «από μικρός ήμουνα Ελλιμενισμένος, κι ήρθα επιτέλους στον Ελλιμενισμένο για να κερδίσω τίτλους». Πήρε και κάρτα μέλους του Ελλιμενισμένου. Δεν ήταν πρωτοφανές. Ο Κυπρωντίνου, σέντερ φορ τού Πρασινάκια, με άγαρμπο, μη προμελετημένο και προφανώς τυχαίο πέναλτι του οποίου (δίκην αμυντικού!) ο Ελλιμενισμένος είχε κερδίσει ένα ακόμα πρωτάθλημα, μεταγράφτηκε ακριβώς στον Ελλιμενισμένο. Μόνο ο Βάλτερ της Χταποδαριάς, εξαιτίας του οποίου ο Ελλιμενισμένος πήρε έναν ακόμα τίτλο (στα χαρτιά αυτή τη φορά, από την πολύ καλύτερή του εκείνη τη χρονιά Ε.Α.Κ), δεν μεταγράφτηκε στον Ελλιμενισμένο. Ούτε φυσικά μπορούσαν να μεταγραφούν οι δεκάδες διαιτητές που έδωσαν τόσους τζάμπα βαθμούς στον Ελλιμενισμένο και /ή τους κόψανε από τους άλλους. Ούτε όλοι οι αντίπαλοι («αντίπαλοι»…) παίχτες που κάνανε εσκεμμένα πέναλτι στον Ελλιμενισμένο, χάνανε τα γκολ μπροστά στο τέρμα του ή έβγαζαν εκτός μάχης τους πιο επικίνδυνους παίχτες των αντιπάλων που θα παίζανε αργότερα με τον Ελλιμενισμένο. Ούτε όλοι οι παράγοντες της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (μ΄ επικεφαλής τον δαχτυλοδεικτούμενο κ. Μπαμπάτση), των διαιτητών, των δικαιοδοτικών οργάνων, των, των, των, όλοι όσων υπηρέτησαν και υπηρετούν το σύστημα Κάκκολη. Κανείς δε βγήκες χαμένος. Το πώς και το τι του καθενός, το ξέρει μόνο ο Κάκκολης και οι ίδιοι. Μοναδική παρηγοριά των αντι – Ελλιμενισμένων και αντι – Κακολικών ήταν και παρέμεναν τα ευρωπαϊκά παιχνίδια: εκεί ο «θρυλικός» Ελλιμενισμένος, καθώς ήδη το γράψαμε, φαινότανε συνήθως γυμνός, ενώ οι άλλες ομάδες της Αιωνίας Γελλάδας έφερναν, αναλογικά με τις φορές που αφήνονταν να φτάσουν στην Ευρώπη, καλύτερα αποτελέσματα. Το ίδιο συνέβαινε και με την εθνική ομάδα της Γελλάδας, για την οποία οι παίκτες του Ελλιμενισμένου σπάνια έβρισκαν το δρόμο.
Ο Ελλιμενισμένος έπρεπε να κερδίζει πάντοτε στο γήπεδό του, βρέξει χιονίσει, παίξει δεν παίξει καλά. Στο γήπεδό του, το παλιό και νέο «Κακκολισκάκη» (όπως το αποκάλεσε στην εφημερίδα «Ελευθεροστομία» ο Φίλιππος Συρίγος, κι έκτοτε κόλλησε κι έμεινε) όπου «οι διαιτητές παίζουνε πάντα σαν χεσμένοι», κατά τη φρασεολογία αντίπαλου προπονητή που «φιλοξενήθηκε» εκεί. Από κει και πέρα, κέρδιζε ευθέως ή πλαγίως τους απαραίτητους βαθμούς εκτός έδρας, στο τέλος μάλιστα του πρωταθλήματος πουλούσε κιόλας αγώνες σε ομάδες του «ευρύτερου ελλιμενιστικού φάσματος», όπως είχε πει παλιότερα για τον Κατιώνιο, την Παμαχαϊκή, τον Ενθικό, τον Ωνικό, την Ψάνθη, το Γάλεω και κάτι άλλα ψιλά ο αξέχαστος παλιός πρόεδρος της ομάδας Γιώργος Σκοκωτάς, η εγκληματική δράση και πολυετής καταδίκη του οποίου δεν συμπαρέσυρε τον Ελλιμενισμένο- αντιθέτως, για χάρη του ψηφίστηκαν νόμοι και νόμοι χαριστικοί από τη Βουλή. Σάμπως το ίδιο δεν είχε συμβεί με τον άλλο μεγάλο πρόεδρο του Ελλιμενισμένου, τον Ανάργυρο Ροχαλέλη; (Και σάμπως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, είχε υποβιβαστεί ο Πρασινάκιας με την «υπόθεση των λουλουδιών» του Ερικλή ή η ΕΑΚ με την υπόθεση του Στρυμονιακού, αμφότερες καραμπινάτες δωροδοκίες, ή είχε αφαιρεθεί το πρωτάθλημα από τη Ράλισα για τα τσίσα του ντοπαρισμένου Γκίτσοφ;)
Όμως, όπως ήδη είπαμε, ο Κάκκολης το παράκανε. Και μεθυσμένος από την ίδια τη δύναμή του, κατέληξε απροσχημάτιστος. Όλοι κάνανε, μα αυτός το παράκανε. Κι ο Δινογιάννης του Πρασινάκια έκανε, κι ο Καρβελιάδης της ΕΑΚ έκανε, κι ο Χαλάς της Ράλισας έκανε, κι ο Πανελεημονάκης του ΠΟΑΚ έκανε. Μα ο Κάκκολης το παράκανε. Έκανε όσα είχαν κάνει όλοι οι άλλοι μαζί και περισσότερα. Από ένα σημείο και πέρα, έπαψε να είναι είδηση το με ποιον περίεργο τρόπο κέρδιζε κάθε φορά ο Ελλιμενισμένος ή έχαναν οι αντίπαλοί του. Ήταν τόσο συντριπτική η κυριαρχία του, ώστε πολλές φορές οι διαιτητές και οι παράγοντες τού κάνανε δώρα που δεν είχε μπει καν στον κόπο να τα ζητήσει ο ίδιος ή δεν τα χρειαζότανε. Του τα κάνανε έτσι, από συνήθεια, ή του τα κάνανε έναντι, για να τα ΄χουνε καλά μαζί του- δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται, αφού αυτός κι άνθρωποί τυους κινούν όλα τα ποδοσφαιρικά (και πολλά άλλα) νήματα στην Αιωνία Γελλάδα. Η οποία Γελλάδα, σύσσωμη, έλεγε το σύνθημα «Δώστε – στο Θύλο –πέ- ναλ-τι» (όπου Θύλος = παρατσούκλι του Ελλιμενισμένου).
Ακόμα και το «Κακκολισκάκης» κατάφερε να το χώσει για γκρέμισμα και ξαναχτίσιμο, με αφορμή τη Ολυμπιάδα που έγινε στην πρωτεύουσα της μικρομέγαλης Αιωνίας Γελλάδας. Το ξανάχτισε όπως το ήθελε αυτός, τζάμπα και σε χρόνο ρεκόρ, με λεφτά όλων των φορολογουμένων (όχι μόνο των δικών του οπαδών) και το νέμεται έκτοτε ανενόχλητος, με αποκλειστικές αποικιακές συμβάσεις τύπου 49 ή 59 ή 99 ετών, και έχοντας πετάξει έξω κάτι άλλες ομάδες και κάτι στιβικούς που είχαν το θράσος να αθλούνται εκεί μέχρι τότε. Τον καιρό λοιπόν που έπρεπε να γίνει το ματς με τον Πρασινάκια, τελευταία αγωνιστική, από την οποία θα κρινόταν ο τίτλος του πρωταθλητή το 2003, το γήπεδο του Ελιμενισμένου ήταν ακριβώς στη μετάβαση από το παλιό στο καινούργιο. Γι΄ αυτό το 3-0 επί του Πρασινάκια έλαβε χώρα στο μικρό γήπεδο της Βριζούπολης, έδρα του ξεπεσμένου Πόλλωνα, ο οποίος το είχε παραχωρήσει στον Ελλιμενισμένο.
Απ΄ όλα τα πρωταθλήματα που κέρδισε ο Ελλιμενισμένος, και τα πριν και τα μετά, κανένα δε συγκρίνεται με το πρωτάθλημα του 2003. Τίποτα δεν πλησίασε ποτέ την παλιά, καλή Βριζούπολη. Ήταν ανεπανάληπτη, με την έννοια ότι τέτοιο πράγμα δεν θα μπορούσε να ξαναγίνει, ήταν χρήση – άπαξ, είχε παλιώσει, θα ΄ταν πια πολύ χοντρό. Έπαιξε το ρόλο της, έδωσε ένα πρωτάθλημα, τέλειωσε. Και πράγματι δε ξανάγινε. Τώρα, κι από καιρό μάλιστα, ο Πρασινάκιας, πλήρως υποταγμένος και δίχως να ξύνει πληγές, συνεργάζεται σαν καλό παιδί με τον Κάκκολη στη διαιτησία, τη σούπερ λιγκ, την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία και δε συμμαζεύεται. Και φυσικά, συνεχίζει να την τρώει κανονικά, σαν καλή κυρία, ακριβώς όπως και η ΕΑΚ, ο ΠΟΑΚ και όλοι οι άλλοι που σφάζονται για τη δεύτερη θέση και κάτω. Δικαιοσύνη.
Ποιος θυμάται τη Βριζούπολη; Ποιος θυμάται τον εξαίρετο και μακαρίτη Γιάννη Κυράστα, που έλεγε ότι δεν έχει νόημα να προπονεί τον Πρασινάκια γιατί είναι αδύνατο να ξεπεραστεί ο πανίσχυρος στο παρασκήνιο Ελλιμενισμένος, πράγμα που ο ίδιος ο Γιάννης –αληθινός πρασινάκιας στο φρόνημα, αν και είχε ξεκινήσει ως παίχτης του Ελλιμενισμένου– δε μπορούσε να το ανεχτεί; Ποιος θυμάται σε τι συνθήκες έφτασε το πούλμαν του Πρασινάκια στο γήπεδο της Βριζούπολης για το «καθοριστικό» παιχνίδι; Ποιος θυμάται ότι δέρνανε τους παίχτες και μέσα στο πούλμαν; Ποιος θυμάται το μπουκάρισμα των τραμπούκων στ΄ αποδυτήρια πριν την έναρξη του «παιχνιδιού», τη συνέχιση του ξύλου μέσα σ΄ αυτά, τις απειλές «δε θα φύγετε ζωντανοί αν δε χάσετε», τα κουμπούρια που τραβήχτηκαν απειλητικά, τις σειρήνες και τα καπνογόνα (τα γκολ μπαίνανε μες τους καπνούς), το γράσο στον πάγκο των φιλοξενούμενων (τρόπος του λέγειν φιλοξενούμενων), τον απίθανο διαιτητή που εξαρχής έχωσε τον Πρασινάκια στην περιοχή του και που δε θα διέκοπτε το «ματς» ακόμα κι αν έπεφτε ατομική βόμβα, τις νέες απειλές στ΄ αποδυτήρια στο ημίχρονο, τους κατάλληλα ορμηνεμένους μπάτσους που χασκογελάγανε ειρωνικά, το ξύλο, τα βρισίδια, τις φτυσιές.
Κανείς δε θυμάται, κανείς δε θέλει να θυμάται. Οι παράγοντες του Πρασινάκια επειδή έχουν ενοχές για την ατολμία τους ν΄ αποχωρήσουνε, για τη δειλία, την ακέφαλη ομάδα, το φόβο που δε βρήκε διέξοδο παρά στην εξαναγκαστική ήττα. Οι παράγοντες του Ελλιμενισμένου επειδή δεν έχουν λόγο, η δουλειά τους έχει γίνει. Οι τότε παίχτες του Πρασινάκια επειδή θέλουν να ξεχάσουν το τι τραβήξανε. Και οι τότε παίχτες του Ελλιμενισμένου επειδή ξέρουνε καλά ότι δεν αξίζανε εκείνο ειδικά το πρωτάθλημα (και, σαν ποδοσφαιριστές που είναι, σκέφτονται εύκολα τον εαυτό τους στη θέση των αντιπάλων- και φρίττουν). Κι ούτ΄ οι φίλαθλοι μιλάνε, αν και όλοι ξέρουν την πραγματικότητα, και μεταξύ τους οι φίλαθλοι του Ελλιμενισμένου τα παραδέχονται. Δημόσια όμως κανείς, με τη μικροεξαίρεση κάποιων που πήρανε μετεγγραφή και φύγανε από το γαμημένο «πρωτάθλημα» της Αιωνίας Γελλάδας.
Μάλιστα οι περισσότεροι φίλαθλοι του Ελλιμενισμένου έχουν ενστερνιστεί τη φιλοσοφία του Κάκκολη: δεν έχουν καμιά σημασία τα μέσα, αρκεί η ομάδα να παίρνει το πρωτάθλημα. Με μισό – μηδέν και με πέτσινο πέναλτι στο 98΄και με τέσσερις αποβολές αντιπάλων- αρκεί να το παίρνει. Δηλαδή, ακόμα κι αν δεν είμαστε οι καλύτεροι, πρέπει να το παίρνουμε πάντα, γιατί είμαστε ο Ελλιμενισμένος. Και έχουν πειστεί πως ο Ελλιμενισμένος, αφού δεν τιμωρήθηκε για τη Βριζούπολη, ό,τι και να γίνει ο δε θα τιμωρηθεί ποτέ. Γιατί η Βριζούπολη στέκει πάντα κορυφαίο φόβητρο ενάντια σε κάθε μη Ελλιμενισμένο. Γιατί ο Ελλιμενισμένος έχει τους περισσότερους φιλάθλους στην Αιωνία Γελλάδα, γιατί έχει τους περισσότερους ψηφοφόρους στην Αιωνία Γελλάδα, γιατί έχει τους περισσότερους βουλευτές στην Αιωνία Γελλάδα. Γιατί όλο και περισσότεροι νέοι γίνονται Ελλιμενισμένοι. Γιατί ο κόσμος πάει από ένστικτο αυτοσυντήρησης κι από κοινωνικό κομφορμισμό με τους πολλούς, με κείνους που κερδίζουνε πάντα. Αφού έγινε ανεκτή η Βριζούπολη, αφού δεν αφαιρέθηκαν οι βαθμοί, αφού δεν υποβιβάστηκε ο Ελλιμενισμένος, αφού πήρε το πρωτάθλημα, όλα μπορεί να τα κάνει, όλα μπορούν να γίνουν ανεκτά. Ο Ελλιμενισμένος θα παίρνει πάντα το πρωτάθλημα- τέλος. Ο Ελλιμενισμένος κείται υπεράνω των νόμων. Και ποιος τα βάζει με την πλειονότητα, είτε έχει δίκιο είτε όχι; Οι πολλοί δεν είναι που έχουν πάντα δίκιο; Η πλειονότητα δεν είναι το δίκιο; Τα συνεχή πρωταθλήματα δεν αποδεικνύουν τη δύναμη των πολλών; Τι σημασία έχουν οι λεπτομέρειες; Η δύναμη έχει μόνο σημασία. Η συνολική ισχύς: παρασκήνιο, τρομοκρατία, ψήφοι, πολιτική, επιχείρηση. Τα ματς είναι το λιγότερο. Η συνολική ισχύς μετράει. Ποια «ποδοσφαιρική αξία», ποια «αγωνιστική ανωτερότητα» και ποιο «ευ αγωνίζεσθαι»;
Αυτό είναι που επισφραγίστηκε στη Βριζούπολη. Η τρομοκρατική νίκη είναι επίσης νίκη. Είναι μάλιστα ανώτερη νίκη, γιατί επέρχεται με ομολογημένο, αλλά ατιμώρητο τσαμπουκά. Κι αν ο Κάκκολης κονομάει κάθε χρόνο από τα εισιτήρια από τα φράγκα του τσάμπιονς λιγκ, από τις διαφημίσεις, από τις συνδρομές των μελών, από τηλεοπτικά δικαιώματα, από, από, από, ο κόσμος του σκέφτεται ως εξής: μου δίνουνε πρωταθλήματα – ξεδίνω – φχαριστιέμαι – τους στηρίζω – με αντιπροσωπεύουνε– ξέρω ότι πάντα θα είμαι από πάνω – νιώθω ανώτερος. Τέλος. Δικαιοσύνη.
Λένε μερικοί: «τα ίδια δεν κάνει ο Πρασινάκιας στο μπάσκετ; Έλα μωρέ, τα ΄χουνε μοιράσει, ίδιοι είναι». Αναληθές. Πρώτα πρώτα, καμιά από τις τρομοκρατικές γελοιότητες που όντως έχει κάνει ο Πρασινάκιας στο ΟΑΚΑ (ή και ο Ελλιμενισμένος στο μπασκετικό ΣΕΦ) δε φτάνει ούτε στο 1% της Ριζούπολης (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι αποδεκτές. Μακάρι να τους τιμωρήσουνε, να τους υποβιβάσουνε, να τους κλείσουνε τα γήπεδα για χρόνια, ώστε να πάρουν το πρωτάθλημα μπάσκετ ο Άρης, το Μαρούσι ή ο Πανιώνιος- να δεις το ξανακάνουν μετά ο Πρασινάκιας κι ο Ελλιμενισμένος;). Δεύτερο –και αυτό είναι το ουσιαστικό– ο Πρασινάκιας, αφού πάρει το ταχτικό του πρωτάθλημα στο μπάσκετ, βγαίνει στην Ευρώπη και συνήθως λάμπει, δεν πατώνει όπως ο Ελλιμενισμένος στο ποδόσφαιρο. Δηλαδή όντως έχει διαχρονικά την καλύτερη ομάδα στο μπάσκετ εδώ και χρόνια. Κι επιπλέον, όταν δεν παίζει καλά στην κανονική διάρκεια χάνει, δεν πρέπει σώνει και καλά να τερματίσει πρώτος (όπως έγινε φέτος, το 2009, που τερμάτισε δεύτερος, και πήγε κι έσπασε την έδρα του Ελλιμενισμένου μέσα στο ΣΕΦ, παίρνοντας τελικά το πρωτάθλημα- όπως και το κύπελλο και το ευρωπαϊκό).
Μα ο Ελλιμενισμένος στο ποδόσφαιρο είναι άλλη ιστορία. Και οι φίλαθλοι του Πρασινάκια παρηγορούνται με το μπάσκετ. Κανείς λοιπόν δε θέλει να θυμάται ειδικά τη Βριζούπολη, το σημείο – καμπή. Κι όμως εκεί και τότε διαπράχτηκαν κακουργήματα, που ακόμα δεν έχουν παραγραφεί. Σάμπως όμως διώχτηκε ποτέ ο Κάκκολης για τις δικές του, τις όμορφες τις ανατολικογερμανικές ιστορίες ; Δεν πα να ΄γραφε η «Καθημερινή» (και άλλοι), και τι έγινε; Δικαιοσύνη.
Εσύ όμως, Αντώνη Πολυνικίδη, που είσαι ο πραγματικά ο καλύτερος τερματοφύλακας που έβγαλε η Αιωνία Γελλάδα την τελευταία δεκαετία, εσύ ειδικά, που βρέθηκες τότε εκεί, θυμάσαι πολύ καλά το τι σου κάνανε σε κείνο το μικρό γήπεδο. Εσύ έφαγες τα γκολ. Και θυμάσαι πώς τα ΄φαγες. Και πάντα εκείνη η ανάμνηση σε τρώει. Όσο κι αν δε θες να το παραδεχτείς, έχεις το μυαλό για να θυμάσαι. Όχι που πήγες στον Ελλιμενισμένο, αυτόν που σε ταπείνωσε, σε τρόμαξε και σε φόβισε τότε. Αλλά γι΄ αυτά που είπες όταν πήγες. Και κυρίως γι΄ αυτά που δεν είπες: δηλαδή που έκανες γαργάρα τη Βριζούπολη. Τη Βριζούπολη που προσπαθείς να ξεχάσεις. (Όπως και τα τσιμέντα που είχες φάει μερικά χρόνια πιο πριν, πιτσιρικάς, σ΄ ένα 4-3 εκτός έδρας στο «Κακκολισκάκης»). Και είμαι σίγουρος ότι είναι στενάχωρο και προσπαθείς να το ξεχάσεις. Είναι στενάχωρο που παριστάνεις ότι τίποτα το περίεργο δεν έγινε τότε, καθώς τώρα είσαι με τους πολύ ισχυρούς. Εκτός αν έφυγες ακριβώς για να μη σου ξανακάνουνε τα ίδια. Ή, ακόμα, για να είσαι με κείνους που τα κάνουν. Πήγες με τους ισχυρούς από φόβο ή από διάθεση ν΄αυτουργείς κι εσύ μαζί τους, οπότε πάω πάσο. Δικαιοσύνη.
(Καλοκαίρι 2009)
*
©Δημήτρης Φύσσας
Υ.Γ. Κάποιες φορές τα θύματα, αντί ν΄ αναπτύξουν τη φυσική εκδικητική τάση ή έστω να αυθυποβληθούν σε λήθη, ερωτεύονται το βιαστή τους. Μέχρι που τον παντρεύονται. Τότε ξαναπάω πάσο. Εκεί να δεις δικαιοσύνη. Και τρεις φορές πάσο.
Υ.Γ. 2 Χάρη στον Ελλιμενισμένο και το φοβερό τύπο που κανόνιζε να κερδίζει πάντα ο Ελλιμενισμένος και το Γάλεω, η λέξη «παράγκα» έγινε παν-γελλαδήνιας χρήσης.
Υ.Γ. 3 Το 2-1 στο «Κακκολισκάκης», λίγο αργότερα- με τις βολές αεροβόλου στον Τζόρβα, το πέτσινο γκολ του Ελλιμενισμένου και το ακυρωμένο κανονικότατο γκολ του Πρασινάκια, και φυσικά ένα ακόμα πρωτάθλημα για τον Ελλιμενισμένο- επιβεβαιώνουν πλήρως όλη την οπτική του γράφοντος.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.