Μαρία Πανούτσου, ήξεις αφήξεις

Αρχείο 29/07/2016

Στο τρίτο πρόσωπο
Ήθελε να κάνει το πορτραίτο του. Μετά, να το μουτζούρωνε.

Να το σχίσει, να το βάλει στο στόμα του, να του ζητήσει να το φάει, σιγά σιγά και εκείνη να ακούει την βασανιστική κατάποση.

Ήθελε να τον σύρει με δύναμη  σε έναν χώρο σκοτεινό και άδειο
και να τον χτυπήσει αλύπητα. Ήθελε να κάνει τον γύρο  της
Αθήνας χαράματα μαζί του και να τον φιλάει με ορμή με τέτοια ορμή, πίεση,
έως πόνο, μέχρι να ματώσουν τα χείλη του,να σκάσει το δέρμα από το στέγνωμα του πόθου.

Ήθελε να του πει την δική τους ιστορία, πριν ακόμη την ζήσουν.
Δεν θα τον ξανάβλεπε αυτό ήταν σίγουρο, όσο σταθερά και αμετακίνητα  ήταν για εκείνον κάποια πράγματα πού την πλήγωναν.
Υπάρχει βεβαιότητα και γι’ αυτό. Έτσι δημιούργησαν το μέλλον τους.

Στο πρώτο πρόσωπο
Ξημέρωμα στο Λυκαβηττό. Καλοκαίρι.
Δυο  άστεγοι  κοιμούνται ανάμεσα σε δυο παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Ένα σκυλί τεμπελιάζει και διστάζει, να σηκωθεί, να σηκωθεί να μη σηκωθεί. ..
Είναι ένα όμορφο άλλα πολύ βρώμικο σκυλί.
Έχει μια θαμπάδα στην ατμόσφαιρα. Η μέρα δεν ξεκίνησε ακόμα, καθυστερεί  λες από δική μου εντολή.Και κρυώνω. Ζέστη και κρυώνω. Θέλω τα χέρια του. Και είμαι  και κουρασμένη από την ανάβαση. Δεν έπρεπε να το επιχειρήσω. Το γονατό μου το αριστερό, δεν ξέρω πως να το χειριστώ. Μετά το ατύχημα με δυσκολεύει πολύ.Μοιάζει με  σακί γεμάτο με βάσανο, τόσο πολύ με πονάει ώρες ώρες.

Τώρα είμαι εδώ.  Κοιτάζω μέσα στα μάτια σου, από εδώ ψηλά. Το βλέμμα μου διατρέχει όλη την απόσταση  για να σε φτάσει. Μια πόλη που ακόμα κοιμάται. Μόνο  κάποια αυτοκίνητα και τα λεοφωρεία της γραμής διακρίνω. Το πλήθος δεν έχει ακόμη  εμφανιστεί.

Έτσι που βλέπω την Αθήνα από ψηλά προσπαθώντας να διακρίνω τον δρόμο του σπιτιού σου προς τα που πέφτει και  προσανατολίζομαι, θυμάμαι  όλους τους δρόμους  από τις πόλεις που βρέθηκα  να τις περπατώ  νωρίς το πρωί άδειοι από ανθρώπους και με μόνο  τα κτήρια, την βλάστηση στις πλατείες , την δικόσμηση της πόλης, τις ανακαινήσεις που σε ξαφνιάζουν  και αφήνω τα ποτάμια τελευταία αφού  είναι ό τι πιό  ζωντανό και μεθυστικό  σε μία πόλη.

Από μακριά  λαμπιρίζει η θάλασσα, εμείς έχουμε την θάλασσα σκεφτόμουν και οι εικόνες από τις πόλεις  του κόσμου,  δεν σταματούν να  με θολώνουν  με  τις μνήμες   που άφησα εκεί, δικά μου σημάδια.

Με όλες αυτές τις εικόνες που κατακλύζουν τον μυαλό μου   νίκησα τον πόνο του ποδιού μου και τώρα θέλω να νικήσω τον πόνο  του κενού. Τι κενό μπορεί να αφήσει μια ερωτική σχέση? Μια έλξη που γεννήθηκε από το πουθενά εξ αφορμής  ενός θανάτου για να πεθάνει μέσα σε πέντε μέρες? Τόσες λίγες φορές που σε είδα καλέ μου!

Όχι δεν πέθανε σε πέντε μέρες ο έρωτας αυτός. Πόσο ανίδαιη ήμουν να το νομίσω αυτό.Πόσο άπειρη αν και δε είμαι πια ούτε παιδί ούτε νέα. Αυτό είναι, είχα ξεχάσει τι πάει να πει έρωτας. Τώρα  θα δω πόσο αντέχει, θα αποκαλυφθεί  η  αλήθεια του.

Η αγάπη  ξεπηδάει  πάντα από το τέλος, από την οδύνη από την μνήμη  μιας αμέλειας μιας παραξήγησης, εκεί βρίσκουμε  πάλι την αγάπη μας .

θα μου περάσει που θα πάει    ….Λέω εγώ
όμως φίλοι που το υποσχέθηκες δεν θα γίνουμε ;
μου είπες:   «μη φοβάσαι δεν θα με χάσεις»

Στο τρίτο πρόσωπο
Περνούν οι μέρες  και η καθημερινότητα  κυλάει ήρεμα εξωτερικά.Κανείς  δεν μπορεί να διακρίνει τι της συμβαίνει. Πια μέρη της Αθήνας και ποιοί δρόμοι γίνανε σημαντικοί για εκείνη. Πως άλλαξε  η πόλη  και η ίδια και ζει τώρα σε μια  πόλη με άλλο φως και προσμονές, μια πόλη που την ξέρει  καλά  αλλά που τώρα έχει  προσθέσει μια ακόμη  μνήμη στην αλυσίδα  της ζωής της. Το παράξενο  είναι ότι τώρα το όνομα εκείνου τη συντροφεύει σε κάθε γωνιά.

Μια πόλη  αφημένη  από όλους  που παλιώνει  σιγά σιγά σαν  ένα φόρεμα  πεταμένο
σε ένα φεγγίτη από ψηλά,  που κανείς δεν μπορεί να το φτάσει. Κάθε βράδυ του γράφει
και μετά σχίζει τα γράμματα της.

Κάποια απ’ αυτά τα στέλνει χωρίς να παίρνει ποτέ σχεδόν απάντηση.Κι αν θα λάβει απάντηση θα είναι μια λέξει  όπως,   ‘έλα’    ‘γιατί’  ‘τι λες’   ‘όχι’  ‘ναι’ .

Η δική του απάντηση είναι η σώμα του όταν με αγωνία και λαχτάρα με κομματιάζει. Αυτήν την γλώσσα ξέρει.

Η αλήθεια πια είναι; ποιός φταίει; Εκείνος  της  λέει:  «εσύ φταις για όλα»  εκείνη  μένει σιωπηλή,  αν μιλήσει θα είναι μόνο παράπονα και  θέλει να την θυμάται γλυκειά και υποταγμένη.

Τον κρίνει το μυαλό της  και τον καταδικάζει και εκείνη με τα σπλάνα της τα αναιρεί  όλα αυτά και με περίσσια γλυκύτητα και πάθος και αγριάδα στο σώμα και στην ψυχή,  τον αγκαλιάζει με την σκέψη της  και τον καλεί  σε σμίξιμο.Αυτές τις ώρες οι εικόνες από την κοινή σύντομη ζωής τους έρχονται  χωρίς να τις καλεί. Με ανάμεικτα αισθήματα αφήνετε

να ξεχαστεί, να τον ξεχάσει αλλά εκείνος  καθάριος και σίγουρος, δυνατός και απόλυτος με τη αγριάδα του άνδρα που απαιτεί, του ανθρώπου του άδικου που έχει νοιώσει  την καρδιά της και ας το αρνείται, έχει εγκατασταθεί μέσα στο είναι της και την αξουσιάζει και την οδηγεί από μακριά σε εκείνον. Όποτε την θυμάται, όποτε την ποθεί  την καλεί γιατι ξέρει

ότι είναι κάπου εκεί.

Ξέρει ότι επικοινωνούνε. Της  μιλάει της  εξηγεί με αυτήν την φωνή που είναι όλη  σώμα και αυτή, παίζει μαζί της  όπως ο πατέρας  με το παιδί, όπως ο εραστής την αγαπημένη, όπως  ο νταβατζής της πόρνη και όπως ο άγιος το ποιμνιό του. Έχει ενδώσει και αυτός  στο μυστήριο αυτό.

Μέρα την  μέρα αναστενάζει και ο ήχος της φωνής της την μαλακώνει.Αυτός ο ήχος  δεν δείχνει πόνο αλλά νοσταλγία και πόθο, δύναμη και καρτερία, αναμονή και λατρεία. Ακούει την ανάσα της  και ξεγελιέται η  μάλλον όχι, σιγουρεύεται  ότι είναι ευτυχισμένη και ναι, και βέβαια είναι ευτυχισμένη.

Όλα είναι εκεί μαζί ενωμένα, όταν  βρεις το έρωτα. Όλα  είναι  μέσα σ’ αυτόν. Τα περιέχει όλα αυτός. Αυτά σκεφτότανε και περπατούσε σ’ έναν κεντρικό δρόμο.

Στο πρώτο πρόσωπο
Ανησυχώ λίγο  μη με  πατήσει κανένα αυτοκίνητο όχι γιατί το θέλω η  γιατί  είμαι  απελπισμένη, όχι, όχι  αλλά φρικτά αφηρημένη με την εικόνα του,  που με  ακολουθεί.

Ίσα ίσα δεν θέλω να πεθάνω  θέλω να ζήσω να νοιώσω πάλι και πάλι αυτήν την ελευθερία που μου  έχεις δωρίσει.Δεν θα σε ξαναδώ  αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Στο είχα πει από  την αρχή. Ας γίνουμε φίλοι. Σου ζήτησα την φιλία σου.Εσύ ήξερες πως ατό δεν θα γινόταν.Είμαστε τόσο  διαφορετικοί. Τι κρίμα  θα γινόμασταν οι καλύτεροι φίλοι. Πόσο λίγο  ξέρουμε τι είναι όμορφο και τι έιναι άσχημο για μας .

Είναι  η μέρα των γενεθλίων μου.  Πριν από  χρόνια πολλά γεννήθηκα  σε αυτήν την πόλη.  Τυχαία  βρίσκομαι σήμερα  πάλι εδώ. Είχα κανονίσει να είμαι αλλού με φίλους  και κοντινούς  να κάνω μια μικρή γιορτή σε άλλη πόλη.

Όλο κάτι τέτοια σχεδιάζω  για την μέρα αυτή  και όλο μόνη τις περισσότερες φορές την περνάω. Δεν είναι τυχαίο νομίζω. Το παράξενο – είναι παράξενο για  τους άλλους –  ότι  περνάω καλά και  βρίσκω ότι είναι το πιο φυσικό  που θα μπορούσε να μου  συμβεί. Σκέφτομαι λοιπόν μήπως έχω ένα είδος  αυτισμού που δεν έχει ολοκληρωτικά και ξεκάθαρα δώσει τα σημάδια του μέχρι σήμερα.

Μόνο μερικά τηλεφωνήματα τελευταία  από σένα που είχαν κάτι σαν από το μακρινό παρελθόν, τότε που οι άνθρωποι άνδρες και γυναίικες  αγαπιούνταν για ένα βράδυ αλλά αγαπιούνταν χωρίς να έχουν αγγίξει ο ένας τον άλλον τότε που  το ρούχο ήταν πιο ερωτικό από το ίδιο το σώμα που κάλυπτε. Αχ ας μπορούσα να σε μαγέψω, να με κάνεις όπως θέλεις η να  σε κάνω όπως θέλω,  η να γίνει αυτό που  έγνε, ένα θαύμα.

Η μέρα είναι λαμπερή  τόσο που  ομορφαίνει  ακόμη  και την μίζερη Αθήνα. Η βόλτα  μου  θα αρχίσει απο  την Ομόνοια και θα τελειώσει  στο Μεταξουργείο.Μικρή αλλά  ουσιαστική. Εκεί μόνο αισθάνομαι άνετα και αληθινά.  Αυτό  το αίσθανομαι σε όλες τις μεγαλουπόλεις της  Ευρώπης που περπάτησα.  Θέλω  να βρίσκομαι  σε μέρη  που μυρίζουν ανθρωπίλα, ούτε τότε είμαι απόλυτα ευχαριστημένη αλλά τουλάχιστον πιο ήσυχη και εκεί να φήνω τα ίχνη μου. Κάποτε το  μακρινό μέλλον  θα αναγνωρίζουν τους ανθρώπους που πέρασαν από κάθε  στενό από κάθε γωνιά της γης  και θα καταγράφονται οι ιστορίες τους στους τοίχους των σπιτιών, σκέφτηκα.  Εκτός  φαντασμαγορικού τουριστικού κέντρου λοιπόν,  εκεί που  αρχίζουν και φαίνονται οι αληθινές ανθρώπινες  ιστορίες. Το παρασκήνιο  η κρυφή πλευρά του κάθε ανθρώπου. Αμφιβάλλω για  τις χαρές  το ίδιο  και για τις λύπες και η ασχήμια του κόσμου μου φαίνεται πιο  πραγματική. Τώρα  θυμήθηκα την μητέρα μου. Όταν ήμουν μικρή  με έπαιρενε και πηγαίναμε στα μαγαζιά τις Κυριακές που ήταν κλειστά και λίγος ο κόσμος στους δρόμους. Τώρα καταλαβαίνω  τους λόγους  που το έκανε αυτό.

Η μητέρα μου δεν ήθελε να δει  την πραγματικότητα την πλήγωνε, εμένα το αντίθετο, με πληγώνει το να μην την δω.

Καθώς περνούν τα χρόνια οι άνθρωποι γατζώνονται από κάτι.Απ’ το ποτό, το τσιγάρο, τις γυνάικες τους άνδρες τα χρήματα, την θρησκέια την οικογένεια, τις αναμνήσεις, την εξουσία.Εμένα ο Θεός μου έστειλε εσένα. Illusion μέσα σε Illusion.

Μια έλξη που ξεπηδά από μια πηγή, ένα  πλάσμα, δημιούργημα της φύσης.
Μου έδωσε δύναμη και πίστη εκεί που την  έχανα. Δώρο πολύ προσωπικό πολύ ανθρώπινο.
Κάποιος λόγος υπάρχει σε αυτήν την συνάντηση.Και νομίζω  πως  είναι αυτός -αν δεν προκύψει και δεύτερος και τρίτος και τέταρτος  λόγος- μου  έστειλε τον βαλέ  μου.
Ο Μέγας Κύριος  για το τέλος του ταξιδιού μου μου χάρισε εσένα. Μια αιωνιότητα μυστική, ένας έρωτας από το πουθενά,  ‘όπως η ζωή’.

Είσαι ο άναρχος, ο άλογος, ο τρυφερός, ο σκληρός ο φοβισμένος, ο μάταιος, ο ερωτικός
ο φευγαλαίος, ο ρηχός, ο απαλός ,  ο αιώνιος,   η αντοχή και η σύνεση μαζί.
Η ομορφιά  του κόσμου  με τις πολλές όψεις είναι ολόκληρη μπροστά μου. Δεν θα σε ξαναδώ. Με ό τι ζήσαμε μαζί  μ’ αυτό θα πορευτώ.

Αυτή ή επιβολή  πάνω στο σώμα το θηλυκό,  αυτό το άφημα γιατί εκείνη το επιτρέπει  αφήνοντας ντροπή και αξιοπρέπεια ομορφιά  και αρμονία γιατί  στην θεση όλων αυτών, μπαίνει μια άλλη ομορφιά  χωρίς εικόνα,  ναι όπως ενώνονται οι τυφλοί,  ψαχουλευτά.

Μόνο η έλξη,  ξεπηδά και αφανίζει.

Μια αιώνια επιθυμία ένα αιώνιο Ζ .Θυμάσαι που μου μίλησες  για τον δικό μας χρόνο;

Ένα  αιώνιο Χ.

εκεί που λέω ότι έχω ηρεμήσει  
εκεί που όλα μοιάζουν λογικά και προσητά     
εκεί προβάλεις πάλι με την μορφή σου 
από ατσάλι και  από χώμα 
από στάχια και από θάλασσα 
από βαρβαρότηα και από ευγένεια  

εσύ με την ασχήμια και την ομορφιά σφιχτοδεμένη 
εσύ ένας άγνωστος δικός  μου  

Μια κλεψύδρα  είναι αυτή η σχέση. Η μάλλον μοιάζει πιο πολύ με την βροχή,το χιόνι το ουράνιο τόξο.Πόσες φορές  στην ζωή μας έχουμε δει χιόνι, μπορώ να τις μετρήσω στα δυό μου τα χέρια . Εδώ  σ’ αυτόν τον τόπο τον ευλογημένο που όλα είναι ισορροπημένα καμία υπερβολή,  καμία εμμονή,  όλα έρχονται και φεύγουν και μετά, πάλι από την αρχή έτσι και εσύ, μόνο εσύ, ξέρεις  να μου δημιουργείς τον μύθο και την πραγματικότητα λίγο πρί λίγο μετά.

Στο τρίτο πρόσωπο
Η   Κ  καταλάβαινε  ότι η ιστορία  με τον Α έχει τελιώσει  ότι  η ιστορία θα συνεχιστεί αλλά  στο επίπεδο του φανατστικού.  Τα χνάρια  που άφησε  στην μνήμη του σώματος της  πολύ  έντονα  πολύ  άγρια πολύ λιωμένα με  ό τι λιγώτερο ρομαντικό και  αισθησιακό θα ονόμαζε, μέχρι τότε,  έρωτα.   Καλό και κακό  γίνανε επιτέλους ένα. Όμορφο και άσχημο ενωθήκαν   με ένα σφιχτό  αγκάλισμα  με μια γύμνια  αποκαλυπτική. Σε αυτήν την ένωση  δεν υπάρχει άλλη πληροφορία  άλλη  φωνή άλλη μουσική αλλη διακόσμηση, αναζήτηση, άλλη επέκταση αλλη παρουσία  άλλη ενέργεια άλλη προσμονή παραμόνο η ένωση αυτή χωρίς  τίποτα  να την  στηρίζει η να την καλύπτει. Μια  ένωση  από το  πουθενά ‘όπως η ζωή’.

Και όμως  ένα βάσανο ανάμεσα τους καραδοκεί τις νύχτες. Μοιράζονται την απουσία  ο ένας του άλλου.  Τίποτα δεν τελειώνει όσο  σε θέλω και με θέλεις.

Εκείνος  έλααα

Εκείνη …

Εκείνος  έλααα

Εκείνη …

Μια  μέρα  εκεί  που περπατούσε αφηρημένη  στον κέντρο της  πόλης της,  σκεφτόταν πως ήθελε να φύγει αυτή πρώτη από την ζωή. Διάβαζε τα ονόματα των δρόμων  και σταμάταγε στους αριθμούς. Αυτή  η πόλη  με την ιστορία της  κρύβει και την δική τους ιστορία.

Άκουγε την φωνή του  λες και ήταν δίπλα της :  «Μην με βασανίζεις έλα»

Δεν τον πίστευσε ποτέ πραγματικά. Αν τον πίστευε …

*
©Μαρία Πανούτσου, Από την συλλογή διηγημάτων  με ένα πρώτο  τίτλο:  Οι  ιστορίες δεν τελειώνουν.
Αθήνα Ιούνιος  2016  ανέκδοτα

φωτο©Στράτος Φουντούλης