Αρχείο 21/09/2016
…συνέβη βράδυ αργά και με σβηστό φεγγάρι.
απ’ το ζωγράφο μοναδικός αυτός ασάνδαλος
να ξεπεζέψει απ’ το κάδρο και
τα γυμνά του πόδια να βουλιάξει στους θυσάνους
στα ακάλυπτα των κοριτσιών κορμιά·
δειλά αναρίγησε τότε το θέρος
κι οι τζίτζικες και τα τριζόνια ξεθάρρεψαν στο τραγούδι·
κάποτε οι κόρες εστέγνωσαν στον αέρα
κι έπλεξαν στεφάνι τα μαλλιά των
ο Ιούνης επέστρεψε στο κάδρο
και τ’ αγόρια ανοίχτηκαν άντρες στα πανηγύρια του Ιούλη.
Κι αυτό ήταν ό,τι…
Μαραθώνας. Νομίζω ναι. Θα έλεγα πως σίγουρα Μαραθώνας. Βλέμμα κάτω από τσίνορα ιδρωμένα. Εμείς κάτω στον ίσκιο των πεύκων. Τα κουκουνάρια σκάνε. Γεννούν σπόρους. Ο τόπος εξαχνώνεται. Τα δυο μικρά κορίτσια στα ράντζα. Πάνω στα ράντσα κουρελούδες. Αλλάζουν λόγια και ράντζα. Ζέστη. Σκάνε ως και τα τζι-τζίκια με το που θα γεννηθούν. Αττικός Ιούλης. Καιρός αφρικάνικος. Στο πίσω μέρος του οικοπέδου ο ήχος από το γκάζι στις κουζίνες και το τραγούδι των τζιτζικιών αντιδάνειο νύστας. Τα μάτια σκεπασμένα από τα βλέφαρα. Στην κόψη του ήλιου μοιάζουν με υπερφωτισμένο φιλμ. Μεσημέρι. Μαραθώνας. Η αφετηρία της μετά την εξορία ζωής. Κάποιος είπε: κοιμηθείτε. Πρέπει να κοιμηθούμε. Κάτω απ’ το πεύκο.
~.~
Το βλέμμα ακουμπισμένο στη μικρή τράτα που μπαίνει στο λιμανάκι. ο ελαφρύς κυματισμός διπλώνει τα φώτα. εσύ διπλώνεις τις ελλείψεις. ο τόπος κάποιος. μετά από νυχτερινό μπάνιο. η Κασσιόπη σού γυρνά την πλάτη κι η Κασσάνδρα χαϊδεύει τα μαλλιά σου. μεσάνυχτα. σχεδόν. γράφοντας ένα χρονικό χάριν της Ιωάννας που σε κάλεσε. τελειώνεις κάπως έτσι: κι είσαι κανείς έως ότου ένας σε ψάξει και γίνεσαι κάποιος. εσύ. λείπεις. μου λείπεις. στην αιωνιότητα περνάς μ’ ένα κουτάκι μπύρας φιλημένο από χείλη στοχασμού ._
Ο Αύγουστος δεν αντέχει την πόλη· γι’ αυτό η πόλη απουσιάζει από τον Αύγουστο· τα σπίτια τότε σουφρώνουν τις μύτες· κλείνουν τα μάτια· ξεκουράζονται· εκεί ο Αύγουστος ερωτεύεται την πόλη· εσύ τραβάς τις κουρτίνες στα πλάγια· στριφογυρίζεις γυμνός στο δωμάτιο· ακούς τη φωνή σου δυνατά ή τη σιωπή σου δυνατή· ανάβεις τσιγάρο τα βράδια δίχως η κάφτρα να προδώσει τη μοναξιά· όλα· όλα για λίγο· βαριέσαι· βαριέσαι τον Αύγουστο που ερωτεύεται την απούσα πόλη· και την καλείς· την καλείς να επιστρέψει· της δίνεις ένα πρόσωπο και την φωνάζεις πίσω· να υπάρξει στο μήνα που έχασες την ελευθερία σου επειδή ήσουν ελεύθερος· κι εκείνη επιστρέφει· τα σπίτια ανοίγουν μάτια στόμα καταβόθρες· τραβάς τις κουρτίνες στις παρεμβάσεις· τραβάς τις κουρτίνες και στη διαφυγή· τώρα βρίσκεσαι ανάμεσα σ’ αυτά που γνωρίζεις περισσότερο· γνωρίζεις καλύτερα· κι αναζητάς· την ελευθερία που έχασες όντας ελεύθερος στη μοναξιά σου που δεν είχες να διαθέσεις και σ’ έπνιξε ._
*
©Ασημίνα Λαμπράκου
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.